Στην Ελλάδα απαντά το υποείδοςCettia cetti sericea (Temminck, 1820).[3]
Ονοματολογία
Η λατινική επιστημονική ονομασία, τόσο του γένους όσο και του είδους, είναι παράγωγα ονοματοποιίας και προέρχονται από τον Γερμανοϊταλό μαθηματικό και φυσιοδίφη Φραντσέσκο Τσέτι (1726-1778), προς τιμήν του οποίου ονομάστηκε το πτηνό. Αυτός είναι και ο λόγος που, το είδος δεν έχει γίνει κατορθωτό να αποδοθεί στην ελληνική γλώσσα, με μία σωστή -ετυμολογικά- ονομασία. [i]
Η λαϊκή ελληνική ονομασία του πτηνού, σχετίζεται με τη φαινομενική ομοιότητά του με το αηδόνι -το οποίο όμως ανήκει σε διαφορετική οικογένεια- και, το κελάηδημά του, που επίσης δεν φθάνει την ποικιλία και τα διανθίσματα του «μεγάλου τραγουδιστή» της φύσης.[4]
Συστηματική ταξινομική
Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά, το 1820, από τον Κούνρααντ Τέμινγκ (Coenraad Jacob Temminck) στη Σαρδηνία, με βάση το έργο του Φραντσέσκο Τσέτι, Storia Naturale di Sardegna (Natural History of Sardinia) (1774–7), αλλά από παλαιότερες συλλογές τού, επίσης φυσιοδίφη, Αλμπέρτο ντελα Μάρμορα.[5]
Η ταξινομική του πτηνού παραμένει προβληματική, στο επίπεδο του είδους, αλλά και της οικογένειας.[6] Κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι η οικογένεια Συλβιίδες στην οποία «παραδοσιακά» ανήκε το είδος, πρέπει να αλλάξει και, ότι πρέπει να μεταφερθεί στη νέα οικογένεια Τσετιίδες (Cettiidae).[7] Ωστόσο, οι περισσότεροι από τους ειδικούς γύρω απο τη συστηματική του πτηνού, δεν έχουν κάνει αποδεκτή τη νέα οικογένεια και εξακολουθούν να στηρίζουν την παλαιά ταξινομική.[1][3][8] Στο παρόν λήμμα, ακολουθείται η κατά Howard & Moore συστηματική.[3]
Γεωγραφική κατανομή
Το ψευταηδόνι είναι μερικώς μεταναστευτικό πτηνό, με τους περισσότερους πληθυσμούς καθιστικούς (μόνιμους), ιδιαίτερα στην Ευρώπη, όπου απαντά καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Η εξάπλωσή του στην ήπειρο περιλαμβάνει μια στενή ζώνη από τις ακτές του Ατλαντικού στην Ιβηρική και τη ΒΔ Αφρική, ανατολικά προς όλη τη Μεσόγειο, μέχρι και την Ελλάδα. Στα βορειοδυτικά φθάνει μέχρι το Ν. Ηνωμένο Βασίλειο -όπου έφθασε μόλις στη δεκαετία του ΄60-, τις ακτές της Β. Θάλασσας στην Ολλανδία και της Μάγχης στη Γαλλία.
Στην Ασία, η περιοχή εξάπλωσης εκτείνεται από τη Μικρά Ασία και το Λεβάντε στα δυτικά, μέχρι τις παρυφές των Ιμαλαΐων στα ανατολικά και, από τα υψίπεδα του Καζακστάν στα βόρεια, μέχρι τη Θάλασσα της Αραβίας (Ν. Πακιστάν, ΒΑ Σαουδική Αραβία) στα νότια.
Στην Αφρική, τέλος, το είδος περιορίζεται στα βορειοδυτικά (Μαρόκο, Αλγερία, Τυνησία), είτε ως μόνιμο είτε ως μεταναστευτικό.
[9]
Αρ.
Υποείδος
Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης)
Η μετανάστευση αφορά μόνον σε κάποιους μικρούς πληθυσμούς, με τους περισσότερους να είναι επιδημητικοί. Περιλαμβάνει και το 4 σύμφωνα με κάποιους ερευνητές
Η μετανάστευση αφορά μόνον κάποιους μικρούς πληθυσμούς, με τους περισσότερους να είναι επιδημητικοί. Περιλαμβάνεται στο 1 σύμφωνα με κάποιους ερευνητές
(σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)
Μεταναστευτική συμπεριφορά
Το είδος είναι κυρίως μόνιμο στην Ευρώπη, αλλά μερικοί -μικροί- πληθυσμοί στα Βαλκάνια, κυρίως από τη Ρουμανία και την τέως Γιουγκοσλαβία, κατεβαίνουν νότια για να διαχειμάσουν, φθάνοντας μέχρι τις μεσογειακές ακτές σε Ελλάδα και ΒΔ. Αφρική, οπότε αναμιγνύονται με τους εκεί μόνιμους πληθυσμούς.
Στην Ασία, τα εκεί υποείδη είναι κατά βάσιν μεταναστευτικά, ιδιαίτερα στους βορειότερους πληθυσμούς των κεντρικών υψιπέδων του Καζακστάν, του Ουζμπεκιστάν, της Τρανσκασπίας και Τρανσκαυκασίας και, διαχειμάζουν νότια των περιοχών αναπαραγωγής τους, προς τις ακτές της Αραβικής Θάλασσας, από τη Σαουδική Αραβία μέχρι το Ν. Πακιστάν στα ανατολικά. Κάποιοι πληθυσμοί που αναπαράγονται στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, μετακινούνται προς τη χερσόνησο του Σινά κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Ωστόσο, μεγάλο μέρος των ασιατικών πληθυσμών που βρίσκονται στο κέντρο της μεταναστευτικής ζώνης (Ιράκ, Ιράν, Ν Κασπία) παραμένουν εκεί ως καθιστικοί.
Η ΒΔ. Αφρική αποτελεί μικρό τμήμα διαχείμασης των βορειοτέρων ευρωπαϊκών πληθυσμών, αλλά και μόνιμη κατοικία των εκεί αφρικανικών πληθυσμών, ενώ μικρή περιοχή στα βορειοανατολικά (περιοχή του Σινά), χρησιμοποιείται για τη διαχείμαση πληθυσμών από την Ασία.
Οι περισσότεροι βόρειοι πληθυσμοί μεταναστεύουν προς το νότο από τα τέλη Αυγούστου μέχρι το Νοέμβριο,[11] ενώ επιστρέφουν στα εδάφη αναπαραγωγής από τις αρχές Μαρτίου [12] μέχρι τα μέσα Μαΐου.
Στην Ελλάδα, το ψευταηδόνι είναι κυρίως επιδημητικό, μένει δηλαδή μόνιμα στη χώρα καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, με σημαντικό αριθμό πληθυσμών στη ΝΑ. Ευρώπη. Δέχεται όμως και κάποιους μεταναστευτικούς πληθυσμούς κατά τη διάρκεια του χειμώνα, διαχειμάζοντες ή περαστικούς.[13][14] Επίσης στην Κύπρο, το εκεί υποείδος (Cettia cetti orientalis) απαντά ως επιδημητικό.[15]
Βιότοπος
Αναπαραγωγική περίοδος
Στη Δ. και Ν. Ευρώπη το ψευταηδόνι αναπαράγεται σε μεγάλο εύρος υγροτοπικών οικοσυστημάτων, συμπεριλαμβανομένων ελών, βάλτων, καλαμιώνων, υδάτινων ροών (χαντάκια, ρέματα) και παρυφών λιμνών, πάντοτε με τη γειτονική παρουσία χαμηλής, πυκνής βλάστησης και θάμνων. Γενικά, χρειάζεται την παρουσία του νερού, αλλά πολλά άτομα μπορούν να αναπαράγονται και σε γειτονικά ενδιαιτήματα, όπως υγρή δασωμένη γη, δενδροστοιχίες, ξηρούς θάμνους, χωράφια με δημητριακά και ξερά καλάμια. Αυτές οι περιοχές μπορεί να περιλαμβάνουν υγρούς καλαμιώνες, αλλά συστάδες με θάμνους είναι απαραίτητες για την αναζήτηση τροφής. Ωστόσο οι αποκλειστικοί οικότοποι με καλαμιές του γένους Phragmites να ορθώνονται πάνω από το νερό, μάλλον αποφεύγονται. Αντίθετα, συχνάζει σε οικοσυστήματα με μεγαλύτερη ποικιλία υδροφύτων, όπως Typha dominguensis, Iris pseudacorus, Tamarix sp., Salix fragilis, Ricinus communis, Arundo donax, μαζί με Phragmites communis.[16] Στο Ηνωμένο Βασίλειο, τα ενδιαιτήματά του συνδέονται συνήθως με ποικίλη βλάστηση κοντά σε νερό ή με καλαμώνες που περιέχουν σκλήθρα (Alnus spp.), με υποκείμενη βλάστηση από βάτους και τσουκνίδες.[17]
Τα ψευταηδόνια συχνάζουν περισσότερο στις ζεστές μεσογειακές περιοχές, αναπαραγόμενα από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι τα 1450 μέτρα, περίπου (Ισπανία), αλλά στο μαροκινό Άτλαντα μπορεί να ανεβούν μέχρι τα 2100 μέτρα.
Τα υποείδη C. c. orientalis και C. c. albiventris, εξαρτώνται από το νερό λιγότερο από τους ευρωπαίους συγγενείς τους. Στην κεντρική Ασία αναπαράγονται συχνά σε λιβάδια με διάσπαρτους θάμνους, φράκτες, οπωρώνες, περιοχές με θάμνους και πόες. Δεν είναι ασυνήθιστα σε ημιερημικές περιοχές με χαμηλό ύψος βροχής και διάσπαρτους χαμηλούς θάμνους, αρκεί να υπάρχει κοντά κάποια υδάτινη οδός, φυσική ή αρδευτική. Η αναπαραγωγή πραγματοποιείται κατά μήκος ορεινών χειμάρρων στα 1550 μέτρα (Σαμαρκάνδη), ή στα όρη Τιαν-Σαν τουλάχιστον στα 750 μέτρα, ενώ μπορεί να φθάσουν μέχρι και τα 1300 μέτρα (όρη Μανράκ Καζακστάν).[11][18][19]
Στις ορεινές περιοχές του Νεπάλ, το είδος μπορεί να εμφανίζεται ακόμη και μέχρι τα 2400-4800 μέτρα, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, ενώ το χειμώνα βρίσκεται κάτω από τα 1500 μέτρα.[20]
Μη αναπαραγωγική περίοδος
Το είδος δεν εξαρτάται άμεσα από τα υγροτοπικά οικοσυστήματα και μπορεί να απαντά μέχρι και στα 1200 μέτρα.[18] Συνήθως, συχνάζει σε καλαμώνες και ανοικτούς βάλτους.[21]
Στην Ελλάδα ανευρίσκεται σε καλαμώνες, πυκνή θαμνώδη βλάστηση και λόχμες κοντά σε ποτάμια, ρυάκια, λίμνες, λιμνοθάλασσες και βάλτους,[13] συχνά με αρμυρίκια (Tamarix spp.) και σχίνους (Pistacia spp.) ή και στη μακία βλάστηση κοντά στο νερό.[4]
Μορφολογία
Το ψευταηδόνι είναι ένα ωδικό πτηνό, μεγέθους σπουργιτιού, το οποίο δύσκολα εκτίθεται σε κοινή θέα και, οι περισσότεροι παρατηρητές το αναγνωρίζουν από το τραγούδι του, παρά το βλέπουν. Μοιάζει στο γενικό του παρουσιαστικό με μικρό αηδόνι και αυτό το στοιχείο, σε συνδυασμό με το τραγούδι του, οδηγεί αρκετές φορές σε λάθος συμπεράσματα κατά την αναγνώρισή του. Κάποιες φορές, και από κάποια απόσταση, δίνει την εντύπωση ενός τρυποφράχτη. Τα φύλα είναι όμοια στην εμφάνιση και δεν εμφανίζουν φυλετικό διμορφισμό, αλλά τα αρσενικά είναι λίγο μεγαλύτερα και βαρύτερα από τα θηλυκά.
Τα γενικά του μορφολογικά χαρακτηριστικά είναι η καφετί άνω επιφάνεια, η λευκωπή κάτω επιφάνεια, η λευκωπή λωρίδα πάνω από το μάτι και, από κοντά, η στρογγυλεμένη ουρά με τα 10 πηδαλιώδη πτερά. Το ράμφος είναι μάλλον κοντό, στενό και αμφίκοιλο, με το άκρο του ελαφρά κυρτωμένο. Φέρει σκούρα καφεγκρίζα ρινοθήκη και σκούρα ροζ γναθοθήκη, η οποία παίρνει μια κιτρινωπή απόχρωση προς τη βάση της, ενώ η άκρη του ράμφους είναι σκούρα γκρι με μπλε απόχρωση. Οι ταρσοί και τα πόδια είναι ισχυρά και οι όνυχες κοντοί, λεπτοί και ελαφρά κυρτωμένοι. Οι ταρσοί είναι ανοικτοί ροζ, σαρκόχρωμοι ή καφετί-ροζ και τα πόδια καφετί.
Το κεφάλι είναι υποστρόγγυλο με το μέτωπο και την κορυφή, μέχρι τον τράχηλο να είναι σκουροκάστανα. Το οφρυικό τόξο (supercilium) είναι μια στενή γραμμή ανοικτού γκρι ή υπόλευκου χρώματος, η οποία εμφανίζεται πλατύτερη προς την περιοχή του ράμφους, ενώ προς την πίσω πλευρά είναι αχνότερη και «σβήνει» βαθμιαία στην περιοχή των ωτικών καλυπτηρίων. Η χαλινού μπροστά από τα μάτια (loral spot) ποικίλλει και, μπορεί να είναι μια σκουρόχρωμη κηλίδα ή μια σκούρα γραμμή. Τα ωτικά καλυπτήρια πτερά είναι λευκωπά ή σταχτόγκριζα με στενές καφετί άκρες. Ο οφθαλμικός δακτύλιος (eye-ring) είναι λεπτός, γκριζόλευκος πάνω από το μάτι που αναμιγνύεται με το οφρυικό τόξο και, λευκότερος κάτω από το μάτι, κάνοντας αντίθεση με τα γκριζωπά ωτικά καλυπτήρια.
Το άνω μέρος της ράχης (mantle) και η ωμοπλάτη (scapula) είναι ελαιοκαφετί σκουροκάστανα χωρίς περαιτέρω μορφολογικά στοιχεία. Το πηγούνι και ο λαιμός έχουν «ξεπλυμένο» λευκόγκριζο χρώμα, με τις πλευρές του λάρυγγα πιο γκρίζες, να «σβήνουν» προς τα κάτω ωτικά καλυπτήρια. Το στήθος έχει ανοικτό γκρι χρώμα με κάποιες μαυριδερές περιοχές στα πλάγια και σκούρο καφέ χρώμα στις πλευρές (flanks). Το ουροπύγιο είναι τεφρόλευκο και η βενταλωτή ουρά σκούρα καφέ, με πιο ανοικτόχρωμα περιθώρια. Τα καλυπτήρια φτερά έχουν «θαμπό», «σάπιο-μήλο» (sepia) καφετί χρώμα, με λεπτές γκριζόλευκες άκρες. Η κοιλιά είναι πιο ανοικτόχρωμη από το στήθος και τις πλευρές, συνήθως λευκή με γκριζωπή ή κρεμ απόχρωση. Τα ελάσσονα, μεσαία και πρωτεύοντα καλυπτήρια φτερά των πτερύγων είναι σκούρα καφέ, χωρίς σκούρα κέντρα, ενώ τα μεγάλα και τριτεύοντα καλυπτήρια έχουν πλατιά, σκούρα καφέ περιθώρια, παρόμοια με της ράχης. Τα πρωτεύοντα και δευτερεύοντα ερετικά φτερά είναι μαυριδερά καφέ, με στενές καφετί άκρες. Τα κάτω καλυπτήρια των πτερύγων είναι ανοικτόχρωμα γκρί-καφέ. Η ίριδα είναι ανοικτή ή μαυριδερή καφέ.
Η ουρά του ψευταηδονιού μπορεί να χρησιμεύσει ως ασφαλές διαγνωστικό στοιχείο. Είναι μεγαλύτερη και πλατύτερη από εκείνη στους συγγενικούς τριλιστές, λόγω των πλατιών κεντρικών πηδαλιωδών (1 εκατοστό ή και περισσότερο) και, έχει 10 πηδαλιώδη φτερά, αντί για τα 12 των συγγενικών τριλιστών και ποταμίδων.
Το αρσενικό είναι κατά 26% έως 32% βαρύτερο από το θηλυκό. Επίσης, το μέγεθος των πτερύγων μπορεί να είναι χρήσιμο για την αναγνώριση του φύλου γιατί διαφέρει ελαφρώς από το ένα το άλλο. Στα αρσενικά οι πτέρυγες είναι 11,2% έως 13% μεγαλύτερες από τα θηλυκά, κατά μέσον όρο (βλ. Βιομετρικά στοιχεία).
Τα νεαρά άτομα μοιάζουν με τους ενήλικες αλλά έχουν μια πιο «ομοιόμορφη ενδυμασία» στο κεφάλι, χωρίς έντονη υπεροφθάλμια γραμμή, αλλά με έντονο οφθαλμικό δακτύλιο. Η άνω επιφάνεια είναι πιο θαμπή και όχι τόσο καφετί, το στήθος τους είναι πιο ανοικτόχρωμο, ενώ φέρουν δύο σκοτεινά ή σκουρόγκριζα σημάδια στη γλώσσα. Η ίριδα έχει πιο ανοικτό καφετί χρώμα από αυτή των ενηλίκων.
(Πηγές:[18][19][22][23][24][25][26][27][28][29][30])
Βιομετρικά στοιχεία
Μήκος σώματος: 13 έως 14 (-15) εκατοστά (τα ασιατικά υποείδη είναι λίγο μεγαλύτερα)
Το ψευταηδόνι είναι εντομοφάγο πτηνό -αλλά όχι μόνον-, με μεγάλο μέρος της λείας του να αντιπροσωπεύουν τα Αρθρόποδα. Από μελέτη που εκπονήθηκε στη Ν. Ισπανία, σε δείγματα περιττωμάτων του είδους, εξήχθησαν τα εξής συμπεράσματα: 41 περιττώματα έδωσαν εν συνόλω 114 διαφορετικά ζωικά θηράματα, που κατετάγησαν σε 8 κατηγορίες (Araneae, Opilionida, Homoptera, Heteroptera, Neuroptera, Carabidae, Coleoptera, Formicidae) και που αντιπροσώπευαν τα 2/3 του συνόλου της τροφής των πτηνών. Περαιτέρω διεξοδικές αναλύσεις, έδειξαν ότι το 73% των άνω κατηγοριών, αντιπροσώπευαν τα ΕξάποδαΑρθρόποδα, δηλαδή τα Έντομα και κάποια μη ιπτάμενα Αρθρόποδα, όπως Κολλέμβολα, Πρώτουρα και Δίπλουρα. Ακολουθούσαν τα Καρκινοειδή (13,5%), τα Αραχνίδια (7,2%) και τα Γαστερόποδα (6,3%).
Επίσης, αντίθετα με ό, τι πιστευόταν, βρέθηκε σημαντικό ποσοστό φυτικού υλικού που, κατά τη μετα-αναπαραγωγική εποχή και κατά τη διάρκεια του χειμώνα, έφθανε μέχρι και το 30% της διατροφής. Αποτελείται κυρίως από μικρούς καρπούς (βατόμουρα) ή και μεγαλύτερα φρούτα (δαμάσκηνα, σταφύλια, αχλάδια) που, το πουλί συλλέγει από τις παρακείμενες φυτείες και οπωρώνες.[16]
Συνήθως, το ψευταηδόνι αναζητεί την τροφή του μέσα στην πυκνή βλάστηση κοντά στο νερό, είτε πάνω στο έδαφος, είτε χαμηλά πάνω στα φυτά, πολλές φορές «καθαρίζοντας» τη λεία του από τα φύλλα και τα κλαδάκια. Μόνο το χειμώνα αναζητεί την τροφή του σε πιο ανοικτό χώρο, πηδώντας εδώ κι εκεί πάνω στο λασπωμένο χώμα. Επίσης, πολλές φορές αναζητεί τη λεία του μέσα στο κοίλο των καλαμιών, από όπου την αποσπά με το ράμφος του.[18]
Ηθολογία
Το ψευταηδόνι είναι εξαιρετικά κρυπτικό είδος, που δύσκολα εκτίθεται και παρατηρείται σε ανοικτό περιβάλλον, συνήθως για μερικά δευτερόλεπτα,[32] παρόλο που δεν είναι ιδιαίτερα «ντροπαλό». Όταν ενοχληθεί κοντά στη φωλιά του, υιοθετεί στάση «συναγερμού», με χαμηλωμένο κεφάλι, ορθωμένη ουρά και πλευρικά κατεβασμένες πτέρυγες που τις κινεί νευρικά. Συχνά, αρθρώνει μία φωνή επιφυλακής, πριν πετάξει σε άλλο ασφαλές σημείο, όπου συνεχίζει τη δραστηριότητά του. Έχει την ικανότητα να αλλάζει θέση χωρίς καν να γίνεται αντιληπτή η παρουσία του.[27]
Τα αρσενικά καταλαμβάνουν μεγάλες περιοχές και τείνουν να τραγουδούν όλο το έτος, εκτός από την περίοδο αλλαγής πτερώματος και τις χειμωνιάτικες ημέρες με κακό καιρό. Οι περιοχές αυτές βρίσκονται συνήθως παράλληλα με χειμάρρους ή άλλες υδάτινες διόδους, με τα αρσενικά να τραγουδάνε σε απόσταση 50-100 μέτρων, μεταξύ τους. Στο Καζακστάν, τα εκεί άτομα διατηρούν μεγαλύτερες αποστάσεις μεταξύ τους, έως και 500 μέτρα το ένα από το άλλο.[33] Η υπεράσπιση του ζωτικού χώρου γίνεται με βίαιο τρόπο και, ο εισβολέας αντιμετωπίζεται με κατά μέτωπον επίθεση, εάν το τραγούδι δεν δράσει αποτρεπτικά. Σε ακραίες περιπτώσεις, ο «ξένος» καταδιώκεται με χαμηλές πτήσεις πάνω από τις καλαμιές και τους θάμνους, κάτι που μπορεί να διαρκέσει για αρκετά λεπτά.
Φωνή
Το τραγούδι του αρσενικού, σπάνια ακούγεται το καταχείμωνο, αλλά αρχίζει σιγά-σιγά από τα τέλη του χειμώνα και, βαθμιαία κορυφώνεται μέχρι την αναπαραγωγική περίοδο. Τις περισσότερες φορές ακούγεται έντονα από το Μάρτιο μέχρι το Μάιο, καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, ιδιαίτερα όμως την αυγή και το σούρουπο. Ωστόσο, υπάρχουν πολλές αναφορές και για συνεχές νυχτερινό τραγούδι. Είναι ένα όμορφο, πολύ δυνατό κελάηδημα που αποτελείται από μελωδικά επαναλαμβανόμενα μοτίβα. Αρχίζει και τελειώνει πολύ απότομα -έχει χαρακτηριστεί ως «εκρηκτικό»-,[24] με μεγάλες παύσεις και, αρθρώνεται από καλά κρυμμένες θέσεις μέσα στη βλάστηση.[19] Πάντως, παρά την αναμφισβήτητη μελωδικότητά του, το ψευταηδόνι δεν τραγουδάει με την ευελιξία, τη διάρκεια και τα ποικίλματα του «δεξιοτέχνη» αηδονιού.
Το κελάηδημα του πτηνού, είναι εκείνο που «προδίδει» την παρουσία του στην πλειονότητα των περιπτώσεων και, οι έμπειροι ορνιθολόγοι δεν χρειάζεται να περιμένουν για να δουν το πουλί που, έτσι κι αλλιώς, πολύ δύσκολα εκτίθεται σε κοινή θέα.
Στο είδος παρατηρείται το φαινόμενο της πολυγυνίας, δηλαδή το αρσενικό ζευγαρώνει με περισσότερα του ενός θηλυκά, στην προκειμένη περίπτωση μέχρι και τρία. Το μέγεθος του «χαρεμιού» φαίνεται να συνδέεται με το μέγεθος των αρσενικών, αλλά όχι του ζωτικού τους χώρου. Τα αρσενικά καταλαμβάνουν μεγάλες, συνήθως αποκλειστικές, περιοχές και αφιερώνουν πολύ χρόνο για να περιπολούν -μέχρι και σε απόσταση 450 μέτρων-, και να τραγουδούν, συχνά μακριά από τις φωλιές τους. Είναι αξιοσημείωτο ότι, τα θηλυκά που ζευγαρώνουν με το ίδιο αρσενικό, έχουν μεγαλύτερο μέγεθος ωοτοκίας από εκείνα τα θηλυκά που είναι μονογαμικά. Αντίστοιχα, τα αρσενικά που ζευγαρώνουν με λιγότερα θηλυκά, συνεισφέρουν περισσότερο στην ανατροφή των νεοσσών, αλλά η ανάπτυξή τους δεν συσχετίζεται με το φαινόμενο της πολυγυνίας.[34]
Φώλιασμα
Η αναπαραγωγική περίοδος για τους περισσότερους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς είναι από τα τέλη Απριλίου έως τις αρχές Μαΐου. Υπεύθυνο για την κατασκευή της φωλιάς, είναι μόνο το θηλυκό, ενώ η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ,[35] ή υπάρχει και δεύτερη, αργά τον Ιούνιο.
Στα εδάφη όπου αναπαράγεται (βλ. Βιότοπος), το ψευταηδόνι φωλιάζει στην πυκνή βλάστηση από καλάμια και θάμνους, απ’ ευθείας στο έδαφος, ή πάνω στους θάμνους, το πολύ ένα (1) μέτρο από αυτό. Η φωλιά είναι μία κυπελοειδής κατασκευή από ξερά φύλλα και βλαστούς στη βάση της, ενώ στο πάνω μέρος έχει πιο λεπτά υλικά, όπως ρίζες και ίνες. Το εσωτερικό είναι και αυτό σε σχήμα κυπέλου, αλλά πιο «περιποιημένο» και, επιστρώνεται με μαλακά υλικά, όπως λεπτό χορτάρι, τρίχες, φτερά και άνθη από καλαμιές.[35] Το συνολικό ύψος της φωλιάς είναι 13-17 εκατοστά, ενώ η εξωτερική διάμετρος 9 εκατοστά, περίπου.[36]
Η γέννα αποτελείται από 4, κάποιες φορές από 3-5 αυγά, διαστάσεων 18×13,9 χιλιοστών και βάρους 1,8 γραμμαρίων, από τα οποία ποσοστό 5% είναι κέλυφος. Η επώαση πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό και διαρκεί 16 ημέρες.[31][37]
Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι, γεννιούνται δηλαδή ανήμποροι, με υποτυπώδες πτέρωμα και χρήζουν της άμεσης προστασίας των γονέων. Και οι δύο γονείς φροντίζουν για τη διατροφή των νεοσσών, κυρίως όμως από το θηλυκό, μέχρι να μπορούν να πετάξουν σε, περίπου, 14-16 ημέρες,[36] -συνήθως στα μέσα ή στα τέλη Αυγούστου- ενώ συνεχίζουν να επιτηρούνται για άλλον ένα (1) μήνα μετά την ανάπτυξη του πρώτου πτερώματος.[35] Οι περίοδοι επώασης και απόκτησης του πρώτου πτερώματος (fledging) είναι μεγαλύτερες από εκείνες των ειδών με παρόμοιο μέγεθος.[34]
Στην Ελλάδα το είδος είναι επιδημητικό, αρκετά κοινό πτηνό και αναπαράγεται σε πολλές περιοχές της χώρας.[4][13][14][38]
Κατάσταση πληθυσμού
Παρά το γεγονός ότι το είδος είναι επιδημητικό στην Ευρώπη, υπάρχει μια τάση επέκτασης των περιοχών κατανομής από την κεντρική Ευρώπη προς βορράν. Ξεκινώντας από το νότο της Γαλλίας, το φάσμα κατανομής επεκτείνεται βόρεια, με τα πρώτα άτομα να καταφθάνουν στο Ηνωμένο Βασίλειο στα τέλη του 1960, αρχικά κοντά στο Canterbury του Kent και, αργότερα, δυτικά κατά μήκος της νότιας ακτής και βόρεια προς Suffolk (πρώτο επιβεβαιωμένο ζεύγος αναπαραγωγής ήταν το 1973). Το 1975, οι πρώτοι αναπαραγωγικοί πληθυσμοί, καταγράφονται σε Γερμανία και Ελβετία, ενώ το 1977, 60 αναπαραγωγικά ζευγάρια υπήρχαν στην Ολλανδία μέχρι το 1983, στη συνέχεια επήλθε σημαντική πτώση, αλλά το 2011 υπήρχε εκρηκτική αύξηση.[39] Οι μετακινήσεις αυτές μπορούν να εκλαμβάνονται ως βιολογικοί δείκτες των κλιματικών συνθηκών στην κεντρική Ευρώπη και να παρέχουν αποδείξεις των κλιματικών αλλαγών που συντελούνται στην ήπειρο.[40]
Τον Απρίλιο του 2013, σε αγροτική περιοχή του Μάντσεστερ του Ηνωμένου Βασιλείου, ξέσπασε πυρκαγιά σε καλαμώνες και απειλήθηκε μεγάλη αποικία από ψευταηδόνια, που είναι αρκετά σπάνιο είδος στη χώρα (περίπου 650 άτομα). Κατόπιν συντονισμένων προσπαθειών της πυροσβεστικής και της οργάνωσης Lancashire Wildlife Trust, η αποικία διασώθηκε, ένα δείγμα της ευαισθησίας και της άμεσης ανταπόκρισης κάποιων ανθρώπων απέναντι σε ένα απλό πτηνό.[41]
To είδος αξιολογείται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) [1], κυρίως λόγω του ότι δεν θηρεύεται και λόγω του κρυπτικού του χαρακτήρα.
Τους μεγαλύτερους καταγεγραμμένους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στην Ευρώπη, διαθέτουν η Τουρκία, η Ιταλία, η Γαλλία, η Ελλάδα και η Ισπανία, ενώ τους μικρότερους η Ουγγαρία και η Ελβετία.[42]
Για την Ελλάδα δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα, εκτός του ότι καταγράφηκε μικρή μείωση του πληθυσμού μεταξύ 1990-2000.[42]
Καθεστώς προστασίας
Συμπεριλαμβάνεται στα είδη του Παραρτήματος ΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης για τη διατήρηση της ευρωπαϊκής άγριας ζωής και των φυσικών βιοτόπων.
Άλλες ονομασίες
To Ψευταηδόνι απαντά στον ελλαδικό χώρο και με τις ονομασίες Αηδονάκι (Παρνασσός), Κουίκι (Μεσολόγγι) [43] και Ψευτάηδονο.[15]
Σημειώσεις
i.^ Η απόδοση του πτηνού με κάποια «επιτυχημένη» λόγια ονομασία δεν έχει γίνει κατορθωτή, παρά τις όποιες προσπάθειες. Προτιμάται η απ’ ευθείας από τη λατινική γλώσσα, απόδοση επειδή είναι η πλησιέστερη προς την επιστημονική ονομασία.
Η μοναδική λόγια απόδοση που υπάρχει στη βιβλιογραφία για το γένος, είναι ως Βραδυπτέρυξ (ο κοινός, ο γνήσιος, ο μεταξοειδής), που όμως στερείται παντελώς κάποιας ετυμολογικής βάσης και προέρχεται από την παλαιά ονοματολογία του Harriet. I. Jorgensen, στο έργο του Nomina Avium Europaearum (1958). Το πιθανότερο είναι ότι, ήταν μια προσπάθεια να αποδοθεί στην ελληνική γλώσσα το συγγενικό γένος Bradypterus, που όμως είναι διαφορετικό από το Cettia.[44]
Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
Mary Taylor Gray, The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
Β. Κιόρτσης στην Πάπυρος-Λαρούς Μπριτάνικα, τόμος 55, λήμμα «Σουσουράδα»
Ιωάννη Όντρια, Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
Ιωάννη Όντρια, Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
«Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
BirdLife International. 2004. Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status. BirdLife International, Cambridge, U.K.
Linnaeus, C (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata. Holmiae. (Laurentii Salvii).
Belousov, E. M. 2013. Cetti’s Warbler, photographed. www.birds.kz. (accessed: 05.03.2013)
Berezovikov, N N and Levin, A S 2007. [Data on the avifauna of the Manrak mountains. Part 2. Passeriformes.] Selevinia 2007: 83-94. [In Russian.]
Bibby, Colin J. Polygyny and breeding ecology of the cetti's warbler cettia cetti IBIS, vol. 124, issue 3, 288-301, July, 1982
Bibby, CJ and Thomas, DK, Sexual dimorphism in size, moult and movement of Cetti’s warbler, Bird Study, 31:28-34 (1984)
Dementiev, G P and Gladkov, N A 1966. Birds of the Soviet Union (1954)
Hans Bub, Harald Dorsch: Cistensänger, Seidensänger, Schwirle und Rohrsänger. 1. Auflage. Neue Brehm-Bücherei Nr. 580, A. Ziemsen Verlag, Lutherstadt Wittenberg 1988, ISBN 3-7403-0020-5. 92 Abbildungen. 221 S. 8°, broschiert/Taschenbuch
Gavrilov E. I., Gavrilov A. E. The Birds of Kazakhstan. Almaty, 2005. Э.И.Гаврилов. ауна и распространение птиц Казахстана. Алматы, 1999. В.К.Рябицев. Птицы Урала, Приуралья и Западной Сибири. Екатеринбург, Изд-во Уральского университета, 2000
Kennerley Peter, Pearson David, Reed and Bush Warblers, Helm 2010
Molina Javier, Hodar Jose, Camacho Ismael, Diet of Cetti’s Warbler, in a Locality of Southern Spain, Ardeola 45(2), 1998, p. 217-220
Anne Puchta, Klaus Richarz: Steinbachs großer Vogelführer. Eugen Ulmer, Stuttgart 2006, ISBN 3-8001-4490-5
Robert A. Robinson, Stephen N. Freeman, Mark J. Grantham, Dawn E. Balmer: Cetti’s Warbler Cettia cetti: analysis of an expanding population: Capsule Productivity in the UK Cetti’s Warbler population is constant, but overwinter survival has become increasingly dependent on winter temperatures. In: Bird Study, Volume 54, Issue 2 July 2007, pages 230–235
Svensson, Grant, Mullarney, Zetterström: Der neue Kosmos-Vogelführer. Franckh-Kosmos, Stuttgart 1999, ISBN 3-440-07720-9
Strategi Solo vs Squad di Free Fire: Cara Menang Mudah!