Ο Χατζηγιάννης Μέξης ή Χατζή Γιάννης Μέξης ή Ιωάννης Μέξης του Θεοδώρου ήταν σημαντικός πρόκριτος των Σπετσών (1754 - 1844) με σημαντική ισχύ και πλούτο, ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ελληνική επανάσταση του 1821 στην οποία συμμετείχε με τέσσερα πλοία του και στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος.
Βιογραφία
Καταγόταν από Ηπειρώτικη οικογένεια. Πατέρας του ήταν ο Θεόδωρος Μέξης, οπλαρχηγός του Λαμπόβου της Ηπείρου (στη σημερινή Αλβανία, κοντά στο Αργυρόκαστρο). Λόγω των διώξεων των Τούρκων κατέφυγε στο Λεωνίδιο της Κυνουρίας και στη συνέχεια στις Σπέτσες[1]. Ο Ιωάννης ήταν ο πρωτότοκος, νεώτερος αδελφός του ήταν ο Θοδωράκης Μέξης[2][3]. Κοντά στα τέλη της δεκαετίας του 1790, ο Ιωάννης Μέξης ταξίδεψε στους Άγιους Τόπους και από τότε πήρε την προσωνυμία Χατζής και αναφέρεται ως Χατζηγιάννης. Δραστηριοποιήθηκε στο εμπόριο και τη θάλασσα από μικρός με μεγάλη επιτυχία λόγω της ευστροφίας του και του ριψοκίνδυνου χαρακτήρα του.
Ο Χατζηγιάννης Μέξης είχε γίνει μέλος της Φιλικής Εταιρείας και ήταν αρχηγός της αριστοκρατικής μερίδας των Σπετσών οι οποίοι δεν ήθελαν να συμμετάσχουν στην Επανάσταση το 1821. Αμέσως όμως μετά την έναρξη της επανάστασης, συμφιλιώθηκε με τον αρχηγό της λαϊκής μερίδας Μπόταση και σήκωσαν από κοινού τη σημαία της ελληνικής επανάστασης στις Σπέτσες, προέτρεψε δε την Ύδρα και τα Ψαρά να κάνουν το ίδιο και στάθηκε ένας από τους πιο θερμούς υποστηριχτές της και οργανωτές της. Έβγαλε στον κοινό αγώνα τέσσερα πλοία του, το «Θεμιστοκλής», το «Επαμεινώνδας», το «Λεωνίδας» και το «Περικλής». Ήταν και τα τέσσερα άρτια εξοπλισμένα. Στον αγώνα συμμετείχαν και άλλα πλοία του Μέξη, στα οποία είχε μερίδιο.
Διακρίθηκε όμως και για την επιβλητική εκτιμώμενη φυσιογνωμία του, την αποφασιστικότητά του, τη δραστηριότητά του και το θάρρος του. Πήρε προσωπικά μέρος στις διάφορες μάχες και ήταν πληρεξούσιος στην Α' Εθνοσυνέλευση Επιδαύρου και στην Β' Εθνοσυνέλευση Άστρους. Όταν τέλειωσε η Επανάσταση, εκλέχτηκε σύμβουλος Επικρατείας, γερουσιαστής και πληρεξούσιος από τις Σπέτσες. Ο Όθωνας τον τίμησε με το παράσημο του Χρυσού Σταυρού.
Σύζυγός του ήταν η Διαμάντω Μωραΐτη, κόρη του εμπόρου Νικολού Μωραΐτη από την Πελοπόννησο. Είχε εννέα παιδιά: Τέσσερις γιους και πέντε κόρες, με των οποίων τους γάμους ισχυροποίησε τις σχέσεις του με τις περισσότερες Σπετσιώτικες οικογένειες.
Γιοί του ήταν ο Θεόδωρος και ο Νικόλαος, ο Παναγιώτης και ο Γεώργιος. Ο Θεόδωρος έγινε βουλευτής Σπετσών και ο Νικόλαος δήμαρχος Σπετσών γερουσιαστής, πληρεξούσιος, πληρεξούσιος Σπετσών και υπουργός κατά την έξωση του Όθωνος. Ο Παναγιώτης (1800-1885) συμμετείχε με ιδιόκτητο πλοίο στην επανάσταση και έγινε πρόεδρος της Δημογεροντίας Σπετσών. Για τους γιους του αναφέρεται ότι είχαν παντρευτεί κόρες των Αναγνώστη Βασίλη Γκίνη, της Μπουμπουλίνας και των Λαζαραίων[4].
Ο μικρότερος Γεώργιος (1810-1837), παντρεμένος με την κόρη του Γεωργίου Κουντουριώτη από την Ύδρα πέθανε 27 ετών στο Ναύπλιο. Η κόρη του Καλομοίρα, είχε παντρευτεί τον Ανδρέα Χατζηαναργύρου, επίσης πλοιοκτήτη των Σπετσών και οι άλλες του κόρες παιδιά των Νικολού Γιάννη Λάμπρου, Αδριανού Λαζάρου Μανιάτη και του Γεωργάκη Κούτση[4].
Το αρχοντικό του Χατζηγιάννη Μέξη χτίστηκε μεταξύ των ετών 1795-1798 και το 1938, δωρήθηκε στο κράτος από την Καλομοίρα Μέξη και τη Νικέτα Θερμισιώτη-Κατσίνα, κληρονόμους του και εκεί στεγάζεται το Μουσείο Σπετσών και το ιστορικό αρχείο του νησιού[5][6].