Με τον όρο φυλή (αγγλικά tribe) στην ανθρωπολογία και την κοινωνιολογία εννοείται μια θεωρητική μορφή κοινωνικής οργάνωσης, βασισμένη σε μικρότερες ομάδες που διακρίνονται για την προσωρινή ή μόνιμη πολιτική τους ενσωμάτωση και καθορίζεται από παραδόσεις κοινής καταγωγής ή κοινό ιδρυτικό μύθο, κοινή γλώσσα πολιτισμό και κοινή κυρίαρχη ιδεολογία[1].
Στη βιολογία, η φυλή είναι μια ταξινομική βαθμίδα πάνω από το γένος, αλλά κάτω από την οικογένεια και την υποοικογένεια.[2][3] Μερικές φορές υποδιαιρείται σε υποφυλές (subtribes).
Επίσης, ο όρος φυλή (αγγλικά race) χρησιμοποιείται για την κατηγοριοποίηση των ανθρώπων βάσει κάποιων κοινών χαρακτηριστικών.
Σε ό,τι αφορά στην ελληνική ιστορική πραγματικότητα και ονοματοδοσία ο όρος φυλή εκ του αρχαιοελληνικού φύεσθαι σημαίνει τρία διαφορετικά πράγματα:
Ο αγγλικός όρος tribe (=φυλή) εκ του λατινικού tribus προέκυψε στην αρχαία Ρώμη, όπου χρησιμοποιείτο για να δηλώσει μια διοικητική διαίρεση του κράτους ή μία από τις τρεις πρωταρχικές φυλές των Ρωμαίων[5].
Οι μικρότερες ομάδες που λειτουργούν ως θεμέλιο για τη συγκρότηση της φυλής (αγγλ: band μτφρ. συνήθως ως δεσμός) αντιπροσωπεύουν συγκεντρώσεις 5-80 ανθρώπων που διακρίνονται για τον ηθικό ή ψυχικό δεσμό τους ή κάποια μορφή αμοιβαίας εγγύησης. Πρόκειται για μικρές κοινωνικές μονάδες που αντιστοιχούν πρακτικά στη διευρυμένη οικογένεια.
Κατά τον 19ο αιώνα οι ανθρωπολόγοι οι γεωγράφοι και οι εξερευνητές θεωρούσαν αυτή τη διευρυμένη οικογένεια ως πρωταρχική μονάδα κοινωνικής οργάνωσης σε μοντέλα μονογραμμικής πολιτισμικής ανάπτυξης και χρησιμοποιούνταν συχνότερα για να περιγράψει κυνηγετικές και τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες. Παρά το γεγονός ότι η μονογραμμική ανάπτυξη έχει απορριφθεί ως μοντέλο κοινωνικής εξέλιξης, ο όρος συνεχίζει να είναι δημοφιλής, καθώς υποδεικνύει το μέγεθος μιας ομάδας με αμοιβαίους δεσμούς και έναν πρωτογενή έστω βαθμό κοινωνικής ιεραρχίας.