Το Τρεντίνο-Άλτο Άντιτζε ή Τρεντίνο-Άνω Αδίγης[2] (ιταλικά: Trentino-Alto Adige, γερμανικά: Trentino-Südtirol, μτφ: Τρεντίνο-Νότιο Τιρόλο) είναι αυτόνομη περιφέρεια της βορειοανατολικής Ιταλίας. Αποτελείται από την αυτόνομη περιφέρεια του Τρέντο και την αυτόνομη επαρχία του Μπολτσάνο (Νότιο Τιρόλο), οι οποίες έχουν αναλάβει τις περισσότερες διοικητικές και νομοθετικές λειτουργίες από τη δεκαετία του 1970 και έπειτα. Έχει 1.036.707 κατοίκους και πρωτεύουσα είναι το Τρέντο.
Γεωγραφία
Η περιοχή συνορεύει με το Τιρόλο της Αυστρίας στα βορειοανατολικά και βόρεια και με το καντόνι Γκραουμπύντεν της Ελβετίας στα βορειοδυτικά. Στα δυτικά συνορεύει με την ιταλική περιφέρεια Λομβαρδία και στα νότια και ανατολικά με το Βένετο. Έχει έκταση 13.607 χλμ² και είναι πολύ ορεινή και το μεγαλύτερο μέρος το αποτελούν οι Δολομίτες και οι νότιες Άλπεις. Τόσο το Τρεντίνο όσο και το Νότιο Τιρόλο καλύπτονται από πολύ μεγάλα δάση, τα οποία καλύπτουν σχεδόν τη μισή τους έκταση.
Το κλίμα ποικίλει από αλπικό μέχρι υπο-ηπειρωτικό, με ζεστά καλοκαίρια και πολλές χιονοπτώσεις το χειμώνα. Η μεγαλύτερη από τις λίμνες στην περιφέρεια είναι η λίμνη Γκάρντα.[3] Στο Νότιο Τιρόλο υπάρχουν αρκετές οροσειρές με ύψος μεγαλύτερο των τριών χιλιομέτρων και πολλές ευρείες κοιλάδες από τις οποίες διέρχεται ο Αδίγης (Άντιτζε) και οι παραπόταμοί του. Το χαμηλότερο πέρασμα των Άλπεων, το πέρασμα του Μπρέννερο (1.370 μέτρα) βρίσκεται στο βόρειο άκρο της περιφέρειας, στα σύνορα με την Αυστρία.[4]
Οι δύο μεγαλύτερες πόλεις είναι το Τρέντο (116.313) και το Μπολτσάνο (105.075), πρωτεύουσες των δύο αυτόνομων περιφερειών. Άλλες μεγάλες πόλεις είναι το Μεράνο (38.562) και το Ροβερέτο (38.180).
Ιστορία
Το 1991 ανακαλύφθηκε ένα ανθρώπινο σώμα 5.000 ετών, που αναδύθηκε από τον πάγο που έλιωνε στο Άλτο Άντιτζε. Το «κατεψυγμένο» πτώμα φορούσε δερμάτινες μπότες, γεμισμένες με σανό για ζεστασιά, ενώ ήταν οπλισμένο με χάλκινο αιχμηρό εργαλείο, κατάλληλο για να σπάσει τον πάγο.
Έως τον Μεσαίωνα, το Άλτο Άντιτζε είχε διαμορφώσει τον ιδιαίτερο πολιτισμικό χαρακτήρα του, υπό τους δούκες του Τιρόλου (αργότερα πέρασε στους Αψβούργους), η επικράτεια των οποίων εκτεινόταν και στις δύο πλευρές των σημερινών ιταλο-αυστριακών συνόρων. Συγκεκριμένα, από τον 11ο αιώνα και μετά, τμήμα της περιοχής κυβερνούνταν από τους πρίγκιπες-επισκόπους του Τριδέντου (Τρέντο) και του Μπρίξεν, στους οποίους οι αυτοκράτορες της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας είχαν παραχωρήσει εκτεταμένες προσωρινές εξουσίες πάνω στις επισκοπές τους. Σύντομα τους κυβερνούσαν κόμητες του Τιρόλου και του Γκερτς, ο οποίος ήλεγχε επίσης την κοιλάδα Πούστερ. Οι ευγενείς του Τιρόλου έχτισαν τα κάστρα που δεσπόζουν έως σήμερα στα ορεινά και πεδινά περάσματα, για την προστασία των ταξιδιωτών από τους ληστές. Το 1363 η περιοχή παραχωρήθηκε στον οίκο των Αψβούργων. Οι περιοχές βόρεια του Σαλόρνο σε μεγάλο βαθμό είχαν εκγερμανιστεί στις αρχές του Μεσαίωνα. Μετά τη νίκη του Ναπολέοντα στη μάχη του Άουστερλιτς το 1805 δόθηκε στη Βαυαρία. Το 1809 μοιράστηκε ανάμεσα στην Αυστρία και στο Βασίλειο της Ιταλίας. Το 1815 επιστράφηκε στην Αυστρία, μέρος της οποίας παρέμεινε μέχρι το 1919, όταν μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δόθηκε στην Ιταλία.
Στις 6 Οκτωβρίου του 1966, οι Ιταλοί ακροδεξιοί με επιδεικτικούς φασιστικούς χαιρετισμούς οργάνωσαν διαδήλωση εναντίον των συνομιλιών Ιταλίας-Αυστρίας για τη διαφιλονικούμενη περιοχή του Άνω Αδίγη[6].
Διοίκηση
Στο Τρεντίνο πρόεδρος εξελέγη με ποσοστό 46,7% στις 21 Οκτωβρίου 2018 ο Μαουρίτσιο Φουγκάτι από τη Λέγκα του Βορρά, ο οποίος ορκίστηκε στις 2 Νοεμβρίου 2018.
Από τις 15 Ιουνίου 2016 πρόεδρος του Νότιου Τιρόλου εξελέγη ο Άρνο Κομπάτσερ από το Λαϊκό Κόμμα Νότιου Τιρόλου, νικητής των εκλογών που διεξήχθησαν στις 21 Οκτωβρίου 2018, με ποσοστό 41,9%.