Ο Πάος, παλαιότερα και πλέον γνωστός ως Σκούπι, είναι παλιός, εγκαταλελειμμένος πλέον, παραδοσιακός[1] οικισμός της Αχαΐας.
Εγκαταλείφθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1970 από τους κατοίκους του, που, μαζί με τους κατοίκους των γειτονικών χωριών Βεσίνι και Δεχούνι, εγκαταστάθηκαν στον νεόδμητο οικισμό της Πάου (πρώην: Νέος Πάος) που φτιάχτηκε γι' αυτούς από το κράτος στη θέση "Χαλιάδες"[2] του "Σκουπέικου Κάμπου".
Εγκαταλείφθηκε κυρίως λόγω των εδαφικών κατολισθήσεων που απειλούσαν το χωριό και τους κατοίκους του[3]. Πλέον, μόνο 1-2 οικογένειες βοσκών χρησιμοποιούν κάποια από τα σπίτια του χωριού και για λίγους μήνες ενώ τα υπόλοιπα είτε έχουν μετατραπεί σε στάβλους είτε έχουν καταρρεύσει[4].
Τοποθεσία
Είναι πετροκτισμένο κλιμακωτά σε προσήλια πλευρά βαθιού φαραγγιού[3], έχοντας στενό ανοιχτό ορίζοντα μόνο προς τα νότια, προς τον "Σκουπέικο Κάμπο", και περικυκλώνεται από τα βουνά "Άγιος Αθανάσιος" (στα δυτικά), "Ράχες" (στα βόρεια) και "Τρίφτα" στα ανατολικά[5]. Από αυτά τα βουνά πηγάζουν τα ρυάκια "Αιτία" και "Αχνίτικο" τα οποια διασχίζουν το χωριό και αποτελούν τις πηγές του ποταμού Πάου ή Σκουπέικου[5].
Είναι χτισμένο σε υψόμετρο 820 μέτρων περίπου, στον "Σκουπέικο Κάμπο" τρία χιλιόμετρα περίπου πιο πάνω από την Εθνική Οδό Πατρών-Τριπόλεως και τον νέο οικισμό της Πάου[4].
Κατά την αρχαιότητα υπήρχε στην περιοχή, στη θέση "Σκουπίτσιο", η αρχαία πόλη της Πάου[6]. Το χωριό βρίσκεται σε αυτήν τη θέση από τα τέλη του 17ου αιώνα-αρχές 18ου αιώνα ενώ παλιότερα βρισκόταν σε άλλη θέση εντός της περιφέρειάς του[6].
Στην περιφέρεια του χωριού είχε κτήματα πριν το 1821 ο Αμούσαγας από την Τρίπολη[7]. Κάτοικοι του χωριού πολέμησαν το 1821 στην πολιορκία της Πάτρας[8]. Σκουπιώτες κάτοικοι, όπως οι Ιω. Αποστολόπουλος, Δ. Αποστολόπουλος, Πανούτσος Καλαβέσιος, Πανάγος Κοκκίνης (Παπαδόπουλος), Σταύρος Σταυρόπουλος, Βασ. Τάγαρης καθώς και ο Μουρλογεώργης, πολέμησαν υπό τον Κανέλλο Δεληγιάννη στην πολιορκία του Λάλα και αλλού[7]. Το Σεπτέμβρη του 1827 κάηκαν οι 15 από τις 25 κατοικίες του χωριού από το στράτευμα του Ιμπραήμ[6].
Ο οικισμός απείχε μία ώρα και ένα τέταρτο δρόμο στα 1885 από την Στρέζοβα, την έδρα του τότε Δήμου Παΐων[9]. Στα 1903 ο Χρήστος Κορύλλος αναφέρει ότι το χωριό απείχε δύο ώρες δρόμο από το κεφαλοχώρι της Στρέζοβας και ότι είχε μονοτάξιο δημοτικό σχολείο αρρένων[10]. Στα 1906 αναφέρεται ότι απείχε 2 ώρες στα ΒΔ. της Στρέζοβας, 7,5 ώρες στα ΝΔ. των Καλαβρύτων και μία ώρα και ένα τέταρτο στα ΝΔ. του Σοπωτού[5].
Τοπωνύμιο
Με το ΦΕΚ 306Α της 22/12/1927 μετονομάστηκε σε Πάος ενώ με το ΦΕΚ 271Α της 03/09/1940 άλλαξε η ονομασία του σε Πάϊα[11][12]. Η ονομασία διορθώθηκε εκ νέου σε Πάος την 19/03/1961[12].
Η νέα ονομασία "Πάος" προέρχεται από την αρχαία πόλη της Πάου[13]. Για την παλιά ονομασία "Σκούπι" υπάρχουν αναφορές ότι έχει αλβανική προέλευση, ότι δηλ. είτε είναι ανθρωπωνυμικό από το επίθετο "Σκούπης" είτε από τη λέξη "σκούπα" (στα Αλβανικά: "skop") από τις καλλιέργειες καλαμποκιών από τα οποια τις έφτιαχναν[13].
Ήταν χωριό με πέτρινα σπίτια, σκεπασμένα με σχιστολιθικές πλάκες, ναούς, που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν μνημεία τέχνης, και γραφικά λιθόστρωτα δρομάκια[18]. Αποτελούνταν από τέσσερις συνοικίες: τους Κομολαίους (το κέντρο του χωριού), την Ράχη, το Πίσω Χωριό και τον Κάτω μαχαλά ή Γιαννακαίους και είχε πηγές αρκετές ώστε να υδρεύονται επαρκώς οι κήποι και οι αγροί των κατοίκων του[5].
Οι κυριότερες από τις πηγές του χωριού ήταν: η Κομολέικη, η Άνω Καστανιά, η Κάτω Καστανιά, αυτή στο Πίσω χωριό, οι δύο του Κάτω μαχαλά, των Μπουρμπούλων[19], η Καθολική, η Λιθαρόβρυση ή Λίμνα, οι δέκα του Παλαιόμυλου κ.ά.[20][21] Παλιότερα υπήρχε και υδρόμυλος που χρησιμοποιούσε τα νερά της πηγής Χάνι[22]. Τα νερά των πηγών του χωριού καθιστούσαν τη διαμονή εκεί κατά τους θερινούς μήνες ευαρεστοτάτην[22].
Στο χωριό λειτούργησε το "πρώτο ελεύθερο ελληνικό σχολείο" μετά το 1821[4][18]. Στο χωριό λειτουργούσε μονοτάξιο δημοτικό σχολείο αρρένων[10][22] και δημοτικό σχολείο θηλέων[22]. Είχε επίσης και ταχυδρομείο[22]. Στο χωριό γεννήθηκε ο ιστορικός, γλωσσολόγος και εκπαιδευτικός Γεώργιος Παπανδρέου καθώς και πολλοί λόγιοι, φιλόλογοι, δικηγόροι, δημοδιδάσκαλοι, ιερείς, έμποροι κ.λπ.[23]
Οικονομία
Οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνταν με τον πρωτογενή τομέα. Στα 1906 αναφέρεται ότι στην επικράτεια του χωριού ανήκαν 1.100 στρέμματα ποτιστικών αγρών, 1.500 περίπου στρέμματα ξηρικών αγρών και 300 στρέμματα αμπελιών[22]. Οι κάτοικοι του χωριού παρήγαγαν κατ΄ έτος 150.000 οκάδες κρασιού, 3.600 κιλά σιταριού, 6.000 κιλά αραβόσιτου, 1.000 κιλά κριθαριού κ.ά. ενώ είχαν σοδειές φακής και φασολιών[22]. Είχαν επίσης κάποια οπωροκηπευτικά και ικανό αριθμό από αιγοπρόβατα, γελάδια, χοίρους, άλογα κ.λπ.[22]
Ενοριακοί ναοί του χωριού ήταν δύο: του Αγίου Ιωάννη του Πρόδρομου και των Αγίων Θεοδώρων ενώ στην επικράτεια του χωριού υπήρχαν, στα 1906, τα ναΐδρια: της Παναγίας, του Αγίου Αθανασίου, του Αγίου Ανδρέα, του Αγίου Βασιλείου, του Αγίου Γεωργίου του Αγίου Ιωάννη του Χρυσόστομου, της Αγίας Μαρίνας, του Αγίου Νικολάου, της Αγίας Παρασκευής, του Σταυρού, των Ταξιαρχών καθώς και πέντε ερειπωμένοι ναΐσκοι[22]. Το χωριό πανηγύριζε και κάθε 2 Μαΐου[6]. Νοτιότερα προς τον "Σκουπέικο Κάμπο" υπήρχε, στην θέση "Καθολική", το βυζαντινό μοναστήρι της Καθολικής Θεοτόκου το οποίο ήταν πλήρως ερειπωμένο στα 1906[7].
Δημογραφική εξέλιξη
Στα 1700 αναφέρεται στη βενετική απογραφή Grimani ως Scupi και έχει πληθυσμό 31 οικογένειες (140 κάτοικοι)[24].
Η δημογραφική εξέλιξη του χωριού σύμφωνα με τις εθνικές απογραφές[25][26] είναι η εξής:
↑ 27,027,1Ο πληθυσμός του εγκαταλελειμένου πλέον χωριού "Σκούπι" έχει καταχωρηθεί ως πληθυσμός του νέου χωριού "Παλαιός Πάος" (πρώην: "Νέος Πάος"). Βλ. Λουλούδης 2010, σελ. 660, υποσημείωση 16.
↑Όπως έγινε και σε προηγούμενες απογραφές, λογικά o πληθυσμός του εγκαταλελειμένου πλέον χωριού "Σκούπι" έχει καταχωρηθεί ως πληθυσμός του νέου χωριού "Παλαιός Πάος" (πρώην: "Νέος Πάος") (και το αντίστροφο).