Το έργο Πτολεμαίος, βασιλιάς της Αιγύπτου (ιταλικά: Tolomeo, re d'Egitto, HWV 25) είναι μια όπερα σέρια σε τρεις πράξεις του Γκέοργκ Φρίντριχ Χαίντελ σε λιμπρέτο του Νικόλα Φραντσέσκο Χάιμ, προσαρμοσμένο από το Πτολεμαίος και Αλέξανδρος του Κάρλο Σηγισμόνδου Καπέτσε. Ήταν η 13η (ή η 14η εάν ληφθεί υπόψιν και η μία πράξη που συνέθεσε ο Χαίντελ ως συνεισφορά στην όπερα Μούκιος Σκαιβόλας) και η τελευταία όπερα για τη Βασιλική Ακαδημία Μουσικής (1719) και επίσης η τελευταία από τις όπερες που συνέθεσε για το γνωστό τρίο διεθνούς φήμης τραγουδιστών, τον καστράτο Σενεζίνο και τις δύο σοπράνο Φραντσέσκα Κουτζόνι και Φαυστίνα Μπορντόνι.
Η ιστορία της όπερας είναι μια μυθοπλασία ορισμένων γεγονότων από τη ζωή του Πτολεμαίου Θ΄ Λαθύρου, βασιλιά της Αιγύπτου.
Μια άρια από την όπερα, Non lo dirò col labbro, διασκευάστηκε από τον Άρθουρ Σόμερβελ (1863–1937) ως το δημοφιλές αγγλόφωνο κλασικό Silent Worship το 1928.
Ιστορικό
Ο γερμανικής καταγωγής Χαίντελ, αφού πέρασε ένα μέρος της πρώιμης καριέρας του συνθέτοντας όπερες και άλλα κομμάτια στην Ιταλία, εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο. Εκεί, το 1711, συνέθεσε την πρώτη όπερα που γράφτηκε ειδικά για τη σκηνή του Λονδίνου, τον Ρινάλντο. Με τεράστια επιτυχία, ο Ρινάλντο ενέτεινε στο Λονδίνο τον ενθουσιασμό για τις ιταλικές σοβαρές όπερας, μια φόρμα που επικεντρωνόταν σε μεγάλο βαθμό σε σόλο άριες για τους βιρτουόζους σταρ τραγουδιστές. Το 1719, ο Χαίντελ διορίστηκε μουσικός διευθυντής ενός οργανισμού που ονομάζεται Βασιλική Ακαδημία Μουσικής (που δεν συνδέεται με το σημερινό Ωδείο του Λονδίνου), μια εταιρεία υπό βασιλικό καταστατικό για την παραγωγή ιταλικών μουσικών έργων στο Λονδίνο. Ο Χαίντελ δεν επρόκειτο μόνο να συνθέσει όπερες για την εταιρεία, αλλά να προσλάβει τραγουδιστές, να επιβλέπει την ορχήστρα και τους μουσικούς και να προσαρμόζει όπερες από την Ιταλία για παραστάσεις στο Λονδίνο.
Ο Χαίντελ είχε συνθέσει πολλές ιταλικές όπερες για την Ακαδημία, με διάφορους βαθμούς επιτυχίας. μάλιστα μερικά ήταν εξαιρετικά δημοφιλή. Ο καστράτο Σενεζίνο και η σοπράνο Φραντσέσκα Κουτζόνι είχαν εμφανιστεί σε μια σειρά από όπερες του Χαίντελ για την Ακαδημία, οι περισσότερες από τις οποίες είχαν επιτυχία στο κοινό, και το 1726 οι υπεύθυνοι της Ακαδημίας έφεραν μια άλλη διεθνούς φήμης τραγουδίστρια, τη Φαυστίνα Μπορντόνι κι έτσι οι δύο πριμαντόνα εμφανίστηκαν μαζί σε όπερες σε ηπειρωτικές ευρωπαϊκές χώρες χωρίς επεισόδια, αλλά στο Λονδίνο ανέπτυξαν αντίπαλες ομάδες θαυμαστών που διέκοψαν τις παραστάσεις με θορυβώδεις επιδείξεις κομματισμού για τη μία ή την άλλη κυρία. Αυτό έφτασε στο αποκορύφωμα στις 6 Ιουνίου 1727 κατά τη διάρκεια μιας παράστασης στο Βασιλικό Θέατρο από τον Τζοβάνι Μπονοντσίνι με τις δύο τραγουδιστές στη σκηνή και τους επίσημους στο κοινό. Γροθιές και αταξίες μεταξύ αντίπαλων ομάδων θαυμαστών ξέσπασαν στο κοινό και οι δύο σοπράνο αντάλλαξαν βαριά λόγια και ήρθαν σε σύγκρουση στη σκηνή. Το υπόλοιπο μέρος της όπερας σταμάτησε, οι ερμηνευτές πήγαν κατευθείαν στο σύντομο τελικό ρεφρέν και το σκάνδαλο επαναλήφθηκε με χαρά στις εφημερίδες, σε σατιρικά σκετς σε άλλες σκηνές και σε στίχους ψευδοηρωικούς, φέρνοντας όλη τη μορφή της ιταλικής όπερας σε μια ορισμένη ανυποληψία στο Λονδίνο.
Ο Χαίντελ συνέχισε να γράφει όπερες για το τρίο των σταρ τραγουδιστών, Σενεζίνο, Κουτζόνι και Φαυστίνα, ωστόσο, παρόλο που έλαβαν αστρονομικές αμοιβές, πολύ περισσότερες από όσες έλαβε για τη σύνθεση των έργων, που σε συνδυασμό με την πτώση του αριθμού του κοινού που προκλήθηκε τουλάχιστον εν μέρει από τη γελοιοποίηση της ιταλικής όπερας από τη δημόσια διαμάχη των αντίπαλων σοπράνο, προκαλούσε σοβαρές οικονομικές δυσκολίες στη Βασιλική Ακαδημία Μουσικής.
Μετά το κλείσιμο της σεζόν του 1728, η Βασιλική Ακαδημία Μουσικής διαλύθηκε, αλλά ο Χαίντελ συνεργάστηκε με τον Τζον Τζέιμς Χάιντεγκερ, τον θεατρικό ιμπρεσάριο, και ξεκίνησε για την Ιταλία για να βρει τραγουδιστές για τη σεζόν του 1729.
Ο Χαίντελ βρήκε μια νέα πριμαντόνα, την Άννα Στράντα, για τη νέα σεζόν. Ένας από τους λιμπρετίστες που συνεργάζονταν με τον Χαίντελ, ο Πάολο Ρόλι, έγραψε σε μια επιστολή ότι ο Χαίντελ είπε ότι η Στράντα «τραγουδάει καλύτερα από τις δύο που μας άφησαν, γιατί η μία από αυτές (Φαουστίνα) ποτέ δεν τον ευχαρίστησε καθόλου και θα ήθελε επίσης να ξεχάσει την άλλην (Κουτζόνι).
Η άρια του Αλέξανδου στην όπερα, Νο. 3 στην παρτιτούρα, ''Non lo dirò col labbrο'', με τον αγγλικό τίτλο "Silent Worship", εμφανίζεται στην κινηματογραφική μεταφορά του 1996 του μυθιστορήματος Έμμα της Τζέιν 'Ωστεν. Αν και η αγγλική μετάφραση του Σόμερβελ έγινε περισσότερο από έναν αιώνα μετά το μυθιστόρημα της Ώστεν, η αρχική ιταλική άρια καταγράφηκε στα χειρόγραφα τραγούδια της ίδιας της Ώστεν.
Ο Πτολεμαίος παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Βασιλικό Θέατρο στις 30 Απριλίου 1728 και έλαβε επτά παραστάσεις. Αναβίωσε με αναθεωρήσεις στις 19 Μαΐου 1730 και στις 2 Ιανουαρίου 1733, ένα σημάδι της δημοτικότητας του έργου. Στην πρώτη παραγωγή σύγχρονης εποχής διηύθυνε ο Φριτς Λέμαν στο Γκέτινγκεν στις 19 Ιουνίου 1938. Όπως με όλες τις σοβαρές όπερες της εποχής του Μπαρόκ, έτσι και ο Πτολεμαίος δεν παίχτηκε για πολλά χρόνια, αλλά αργότερα ''ξεθάφτηκε" με την αναβίωση του ενδιαφέροντος για τη μπαρόκ μουσική και τις ιστορικά τεκμηριωμένες μουσικές παραστάσεις από τη δεκαετία του 1960. Ο Πτολεμαίος, όπως και άλλες όπερες του Χαίντελ, δέχεται παραστάσεις σε φεστιβάλ και όπερες μέχρι και σήμερα.
Η όπερα διαδραματίζεται την εποχή του Πτολεμαίου Θ', ο οποίος καθαιρέθηκε από τη μητέρα του και από κοινού ηγεμόνα της Αιγύπτου Κλεοπάτρα Γ' υπέρ του μικρότερου αδελφού του Πτολεμαίου, Αλέξανδρου. Το θέμα του έργου περιλαμβάνει: την εκδίκηση, τη λαγνεία, τη χαμένη αγάπη, την αφοσίωση και τελικά τη συμφιλίωση.
Πράξη Α΄
Η όπερα ανοίγει με τον Πτολεμαίο στην παραλία της Κύπρου, όπου συναντά τον ναυαγό αδερφό του, Αλέξανδρο, ο οποίος έχει λάβει εντολή από την Κλεοπάτρα να σκοτώσει τη σάρκα και το αίμα του. Ο Πτολεμαίος αντιλαμβάνεται ότι ο ναυαγός αυτός είναι ο αδερφός του και μπαίνει στον πειρασμό να τον σκοτώσει, αλλά δεν μπορεί να το κάνει. Ο Πτολεμαίος (που τώρα πια έχει το όνομα Όσμιν για να προστατευτεί από την οργή του βασιλιά Αράσπη, συμμάχου της Κλεοπάτρας) κρύβεται και εμφανίζεται η Ελίζα, αδελφή του βασιλιά. Ο Αλέξανδρος ξυπνά, νομίζει ότι αυτή η γυναίκα είναι θεά και της εκφράζει την αγάπη του. Εκείνη, ωστόσο, αγαπάει μόνο τον «Όσμιν». Αλλά καθώς μιλάει εκείνη και ο «Όσμιν», γίνεται σαφές ότι τα συναισθήματά της δεν ανταποκρίνονται σε αυτόν, γιατί ο Πτολεμαίος αγαπά μια άλλη (τη Σελεύκη, τη σύζυγο του, που πιστεύει ότι χάθηκε). Μόνος του, σκέφτεται να αυτοκτονήσει.
Στη συνέχεια, μας συστήνεται η Σελεύκη, η οποία έχει επίσης ψευδώνυμο, "Ντέλια". Αρχίζει να τραγουδάει ένα τραγούδι για την απομάκρυνσή της, μόνο που μετά βλέπει τον άντρα της, τον Πτολεμαίο στην ακτή, αλλά τρέχει μακριά όταν φτάνει ο βασιλιάς Αράσπης, ο οποίος είναι έξαλλος με τη Σελεύκη, την οποία καταδιώκει με ερωτικές προθέσεις. Η Πράξη 1 κλείνει με τον Πτολεμαίο να ονειρεύεται την γυναίκα του, επιθυμώντας να μπορούσε να εμφανιστεί μπροστά του και να απαλύνει τον πόνο του.
Πράξη Β΄
Ο Πτολεμαίος χάνει την ψυχραιμία του και δηλώνει στην Ελίζα ότι δεν είναι ο «Όσμιν» αλλά στην πραγματικότητα είναι ο νόμιμος κοινός ηγεμόνας της Αιγύπτου. Η Ελίζα λέει στον αγανακτισμένο Αράσπη να φέρει την «Ντέλια» μπροστά τους. Αυτό γίνεται και ο Πτολεμαίος βλέποντας την, ενθουσιασμένος της εκφράζει την αγάπη του. Εκείνη, για να προστατεύσει τον προστατεύσει, προσποιείται ότι δεν ξέρει για τι πράγμα μιλάει, ενώ παράλληλα εκφράζει τις εσωτερικές της σκέψεις σε παρένθεση, παράδειγμα μιας τυπικής όπερας. Όμως η Σελεύκη δεν μπορεί να συγκρατηθεί και λαχταρά τον άντρα της.
Ο Πτολεμαίος επαναλαμβάνει στην Ελίζα για ακόμη μια φορά πως δεν την αγαπά και εκείνη εξοργίζεται όταν το ακούει, με αποτέλεσμα ο Πτολεμαίος να φύγει και να εμφανιστεί στη σκηνή ο Αλέξανδρος, επαναλαμβάνοντας για άλλη μια φορά τον έρωτά του για την Ελίζα, η οποία αποζητάει εκδίκηση και έτσι του λέει πως ο μόνος τρόπος για να τον αγαπήσει είναι να δολοφονήσει τον αδελφό του. Η Σελεύκη θρηνεί για τα κακά που την έχουν βρει, ενώ ο Πτολεμαίος απηχεί τα λόγια της στο βάθος. Ο Αράσπης ξεσπά στη σκηνή και προσπαθεί να βιάσει τη Σελεύκη, αλλά ο Πτολομαίος δεν αντέχει το θέαμα και σπεύδει να υπερασπιστεί τη γυναίκα του, κι έτσι αποκαλύπτει τις αληθινές ταυτότητές τους και ο θυμωμένος βασιλιάς τραγουδά σκληρά για το πώς θα τιμωρήσει τους δυο εραστές. Το ζευγάρι μένει μόνο του στο τέλος της δεύτερης πράξης και τραγουδάει συγκινητικά για πρώτη φορά πώς η αγάπη τους θα τους καταδικάσει και τους δύο.
Πράξη Γ΄
Ο Αλέξανδρος κρατάει μια επιστολή στα χέρια του που γράφει ότι η Κλεοπάτρα πέθανε και πλήρωσε το τίμημα για την σκληρότητά της. Ο Αράσπης του λέει να πάει στο σπίτι του στην Αίγυπτο με τον αδερφό του, τον Πτολεμαίο, που στην πραγματικότητα ο Αράσπης τον θέλει νεκρό, και θεωρεί τον εαυτό του ως τον πιο κατάλληλο για αυτή τη δουλειά.
Η Ελίζα εκβιάζει την Σελεύκη, λέγοντάς της πως άμα δεν αφήσει τον Πτολεμαίο, θα την σκοτώσει, ενώ ο Πτολεμαίος απορρίπτει την Ελίζα για άλλη μια φορά και την απειλεί λέγοντάς της ότι θα πιει δηλητήριο, και πράγματι αυτό κάνει και πεθαίνει. Ο μετανιωμένος Αλέξανδρος έρχεται στην απελπισμένη Σελεύκη και της υπόσχεται να την ενώσει ξανά με τον Πτολεμαίο, μόνο που ο Αράσπης του αποκαλύπτει θριαμβευτικά το πτώμα του νεκρού Πτολεμαίου. Τώρα ο Αράσπης είναι σίγουρος ότι η Σελεύκη θα γίνει είναι δική του, αλλά η Ελίζα ανακαλύπτει ότι το "δηλητήριο" ήταν στην πραγματικότητα ένα υπνωτικό ρόφημα και απειλεί την Σελεύκη ότι θα την βασανίσει και μετά θα τη σκοτώσει. Σε αυτό το σημείο ο Πτολεμαίος ξυπνά και ο Αλέξανδρος τον επανενώνει με την Σελεύκη. Το ζευγάρι είναι πανευτυχές και ο Αλέξανδρος ανακηρύσσει τον Τολομέο ως τον νόμιμο ηγεμόνα της Αιγύπτου. Η όπερα τελειώνει με ένα χαρούμενο κουαρτέτο που εξηγεί ότι όταν τα βάσανα μετατρέπονται σε χαρά, όλα μπορούν να συγχωρεθούν.