Άλτο

Ο μουσικολογικός όρος άλτο, με ετυμολογική καταγωγή από τη λατινική λέξη altus (ψηλός), διέπεται από πολλές ερμηνείες και χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει μια μεγάλη γκάμα αντικειμένων, σχετιζόμενων με τη μουσική.

Όταν πρόκειται για μουσικά όργανα, ο προσδιορισμός άλτο αναφέρεται στα μέλη της κάθε οικογένειας οργάνων που διαθέτουν τη δεύτερη χαμηλότερη έκταση, κάτω δηλαδή απ' αυτήν της σοπράνο[1]. Έτσι, για παράδειγμα, μπορεί να γίνει λόγος για άλτο σαξόφωνο, άλτο φλάουτο κ.ο.κ. Σε κάποιες οικογένειες οργάνων, όπως το τρομπόνι, το άλτο μέλος του τυγχάνει να έχει την ψηλότερη έκταση και έτσι δεν υπάρχει σοπράνο τρομπόνι. Στα γαλλικά, ο όρος άλτο αναφέρεται κυρίως στη βιόλα, αλλά χρησιμοποιείται και με την προαναφερθείσα σημασία.

Στη χορωδιακή μουσική, ο όρος άλτο προσδιορίζει τη δεύτερη ψηλότερη φωνή, εντός του πλαισίου της τετραφωνίας (σοπράνο - άλτο - τενόρος - μπάσος). Η αρχική σημασία του όρου ανάγεται στη μεσαιωνική μουσική, όπου ο όρος contratenor altus χρησιμοποιούνταν για να προσδιορίσει την ψηλότερη φωνή, στα πλαίσια της τρίφωνης αντίστιξης (οι άλλες δύο φωνές είναι ο tenor και ο contratenor bassus). Από τη σύντμηση του μεσαιωνικού όρου προκύπτουν και οι σημερινοί όροι κοντράλτο και κοντρα-τενόρος, ενώ ο όρος άλτο αποτελεί συντόμευση του αρχικού όρου.

Η έκταση της χορωδιακής φωνής της άλτο είναι περίπου Σολ3 - Φα5. Συχνά γίνεται σύγχυση μεταξύ των όρων άλτο και κοντράλτο, με τον πρώτο να ταυτίζεται με τον τύπο φωνής που εκτελεί το αντίστοιχο φωνητικό μέρος, κάτι που δεν ισχύει· άλτο είναι το φωνητικό μέρος (στα πλαίσια της τετραφωνίας, είτε σε ύφος αντιστικτικό, είτε σε ομοφωνικό) και όχι ο τύπος φωνής αυτός καθεαυτός[2]. Στις περισσότερες περιπτώσεις, το μέρος της άλτο αναλαμβάνουν γυναίκες με τύπο φωνής κοντράλτο ή μέτζο-σοπράνο, ή άνδρες με τύπο φωνής κόντρα-τενόρου. Ο δε τύπος φωνής χαρακτηρίζεται όχι μόνο από την έκταση, αλλά από το ιδιαίτερό του χρώμα, τη διάθεση της φωνής και την περιοχή κίνησης (τεσιτούρα).

Άλλες χρήσεις του όρου συναντώνται στο Μουσικό κλειδί της άλτο (κλειδί του Ντο), στο όρο τενόρ αλτίνο (βλ. κοντρα-τενόρος), αλλά και πιο σπάνια ως τύπος φωνής, εκτός του πλαισίου της Δυτικής Ευρωπαϊκής Μουσικής.

Δείτε επίσης

Παραπομπές

  1. alto – Definition from the Merriam-Webster Online Dictionary
  2. Stark (2003), Bel Canto: A History of Vocal Pedagogy

Βιβλιογραφία

Strategi Solo vs Squad di Free Fire: Cara Menang Mudah!