Χαρακτηρισμένη ως η «μεγαλύτερη μετακίνηση πληθυσμών στην ιστορία»[1], η επακόλουθη της Μικρασιατικής Καταστροφής αθρόα εισροή προς την ελληνική επικράτεια προσφύγων, κυρίως ελληνικής καταγωγής, οι οποίοι κατοικούσαν από την αρχαιότητα στην Μικρά Ασία, τον Πόντο, την Ανατολική Θράκη και άλλα εδάφη της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία κατέρρευσε κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, προκάλεσε μια σειρά ανακατατάξεων σε οικονομικό επίπεδο, τις οποίες κλήθηκε να αντιμετωπίσει η Ελλάδα εν μέσω των ήδη διαμορφωμένων αρνητικών οικονομικών συνθηκών. Τα κύρια προβλήματα ήταν η στέγαση, οι υποδομές υποδοχής και εγκατάστασης, η δημόσια υγεία και η επαγγελματική αποκατάσταση των προσφύγων. Στην πραγματικότητα το προσφυγικό ζήτημα της συγκεκριμένης περιόδου είναι το τελευταίο μιας μακράς σειράς πληθυσμιακών ανακατατάξεων στον ελλαδικό χώρο ήδη από τον 17ο αιώνα, για αυτό χρειάζεται πιθανώς να καθοριστεί επακριβώς το ιστορικό πλαίσιο των γεγονότων που οδήγησαν στην ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ της Ελλάδας και του νεοσύστατου τότε τουρκικού κράτους.
Το ιστορικό πλαίσιο του προσφυγικού ζητήματος
Το τέλος της μικρασιατικής εκστρατείας δημιούργησε μια έκρυθμη κατάσταση στην Ελλάδα. Μέσα στη γενική εκείνη σύγχυση ήλθε να προστεθεί το γεγονός ότι οι διοικητές των στρατιωτικών τμημάτων της Χίου και της Μυτιλήνης επαναστάτησαν κατά της νόμιμης κυβέρνησης στρέφοντας τα όπλα κατά της Αθήνας. Την ηγεσία ανέλαβαν οι συνταγματάρχες Νικόλαος Πλαστήρας και Στυλιανός Γονατάς, καθώς και ο αντιπλοίαρχος Δημήτριος Φωκάς. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ αναγκάστηκε, προ της επαπειλούμενης τελείας διάλυσης του κράτους, σε παραίτηση υπέρ του διαδόχου Γεωργίου και κατεφυγε στην Ιταλία, όπου και πέθανε από καρδιακό επεισόδιο.
Σχηματίστηκε η κυβέρνηση Κροκίδα και συστάθηκε έκτακτοστρατοδικείο, αν και είχαν λήξει οι στρατιωτικές επιχειρήσεις, όχι για να προσαχθούν και να δικαστούν οι πολυπληθείς λιποτάκτες (εν καιρώ πολέμου) ή έστω οι υπαίτιοι της κατάρρευσης του μετώπου, αλλά για να δικάσει πολιτικούς, όπου στη γνωστή Δίκη των Έξι το Νοέμβριο του 1922 καταδικάζονται τελικά σε θάνατο οι θεωρούμενοι ως "πρωταίτιους της τραγωδίας" Δημήτριο Γούναρη, Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη, Γεώργιο Μπαλτατζή, Νικόλαο Θεοτόκη και Γεώργιο Χατζανέστη, η θανάτωση των οποίων και εκτελέσθηκε αμέσως.[2]
Στις εκλογές του Δεκεμβρίου 1923, μετά την αποχή των φιλομοναρχικών, σχηματίσθηκε κυβέρνηση Φιλελευθέρων, ο βασιλιάς αποχώρησε και ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου ανακήρυξε τη δημοκρατία. Η συνθήκη της Λωζάνης (11 Ιουλίου1923) έκλεισε οριστικά την τραγωδία και επικύρωσε την οδύσσεια της άφιξης των προσφύγων εξαιτίας της ανταλλαγής των πληθυσμών, που είχε αρχίσει με το Σύμφωνο για την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας της 30ής Ιανουαρίου1923, καθώς και τις δυσκολίες εγκατάστασης και κοινωνικής ένταξής τους στο σώμα της Ελλάδας, αφού οι «ανταλλάξιμοι» εκατέρωθεν δεν είχαν το δικαίωμα της επιστροφής στις πατρογονικές εστίες[3].
Το Ελληνικό κράτος εξαιτίας της Μικρασιατικής εκστρατείας ήταν εξαντλημένο οικονομικά, εντούτοις ήταν υποχρεωμένο να θρέψει, να στεγάσει, να περιθάλψει, να τονώσει ηθικά και να εντάξει κοινωνικά 1.500.000 Μικρασιάτες πρόσφυγες.
Βασικό χρονολόγιο προσφυγικού ζητήματος
19223 Νοεμβρίου: Με Νομοθετικό Διάταγμα ιδρύεται το "Ταμείο Περίθαλψης Προσφύγων" ως ΝΠΔΔ. Καταργήθηκε και διαλύθηκε το 1925.
192211 Νοεμβρίου: Εκκενώνεται η χερσόνησος της Καλλίπολης από 25.000 Έλληνες
192330 Ιανουαρίου Υπογράφεται η Σύμβαση περί ανταλλαγής ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών στη Λωζάνη.
19233 Μαΐου: Με Νομ. Δ/γμα συστήνεται "Γενική Διεύθυνση Ανταλλαγής Πληθυσμών" (ΓΔΑΠ) στο Υπουργείο Γεωργίας, προκειμένου να συντονίσει και να βοηθήσει το έργο της ελληνικής αντιπροσωπείας στην προβλεπόμενη Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής πληθυσμών. Εξ αυτής ιδρύονται στη συνέχεια (1924) Γραφεία Ανταλλαγής Πληθυσμών. Το 1926 η ΓΔΑΠ κατάρτισε το "Γενικό Μητρώο Ανταλλαξίμων", που συντάχθηκε με βάση τη διοικητική διαίρεση της Θράκης και της Μικράς Ασίας, συμπεριλαμβανομένου του Πόντου.
192329 Σεπτεμβρίου: Ιδρύεται η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων, που επικυρώνεται με το Νομ. Δ/γμα της 13ης Οκτωβρίου 1923 ως αυτόνομος οργανισμός με έδρα την Αθήνα υπό την εποπτεία της ΚτΕ και υπό την προεδρία του Αμερικανού διπλωμάτη Ερρίκου Μοργκεντάου με τετραμελές συμβούλιο. Η λειτουργία της άρχισε τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους.
19235 Οκτωβρίου Με βάση το άρθρο 11 της Σύμβασης της Λωζάνης περί Ανταλλαγής Πληθυσμών αρχίζει στη Κωνσταντινούπολη η λειτουργία της "Μικτής Επιτροπής Ανταλλαγής Πληθυσμών".
192413 Ιουνίου: Εκ της ΓΔΑΠ του Υπουργείου Γεωργίας ιδρύονται Γραφεία Ανταλλαγής Πληθυσμών στις οικονομικές εφορίες των αποκαλούμενων "Νέων Χωρών", στην έννοια των οποίων περιλαμβάνονται: η Θράκη, η Μακεδονία, η Ήπειρος, η Κρήτη και το ΒΑ Αιγαίο.
19255 Μαΐου: Κατ' εφαρμογή του σχετικού ψηφίσματος της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης (της 7ης Απριλίου), το Ελληνικό Δημόσιο υπογράφει σύμβαση με την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος για την πληρωμή προκαταβολής στους δικαιούχους πρόσφυγες ως έναντι και μέχρι της αποπληρωμής της όλης περιουσίας τους, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν στην Τουρκία. Για τον σκοπό αυτό το Ελληνικό Δημόσιο εκχώρησε στην Εθνική Τράπεζα τα μουσουλμανικά ακίνητα, που δεν είχαν παραχωρηθεί στην Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων. Δύο ακόμη ανάλογες συμβάσεις υπογράφηκαν τρία χρόνια μετά, τον Απρίλιο και τον Νοέμβριο του 1928. Μετά τα παραπάνω καταργήθηκε το αρχικό "Ταμείο Περίθαλψης Προσφύγων", που είχε ιδρυθεί τρία χρόνια πριν (Νοέμβριο του 1922).
192521 Ιουνίου: Υπογράφεται στην Άγκυρα η "Σύμβαση Άγκυρας 1925", γνωστότερη ως Συμφωνία Εξηντάρη - Ρουσδή, κατά την οποία η Ελλάδα παραιτείται του δικαιώματος επιστροφής των "φυγάδων" της Κωνσταντινούπολης, ενώ ταυτόχρονα ρυθμίζεται το ζήτημα των "εγκατεστημένων" (établis) στη Κωνσταντινούπολη. Παράλληλα διευθετούνται το ζήτημα των μουσουλμανικών κτημάτων που δεν είναι ανταλλάξιμα στην Ελλάδα καθώς και το ζήτημα της Δυτικής Θράκης.
19261 Δεκεμβρίου: Υπογράφεται στην Αθήνα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας η Σύμβαση Αθηνών (1926), η οποία προβλέπει την εξαγορά των μη ανταλλάξιμων κτημάτων και ακινήτων και από τις δύο χώρες.
193010 Ιουνίου: Υπογράφεται στην Άγκυρα μεταξύ Ελλάδας Τουρκίας η ομώνυμη Σύμβαση Άγκυρας (1930) που προβλέπει γενικά την απαλοιφή και οριστική εκκαθάριση των οικονομικών υποχρεώσεων μεταξύ των δύο χωρών. Τόσο οι ελληνικές περιουσίες στη Τουρκία όσο και οι μουσουλμανικές στην Ελλάδα περιέρχονται στη κυριότητα του τουρκικού και ελληνικού Δημοσίου αντίστοιχα. Παράλληλα με αυτά ρυθμίζονται τα ζητήματα "φυγάδων" και "εγκατεστημένων" (établis) της Κωνσταντινούπολης καθώς και των μουσουλμάνων της Δ. Θράκης[4].
Η υποχρέωση υποδοχής, περίθαλψης και ένταξης των προσφύγων αναγκάζει την ελληνική κυβέρνηση να ζητήσει βοήθεια από την Κοινωνία των Εθνών με δάνειο 10.000.000 λίρες Αγγλίας[5] και να προσφύγει σε διαρκείς εξωτερικούς δανεισμούς με δυσβάσταχτους για την οικονομία όρους και σκανδαλώδεις ρήτρες[6], υπεύθυνες τόσο για την εσωτερική κρίση του 1929 –αποτέλεσμα κατά κύριο λόγο της διεθνούς κρίσης (κραχ του 1929)- όσο και για την πτώχευση του 1932[7].
Το 1923 ιδρύθηκε αυτόνομος οργανισμός με την επωνυμία «Επιτροπή αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ)», με έδρα την Αθήνα, υπό την εποπτεία της ΚτΕ και υπό την προεδρία του Αμερικανού διπλωμάτη Ερρίκου Μοργκεντάου με τετραμελές συμβούλιο και με σκοπό την οριστική στέγαση και την απασχόληση των προσφύγων. Για την περίθαλψή τους διατέθηκαν πόροι του Ελληνικού κράτους, συνεισέφεραν ιδιωτικές οργανώσεις και βοήθησαν οργανισμοί όπως ο Βρετανικός Ερυθρός Σταυρός, ο Σουηδικός Ερυθρός Σταυρός, ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός, η YMCA κ.ά[8].
Ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια της άφιξής τους οι Μικρασιάτες Ελληνες πρόσφυγες παρουσίασαν μεγάλη κινητικότητα στις μετακινήσεις τους, περιφερόμενοι σε αναζήτηση μόνιμης εγκατάστασης από τις αστικές προς τις αγροτικές περιοχές και τανάπαλιν, παρά τις επιδιώξεις των διαδοχικών κυβερνήσεων για αύξηση της αγροτικής παραγωγής[9]. Η ίδια η ΕΑΠ φρόντισε ώστε οι αστοί στην πλειοψηφία τους πρόσφυγες, που προέρχονταν από τον ίδιο οικισμό ή ευρύτερη περιοχή να εγκαθίστανται μαζί στο ελληνικό έδαφος[10] ως μικροϊδιοκτήτες και συνεπώς αρνητές του κομμουνιστικού κινδύνου, έτσι όπως τον έβλεπε ο παρεμβατισμός της Κοινωνίας των Εθνών στο έργο της ΕΑΠ και της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Η προσπάθεια μαζικής μετακίνησης προσφυγικών πληθυσμών στη μακεδονική γη, πέραν της αναπτυξιακής αγροτικής πολιτικής εξυπηρέτησε και τον πολιτικό στόχο της αντικατάστασης των σλαβόφωνων, που μετανάστευαν αναγκαστικά είτε προς τη Βουλγαρία και τη Σερβία, είτε προς τις χώρες του Νέου Κόσμου[9].
Η προσωρινή στέγαση Μικρασιατών προσφύγων έγινε καταρχήν σε γήπεδα, θέατρα, αυλές εκκλησιών, δημόσια κτήρια, παράγκες, σκηνές, καθώς και σε χαμόσπιτα και καλύβες που βρίσκονταν σε εγκαταλελειμμένα χωριά, δημιουργώντας οικισμούς αμιγώς προσφυγικούς. Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν άθλιες. Δεν υπήρχαν έργα υποδοχής, ούτε δίκτυα ύδρευσης, ηλεκτροφωτισμού και αποχέτευσης. Έλειπαν παντελώς οι χώροι αναψυχής, ενώ μεταδίδονταν εύκολα επιδημικές ασθένειες όπως ο εξανθηματικός τύφος, η γρίπη, η ελονοσία, η φυματίωση και η ευλογιά, παρούσες ήδη στην Ελλάδα και πριν την άφιξη των προσφύγων. Φαίνεται λογικό λοιπόν το γεγονός ότι δόθηκε προτεραιότητα στην αντιμετώπιση στοιχειωδών και πιεστικών αναγκών, όπως ήταν η διατροφή που αντιμετωπίστηκε με την οργάνωση συσσιτίων και την παροχή τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης, όπως και η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Δεδομένης της προσμονής εκμετάλλευσης των γαιών από τους ντόπιους πληθυσμούς, της υπερπροσφοράς εργασίας και των προσπαθειών του κεφαλαίου να την εκμεταλλευτεί[11], όπως επίσης και των συχνών επιτάξεων κατοικιών, οι πρόσφυγες αντιμετωπίστηκαν εχθρικά τόσο στις αστικές όσο και στις αγροτικές περιοχές[12]. Στον αντίποδα πιθανώς βρίσκεται η βοήθεια μερίδας ντόπιων κατοίκων και πολλών ιδιωτών, οι οποίοι προσέφεραν ατομικά ή οργανωμένα με τη διενέργεια εράνων, την οργάνωση πρόχειρων συσσιτίων, τη διανομή ψωμιού, την παροχή ρουχισμού, φαρμάκων κ.α.[13].
Η συμβολή στην οικονομία
Οι επιδράσεις του προσφυγικού εποικισμού στη Μακεδονία είναι χαρακτηριστικό δείγμα της αξιοποίησης του επαγγελματικού δυναμικού των προσφύγων. Οι πρόσφυγες προέβησαν στην εκτέλεση μεγάλων έργων, διάνοιξη δρόμων, κατασκευή γεφυρών, εκτέλεση λιμενικών, εγγειοβελτιωτικών και αρδευτικών έργων, κυρίως σε τρεις περιοχές: τις πεδιάδες των Σερρών, της Δράμας και της Θεσσαλονίκης. Διευθέτησαν τις κοίτες χειμάρρων και των μεγάλων ποταμών, όπως του Αξιού και του Στρυμόνα, αποξήραναν τις λίμνες Αχινού, Γιανιτσών, Αρτζάν, Αματόβου και παρέδωσαν τις γαίες σε ακτήμονες πρόσφυγες και γηγενείς[14].
Ένα μεγάλο τμήμα του προσφυγικού πληθυσμού εμφανίστηκε ως αξιόλογη και ειδικευμένη φθηνή εργατική δύναμη, παρέχοντας επιπλέον κίνητρα για τη δημιουργία νέων παραγωγικών μονάδων. Πέραν τούτου, η παρουσία των προσφύγων στην Ελλάδα επέφερε μια αξιόλογη διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς. Η τεράστια προσπάθεια για την εγκατάστασή τους στους αστικούς και αγροτικούς χώρους λειτούργησε ταυτόχρονα και ως ευκαιρία για την αξιοποίηση κεφαλαίων και την απόληψη κερδών. Σε αυτό το στενό εννοιολογικό πλαίσιο θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η διεύρυνση της πιστωτικής πολιτικής των τραπεζών επέφερε διαρκή τόνωση της αγοράς.
Η άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα έγινε η αιτία για να επιταχυνθεί και επεκταθεί η διαδικασία διανομής των μεγάλων αγροκτημάτων (τσιφλικιών) στους καλλιεργητές. Δεδομένης της υποχρέωσης της ελληνικής κυβέρνησης (Πρωτόκολλο της 29/9/23) να μεταβιβάσει περίπου 5.000.000 στρέμματα γης στην ΕΑΠ και της προσωρινής αδυναμίας της να εκποιήσει τα μουσουλμανικά τσιφλίκια, η αναδιανομή γαιών έγινε σταδιακά και με συνεχείς διαβουλεύσεις[15]. Τα μουσουλμανικά εδάφη, περίπου 3.500.000 στρ., που αποδόθηκαν στην ΕΑΠ για την αποκατάσταση ακτημόνων προσφύγων, θεωρείται πως συνέβαλαν αποφασιστικά στην ομογενοποίηση της εθνικής ταυτότητας του προσφυγικού αγροτικού πληθυσμού, τον οποίο μετέτρεψε σε κοινωνό της εθνικής κοινότητας[16].
Γενική συνέπεια από την εγκατάσταση των προσφύγων και τη διανομή των μεγάλων αγροκτημάτων στους άμεσους καλλιεργητές ήταν η κινητοποίηση των εγχώριων πόρων για την εκβιομηχάνιση, με βάση την εσωτερική αγορά αλλά και την περαιτέρω επιδείνωση των συνθηκών της αγοράς εργασίας[17]. Η προσπάθεια στο σύνολό της θεωρήθηκε τόσο σημαντική ώστε προκάλεσε την εισροή και ξένων κεφαλαίων, αγγλικών και αμερικανικών, που επενδύθηκαν στην Ελλάδα με σκοπό την αξιοποίηση αυτής της οικονομικής συγκυρίας, κυρίως σε εισαγωγές που ελέγχονταν από την ΕΑΠ και συνήθως δεν απευθύνονταν σε Έλληνες παραγωγούς[18].
Κλάδοι παραγωγής
Ο κλάδος που απεικονίζει την επίδραση των προσφύγων στον μεταποιητικό τομέα ήταν η ταπητουργία, κλάδος άγνωστος στην Ελλάδα πριν από τον ερχομό των προσφύγων. Πέραν της ταπητουργίας σημαντική εξέλιξη παρατηρήθηκε στους τομείς της εκβιομηχάνισης μετά το 1927 και της κλωστοϋφαντουργίας, στην οποία απασχολήθηκε σημαντικός αριθμός προσφύγων, όσο η ελάχιστη διάρκεια εργασίας ξεπερνούσε το δεκάωρο. Ιδρύθηκε εργοστάσιο κοπής και ραφής, που κρίθηκε απαραίτητο μετά τη σύμβαση της εταιρείας με το Δημόσιο. Οι αλυσιδωτές επενδύσεις οδήγησαν στην ίδρυση βιομηχανικού ξυλουργείου, μηχανουργείου και σιδηρουργείου για τις ανάγκες των επιχειρήσεων.
Μικρο-μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες ωφέλειες
Η άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα ωφέλησε την ελληνική οικονομία, αν και όχι τους ίδιους τους πρόσφυγες –εκτός εκείνων που είχαν τη δυνατότητα να συνεχίσουν τις προηγούμενες οικονομικές τους δραστηριότητες και στην Ελλάδα. Πέραν της κινητής περιουσίας που μετέφεραν στην Ελλάδα, λειτούργησαν και ως νέος παράγοντας ζήτησης για τη βιομηχανία ειδών διατροφής. Υπήρξε μεγάλη αύξηση της προσφοράς ειδικευμένης και φθηνής εργατικής δύναμης, προς όφελος του κεφαλαίου, εγχώριου και διεθνούς.
Η στέγαση των προσφύγων, τα αποξηραντικά έργα, η οδοποιία, οι επικοινωνίες, η παραγωγή υφαντουργικών ειδών πρώτης ανάγκης εμφανίστηκαν αφενός ως στόχοι κοινωνικής πολιτικής και αφετέρου λειτούργησαν μακροπρόθεσμα ως προσοδοφόροι τομείς για ελληνικές και ξένες επιχειρήσεις. Η αγροτική μεταρρύθμιση προχώρησε βαθύτερα, χάρη στους πρόσφυγες. Επίσης, ορισμένοι κλάδοι της οικονομίας όπως η υφαντουργία, η ταπητουργία και οι οικοδομές αναπτύχθηκαν με ρυθμούς ταχύτερους απ' ότι άλλοι.
Ο πολιτισμός των προσφύγων
Προερχόμενοι από τόπους με μακραίωνη πολιτισμική παράδοση, οι πρόσφυγες μετέφεραν στην νέα τους πατρίδα τον πολιτισμό τους. Η κουζίνα και η μουσική τους επηρέασε τα λαϊκά στρώματα, παρέχοντας νέους τρόπους έκφρασης. Ο μικρασιατικός αστικός πληθυσμός, προστιθέμενος στον ελληνικό αστικό πληθυσμό, καθόρισε τη σύζευξη του σμυρνέικου με το ρεμπέτικο. Η μουσική ορχήστρα εμπλουτίστηκε με τον μπαγλαμά, τα σάζια, τους ταμπουράδες, το βιολί, το ούτι, το κανονάκι. Προερχόμενοι οι Μικρασιάτες από περιοχές στις οποίες λειτουργούσαν σημαντικά εκπαιδευτικά ιδρύματα και εκτεταμένο σχολικό δίκτυο, με τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα τους αναζωογόνησαν το ελλαδικό πολιτισμικό τοπίο με νέες αντιλήψεις και πολιτισμικές αξίες, αν και υπήρξαν επίσης και φαινόμενα εχθρότητας και κοινωνικού/πολιτισμικού ρατσισμού εναντίον τους.
Το 1922 θεωρείται σημαντικός σταθμός για τη λογοτεχνία. Πέραν της μουσικής και της λογοτεχνίας, ο χορός, η διατροφή, η ενδυμασία και τα κοινωνικά έθιμα εμπλούτισαν την ελληνική παράδοση, παράγοντας νέα ρεύματα για την επιστήμη της λαογραφίας. Ιδιαίτερα οι πόλεις στην προκειμένη περίπτωση λειτούργησαν ως ανοικτά «συστήματα» για τη διάχυση και αφομοίωση της πολιτισμικής δραστηριότητας.
Σύνοψη
Ωστόσο, παρά την κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική αναταραχή, παρήχθησαν οι συνθήκες για τη θεμελίωση ενός σύγχρονου ομογενοποιημένου κράτους. Με αφετηρία την επομένη της αναγκαστικής μετανάστευσης, οι πρόσφυγες επί το πλείστον ομοεθνείς και ομόδοξοι, αρκετοί με σημαντικές γνώσεις και μόρφωση, καταξιωμένοι επαγγελματίες ή έμποροι, διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη συνδιαμόρφωση της σύγχρονης Ελληνικής κοινωνίας.
Όσον αφορά την ελληνική οικονομία, το όφελος υπήρξε σημαντικό. Εκτός της αύξησης της προσφοράς εξιδικευμένης και φθηνής εργατικής δύναμης και της διεύρυνσης της εσωτερικής αγοράς, η στέγαση των προσφύγων, τα αποξηραντικά έργα, η οδοποιία, οι επικοινωνίες, η παραγωγή υφαντουργικών ειδών πρώτης ανάγκης έγιναν στόχοι της κοινωνικής πολιτικής και λειτούργησαν ως προσοδοφόροι τομείς για τις ελληνικές και ξένες επιχειρήσεις, αυξάνοντας ωστόσο, δραστικά τη δύναμη του κεφαλαίου. Οι πρόσφυγες, χωρίς να εκμεταλλευθούν εντέλει προς ίδιον όφελος το εργατικό δυναμικό τους –εκτός εξαιρέσεων- έβγαλαν την ελληνική οικονομία από το λήθαργό της και την ώθησαν σε κρίσιμες αναδιαρθρώσεις.
Στα παραπάνω είναι αναγκαίο να συνυπολογιστεί και η πολιτισμική τους προσφορά, ως τόνωση της πνευματικής ζωής και διαμόρφωση μιας νέας ελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας. Ωστόσο σε τούτη την ψυχρή ιστορική αποτίμηση θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι σε κοινωνικό επίπεδο οι μαζικοί θάνατοι από την εξαθλίωση, τις κακουχίες και τις ασθένειες, η ψυχολογική αναταραχή, οι άθλιες συνθήκες εργασίας και οι προσωπικές απώλειες δεν μπορούν να εξισορροπήσουν ως ανταλλάγματα τις όποιες οικονομικές ή πολιτισμικές ωφέλειες στη βραχυπρόθεσμη οπτική γωνία της βραχύβιας ανθρώπινης ζωής.
Παραπομπές-σημειώσεις
↑Τσάτερ Μέλβιλ, 1925, «1922: ο μεγάλος ξεριζωμός», στο National Geographic, (Νοεμ). Ανατύπωση 2007.
↑Ζολώτα, Αναστασίου Π. (1995). Η Εθνική Τραγωδία. Αθήνα, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Πολιτικών Επιστημών και Δημοσίας Διοικήσεως. σελ. 72.
Morgenthau Henry, 1994, Η αποστολή μου στην Αθήνα: 1922 - Το έπος της εγκατάστασης των προσφύγων στην Ελλάδα, μτφρ. Σήφης Κασεσιάν, εκδ. Τροχαλία-Δαμιανός, Αθήνα
Κιτρομιλίδης Πασχάλης 2006, «Ιδεολογικές πτυχές του προσφυγικού φαινομένου. Η αττική γη υποδέχεται τους πρόσφυγες του '22», Ίδρυμα Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα, σελ.38-43
Ανδριώτης Ν., 2003, «Οι πρόφυγες: Η άφιξη και τα πρώτα μέτρα περίθαλψης», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού: Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940, τομ. 7ος, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.
Βογιατζόγλου Όλγα, 1999, «Η βιομηχανική εγκατάσταση στη Νέα Ιωνία - Παράμετρος εγκατάστασης», στο Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα.
Γιαννακόπουλος Γεώργιος, 2003, «Η Ελλάδα με τους πρόσφυγες: Η δύσκολη προσαρμογή στις νέες συνθήκες», στο Ιστορία του Νέου Ελληνισμού: Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940, τομ. 7ος, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.
Ιντζεσίλογλου Ν., 2000, «Περί κατασκευής συλλογικών ταυτοτήτων: το παράδειγμα της εθνικής ταυτότητας», στο Εμείς και οι Άλλοι: αναφορά σε τάσεις και σύμβολα, Τυπωθήτω, Αθήνα.
Καραδήμου-Γερόλυμπου Αλ., 2002, «Πόλεις και ύπαιθρος: Μετασχηματισμοί και αναδιαρθρώσεις στο πλαίσιο του εθνικού χώρου» στο Χατζηιωσήφ Χρ. (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, ο Μεσοπόλεμος 1922-1940, τ. Β1, Βιβλιόραμα, Αθήνα.
Κλάψης Αντώνης, 2010, Το ελληνοτουρκικό Οικονονικό Σύμφωνο της 10ης Ιουνίου 1930. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η διευθέτηση των εκκρεμοτήτων της Σύμβασης της Λωζάννης για την ανταλλαγή των πληθυσμών, Ι. Σιδέρης, Αθήνα.
Κοντογιώργη Έλσα, 2003, «Η αποκατάσταση: 1922-1930», στο Ιστορία του Νέου Ελληνισμού: ο Μεσοπόλεμος 1922-1940, τομ. 7ος, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.
Λούκος Χ., 1999, «Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες στην Ερμούπολη», στο Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα.
Τζάκης Δ., 2003, «Το Κλέφτικο και το Ρεμπέτικο τραγούδι: εθνικοί Μύθοι και Λαογραφικές Αναζητήσεις» στο Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση Ελληνικής Μουσικής και Χορού, τ. Γ, ΕΑΠ, Πάτρα.
Τσάμπρας Γ., 2003, «Εμφάνιση και Καθιέρωση της Δισκογραφίας: από τη Μικρασιατική καταστροφή έως την Κατοχή», Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση Ελληνικής Μουσικής και Χορού, τ. Γ, ΕΑΠ, Πάτρα.
Τσάτερ Μέλβιλ, 1925, «1922: ο μεγάλος ξεριζωμός», στο National Geographic, (Νοεμ). Ανατύπωση 2007 από το ελλ. τμήμα.
Χατζηιωσήφ Χρ., 2002, «Το προσφυγικό σοκ: οι σταθερές και οι μεταβολές της ελληνικής οικονομίας» στο Χατζηιωσήφ Χρ. 2002, (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, ο Μεσοπόλεμος 1922-1940, τ. Β1, Βιβλιόραμα, Αθήνα.
Στάθης Πελαγίδης, «Το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας (ΣΕΚΕ) απέναντι στο προσφυγικό πρόβλημα (1923-1930)», Ελληνική Ιστορική Εταιρεία, Η' Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέδριο-Πρακτικά, Αθήνα, 1987, σελ. 115-136
Κουρτούμη Τριανταφυλλιά, «Το πλαίσιο των Ελληνοαμερικανικών κοινωνικών σχέσεων 1922-1924. Η αποκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα και ο ρόλος των Η.Π.Α.», Ελληνική Ιστορική Εταιρεία, ΙΕ' Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέδριο - Πρακτικά, Αθήνα, 1995, σελ. 335-358
Μουρατίδης Σπυρίδων, 2005, Πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, Πόντου και Ανατολικής Θράκης στην Κέρκυρα (1922-1932),, Θεμέλιο, Αθήνα
Βαρλάς Μιχάλης, 2006, «Οι πρόσφυγες», Ιστορία των Ελλήνων, τ. 12 Νεώτερος Ελληνισμός 1910-1940 (1η έκδοση), Δομή, Αθήνα, σσ. 198-241
Ιωαννίδου Ελένη, 2006, «Η εγκατάσταση των προσφύγων στη Βόρεια Ελλάδα», Ιστορία των Ελλήνων, τ. 12, Νεώτερος Ελληνισμός 1910-1940 (1η έκδοση), Δομή, Αθήνα, σσ. 242-283