Η Πάντοβα (ιταλικά: Padova, λατινικά: Patavium, βενετσιανικά: Pàdoa, παλαιότερα αναφερόμενη στα ελληνικά ως Πάδοβα, Παδούη ή Πατάβιο) είναι μια από τις μεγαλύτερες και ομορφότερες πόλεις της βόρειας Ιταλίας και ανήκει στο γεωγραφικό διαμέρισμα του Βένετο (Veneto). Είναι πρωτεύουσα της επαρχίας της Πάδοβας και οικονομικό και επικοινωνιακό κέντρο της περιοχής. Ο πληθυσμός της Πάντοβας είναι (2011) 214.000. Η πόλη συχνά συμπεριλαμβάνεται, με τη Βενετία και το Τρεβίζο, στη Μητροπολιτική περιοχή Πάντοβα - Τρεβιζο - Βενετία, πε πληθυσμό περίπου 1.600.000. Η Πάντοβα βρίσκεται στον Ποταμό Μπατσιλιόνε, 40 χλμ. δυτικά της Βενετίας και 29 χλμ. νοτιοανατολικά της Βιτσέντζα.
Ο Ποταμός Μπρέντα, που κάποτε διέσχιζε την πόλη, ακόμη ακουμπά τις βόρειες συνοικίες. Γεωργικό της περιβάλλον είναι η Πεδιάδα της Βενετίας (Pianura Veneta). Στα νοτιοδυτικά της πόλης βρίσκονται οι Ευγάνιοι Λόφοι, που έχουν υμνηθεί από τον Λουκανό, τον Μαρτιάλη, τον Πετράρχη, τον Ούγκο Φόσκολο και τον Σέλλεϋ. Φιλοξενεί το περίφημο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας, ηλικίας σχεδόν 820 χρόνων και διάσημο, μεταξύ άλλων, για τον Γαλιλαίο Γαλιλέι μεταξύ των καθηγητών του. Η πόλη είναι γραφική, με πυκνό δίκτυο δρόμων με στοές, που καταλήγουν σε μεγάλες δημοτικές piazze, και πολλές γέφυρες, που διασχίζουν τους διάφορους παραπόταμους του Μπατσιλιόνε, που παλιά περιέβαλλε τα αρχαία τείχη σαν τάφρος. Στην Πάντοβα διαδραματίζεται "Το Ημέρωμα της Στρίγγλας" του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ.
Ετυμολογία
Η ρίζα του αρχαίου ονόματου της πόλης "Πατάβιουμ" είναι αβέβαιη. Το πρώτο συνθετικό του ονόματος "Πατ" σχετίζεται με την ύπαρξη του ποταμού Πάδου, η ίδια ρίζα στις προ-Ινδευρωπαικές γλώσσες έχει την έννοια της ανοιχτής πεδιάδας σε γειτονικούς λόφους. Το δεύτερο συνθετικό του ονόματος "άβ" έχει σχέση με περιοχές γύρω από ποτάμια με δεδομένη την ύπαρξη του Πάδου. Το τελευταίο συνθετικό του ονόματος "ιουμ" υποδεικνύει την παρουσία χωριών τα οποία έχουν ενωθεί.[1]
Ιστορία
Αρχαιότητα
Η Πάντοβα διεκδικεί τον τίτλο της αρχαιότερης πόλης στη βόρεια Ιταλία. Σύμφωνα με την παράδοση που χρονολογείται στην Αινειάδα του Βιργίλιου και ανακαλύφθηκε εκ νέου από τον μεσαιωνικό δήμο, ιδρύθηκε το 1183 π.Χ. από τον πρίγκιπα της ΤροίαςΑντήνορα, που υποτίθεται ότι οδήγησε τον λαό των Ενετών ή Βένετων από την Παφλαγονία στην Ιταλία. Η πόλη ξέθαψε μια μεγάλη πέτρινη σαρκοφάγο το 1274 και διακήρυξε ότι αποτελούσε τα λείψανα του Αντήνορα. Το "Πατάβιουμ" όπως ήταν γνωστή η Πάντοβα από τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία κατοικήθηκε από τους Βένετους που ήλθαν από την Αδριατική. Η επιγραφή από τον Ανθρωπιστή Λοβάτο Λοβάτι (1240-1309) κοντά στον τάφο έγραφε:
"Αυτή η προτομή που έγινε η ανασκαφή της από μάρμαρο περιέχει τα λείψανα του ευγενούς Αντήνορα που μαζί με Ενετούς και Τρώες έφυγε από την πατρίδα του, έδιωξε τους γηγενείς Ίγγαυνους και ίδρυσε την Πάντοβα".[2]
Οι πρόσφατες ανασκαφές ωστόσο χρονολογούν τα λείψανα τον 4ο-3ο αιώνα π.Χ. αν και η πόλη είχε ιδρυθεί από τον 11ο αιώνα π.Χ.
Οι άνδρες της πολέμησαν για τους Ρωμαίους στη Μάχη των Καννών. Η πόλη ήταν Ρωμαϊκή Ισοπολίτιδα πόλη από το 45 ή 43 π.Χ., οι κάτοικοι ήταν Ρωμαίοι πολίτες, την κατοικούσε η Ρωμαϊκή φυλή Φαβία και είχε 40.000 κατοίκους.[3]
Φημίζονταν για τις εξαιρετικές ράτσες των αλόγων τους, το μαλλί των προβάτων και τη μεγάλη ποικιλία των υφασμάτων, ήταν τόσο ισχυρή που σύμφωνα με πληροφορίες μπορούσε να διαθέτει διακόσιες χιλιάδες μάχιμους άνδρες.[4] Η πόλη παρά τον μεγάλο της πλούτο έμεινε πασίγνωστη στην αρχαιότητα για την αυστηρή της ηθική και τον λιτό τρόπο ζωής κάτι που φαίνεται στο έργο του Λίβυου "Ρωμαϊκή Ιστορία".[5] Το γειτονικό Θέρμες Άμπανο είναι η γενέτειρα του φημισμένου ιστορικού Λίβιου. Η Πάντοβα ήταν επίσης η γενέτειρα του Βαλέριου Φλάκου, του Ασκόνιου Πεδιάνου και του Θρασέα Παίτου.[6] Λέγεται ότι η περιοχή εκχριστιανίσθηκε από τον Άγιο Προσδόκιμο, που τιμάται ως ο πρώτος επίσκοπος της πόλης.
Ύστερη Αρχαιότητα
Η ιστορία της Πάντοβας κατά την ύστερη Αρχαιότητα ακολουθεί την πορεία των γεγονότων που ήταν κοινή για τις περισσότερες πόλεις της βορειοανατολικής Ιταλίας. Η Πάντοβα υπέφερε σοβαρά από την εισβολή των Ούννων υπό τον Αττίλα (452). Κατόπιν την κατέλαβαν οι Γότθοι βασιλιάδες Οδόακρος και Θευδέριχος ο Μέγας. Εντούτοις κατά τον Γοτθικό Πόλεμο ανακαταλήφθηκε από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία (540). Η πόλη καταλήφθηκε πάλι από τους Γότθους υπό τον Τοτίλα, αλλά επαναφέρθηκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία από τον Ναρσή το 568. Στη συνέχεια πέρασε στον έλεγχο των Λομβαρδών. Το 601 η πόλη επαναστάτησε κατά του Λομβαρδού βασιλιά
Αγιλούλφου, από τον οποίο, αφού υπέστη μια 12χρονη μακρά και αιματηρή πολιορκία, καταλήφθηκε και κάηκε. Οι αρχαιότητες της Πάντοβας υπέστησαν σοβαρές ζημιές. Τα μόνα που απομένουν σήμερα από τη Ρωμαϊκή Πάντοβα είναι τα υπολείμματα ενός αμφιθεάτρου (Arena) και μερικά θεμέλια γεφυρών. Οι κάτοικοι της πόλης διέφυγαν στους λόφους και επέστρεψαν να εξασφαλίσουν τα προς το ζει μέσα στα ερείπια. Η άρχουσα τάξη εγκατέλειψε την πόλη για τη Λιμνοθάλασσα της Βενετίας, σύμφωνα με ένα χρονικό. Η πόλη δεν ανέκαμψε εύκολα από αυτό το πλήγμα και η Πάντοβα ήταν ακόμη αδύνατη, όταν οι οι Φράγκοι διαδέχθηκαν τους Λομβαρδούς ως κύριοι της βόρειας Ιταλίας.
Φραγκική και επισκοπική κυριαρχία
Στη Δίαιτα του Άαχεν (828), το δουκάτο και το έδαφος του Φρίουλι, στο οποίο ανήκε η Πάντοβα, διαιρέθηκε σε τέσσερις κομητείες, μία από τις οποίες πήρε τον τίτλο της από την πόλη της Πάντοβας. Το τέλος του πρώιμου Μεσαίωνα στην Πάντοβα σημαδεύτηκε από τη λεηλασία της πόλης από τους Ούγγρους το 899. Πέρασαν πολλά χρόνια για να ανακάμψει η Πάντοβα από αυτή την καταστροφή. Κατά την περίοδο της Επισκοπικής κυριαρχίας στις πόλεις της βόρειας Ιταλίας, η Πάντοβα δεν εμφανίζεται να είναι ούτε πολύ σημαντική ούτε πολύ ζωντανή. Η γενική τάση της πολιτικής της κατά τον πόλεμο των διορισμών ήταν Αυτοκρατορική και όχι Ρωμαϊκή. Και οι επίσκοποι της ήταν, στο μεγαλύτερο διάστημα, Γερμανοί.
Δημιουργία του δήμου
Κάτω από την επιφάνεια λάβαιναν χώρα αρκετές σημαντικές κινήσεις, που επρόκειτο να διαμορφώσουν την κατοπινή εξέλιξη της Πάντοβας. Στις αρχές του 11ου αιώνα οι πολίτες θέσπισαν ένα σύνταγμα, αποτελούμενο από ένα γενικό συμβούλιο ή νομοθετική συνέλευση, και ένα εκτελεστικό σώμα. Τον επόμενο αιώνα ενεπλάκησαν σε πολέμους με τη Βενετία και τη Βιτσέντζα για το δικαίωμα ναυσιπλοΐας στον Μπατσιλιόνε και στον ποταμό Μπρέντα. Αυτό σήμαινε ότι η πόλη αύξανε την ισχύ και την αυτοδυναμία της. Άρχισαν να αναδύονται οι μεγάλες οικογένειες Καμποσαμπιέρο, ο Οίκος των Έστε και Ντα Ρομάνο και να μοιράζονται μεταξύ τους την περιοχή της Πάντοβας. Οι πολίτες, για να προστατεύσουν τις ελευθερίες τους, αναγκάστηκαν να εκλέξουν ένα "Ποντεστά". Η πρώτη τους επιλογή ήταν ένας κόμης από την οικογένεια Έστε. Μια φωτιά κατέστρεψε την Πάντοβα το 1174, πράγμα που έκανε αναγκαία την πραγματική ανοικοδόμηση της πόλης. Η προσωρινή επιτυχία της Λομβαρδικής Συμμαχίας συνέβαλε στην ενίσχυση των πόλεων. Εντούτοις ο ανταγωνισμός τους τις έκανε πάλι να αδυνατίσουν. Το αποτέλεσμα ήταν το 1236 ο Φρειδερίκος Β΄ Χοενστάουφεν να μπορέσει εύκολα να επιβάλει τον εφημέριό του Ετσελίνο Γ΄ντα Ρομάνο στην Πάντοβα και τις γειτονικές πόλεις, όπου συμπεριφέρθηκε με τρομερή βαναυσότητα στους κατοίκους. Ο Ετσελίνο εκθρονίστηκε το 1256 χωρίς αιματοχυσία αμάχων, χάρις στον πάπα Αλέξανδρο Δ΄. Τότε η Πάντοβα γνώρισε περίοδο ηρεμίας και ευημερίας. Άρχισε η ανέγερση της βασιλικής του Αγίου και οι Παντοβάνοι έγιναν κύριοι της Βιτσέντζας. Το 1222 ιδρύθηκε το Πανεπιστήμιο της Πάντοβας (το δεύτερο πανεπιστήμιο στην Ιταλία, μετά της Μπολόνια) και, καθώς άκμασε τον 13ο αιώνα.[7] Η Πάντοβα ξεπέρασε την Μπολόνια, όπου δεν είχε γίνει καμία προσπάθεια να επεκταθεί η αναβίωση των αρχαίων κλασικών πέραν από το πεδίο της νομολογίας, για να γίνει κέντρο των πρώτων ανθρωπιστικών ερευνών, με μια από πρώτο χέρι γνώση των Ρωμαίων ποιητών, που ήταν ασυναγώνιστη στην Ιταλία ή πέρα από τις Άλπεις.[8]
Όμως η άνοδος της Πάντοβας τον 13ο αιώνα έφερε τελικά την πόλη σε σύγκρουση με τον Καν Γκράντε ντέλα Σκάλα, άρχοντα της Βερόνας. Το 1311 η Πάντοβα έγινε φόρου υποτελής στη Βερόνα. Ο Τζάκοπο ντα Καρράρα εξελέγη άρχοντας της Πάντοβας το 1318 την εποχή εκείνη η πόλη είχε 40.000 κατοίκους.[9] Από τότε μέχρι το 1405 εννέα μέλη της σχετικά φωτισμένης οικογένειας Καρραρέζι έγιναν ο ένας μετά τον άλλο άρχοντες της πόλης, με την εξαίρεση μιας σύντομης περιόδου επικυριαρχίας των ντελα Σκάλα μεταξύ 1328 και 1337 και δύο ετών (1338 - 1390) οπότε την πόλη κατείχε ο Τζιανγκαλεάτσο Βισκόντι. Η περίοδος των Καρραρέζι ήταν ένα μακρό διάστημα ανησυχίας, γιατί οι Καρραρέζι ήταν διαρκώς σε πόλεμο. Υπό τους Καρραρέζι οι πρώτοι ουμανιστικοί κύκλοι στο πανεπιστήμιο ουσιαστικά απολύθηκαν. Ο Αλμπερτίνο Μουσάτο, ο πρώτος σύγχρονος ποιητής πτυχιούχος, πέθανε εξόριστος στην Κιόγκα το 1329 και ενδεχόμενος κληρονόμος της παράδοσης της Πάντοβας ήταν ο Τοσκανέζος Πετράρχης.[10] Το 1387 ο Τζον Χόουκγουντ κέρδισε, για την Πάντοβα, τη Μάχη του Καστανιάρο, κατά του Τζιοβάνι Ορντελάφι, για τη Βερόνα. Η περίοδος των Καρραρέζι έφτασε τελικά στο τέλος της, καθώς μεγάλωνε η δύναμη των Βισκόντι και της Βενετίας.
Ενετική διοίκηση
Η Πάντοβα περιήλθε στη διοίκηση της Βενετίας το 1405, όπου κυρίως παρέμεινε μέχρι την πτώση της Δημοκρατίας της Βενετίας το 1797. Υπήρξε μόνο μια σύντομη περίοδος, οπότε η πόλη άλλαξε χέρια (το 1509) κατά τους πολέμους της Συμμαχίας του Καμπραί. Στις 10 Δεκεμβρίου 1508 εκπρόσωποι του Πάπα, της Γαλλίας, της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και του Φερδινάνδου Α΄ της Ισπανίας συνήψαν τη Συμμαχία του Καμπραί κατά της Δημοκρατίας. Η συμφωνία προέβλεπε τον πλήρη διαμελισμό των Ιταλικών εδαφών της Βενετίας μεταξύ αυτών που την υπέγραψαν. Ο Μαξιμιλιανός Α΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας επρόκειτο να πάρει την Πάντοβα, μαζί με τη Βερόνα και άλλα εδάφη. Το 1509 η Πάντοβα καταλήφθηκε για λίγες μόνο βδομάδες από υποστηρικτές του αυτοκράτορα. Γρήγορα όμως την ανακατέλαβαν Ενετικά στρατεύματα και την υπερασπίστηκαν με επιτυχία κατά την πολιορκία των Αυτοκρατορικών στρατευμάτων (Πολιορκία της Πάντοβας - 1509). Η πόλη κυβερνιόταν από δύο Ενετούς ευγενείς, ένα "Ποντεστά" για τις πολιτικές και ένα καπετάνιο για τις στρατιωτικές υποθέσεις, που καθένας τους εκλεγόταν για δεκαέξι μήνες. Υπό αυτούς τους κυβερνήτες το μεγάλο και το μικρό συμβούλιο συνέχισαν να διεκπεραιώνουν τις δημοτικές υποθέσεις και να εφαρμόζουν το δίκαιο της Πάντοβας, που περιλαμβανόταν στις νομοθεσίες του 1276 και του 1362. Το ταμείο διαχειρίζονταν δύο οικονόμοι και κάθε πέντε χρόνια οι Παντοβάνοι έστελναν ένα από τους ευγενείς τους να διαμένει ως πρεσβευτής στη Βενετία και να επαγρυπνεί για τις υποθέσεις της πόλης του. Η Βενετία οχύρωσε την Πάντοβα με νέα τείχη που χτίστηκαν μεταξύ 1507 και 1544 με σειρά μνημειακών πυλών.
Αυστριακή διοίκηση
Το 1797 η Δημοκρατία της Βενετίας εξαλείφθηκε από τον χάρτη με τη Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο και η Πάντοβα παραχωρήθηκε στην Αυστριακή Αυτοκρατορία και στη συνέχεια το 1806 περιήλθε στο Γαλλικό Βασίλειο της Ιταλίας. Μετά την πτώση του Ναπολέοντα Α΄ το 1814 η πόλη έγινε τμήμα του νεοδημιουργημένου Βασιλείου Λομβαρδίας-Βενετίας. Οι Αυστριακοί ήταν αντιπαθείς στους προοδευτικούς κύκλους στη βόρεια Ιταλία, αλλά τα αισθήματα του πληθυσμού (από τις κατώτερες μέχρι τις ανώτερες τάξεις) ήταν ανάμεικτα. Η Πάντοβα, το έτος των επαναστάσεων του 1848, γνώρισε μια φοιτητική εξέγερση, που στις 8 Φεβρουαρίου μετέτρεψε το Πανεπιστήμιο και το Καφέ Πεντρόκι σε πεδία μάχης, όπου φοιτητές και απλοί Παντοβάνοι πολεμούσαν δίπλα δίπλα. Η εξέγερση όμως ήταν βραχύβια και δεν συνέβησαν άλλες αναταραχές υπό την Αυστριακή Αυτοκρατορία (ούτε προγενέστερα είχαν συμβεί), όπως στη Βενετία ή άλλα μέρη στην Ιταλία, ενώ οι αντιτιθέμενοι στην Αυστρία αναγκάσθηκαν να εξοριστούν. Υπό την Αυστριακή διοίκηση η Πάντοβα άρχισε τη βιομηχανική της ανάπτυξη. Μία από τις πρώτες Ιταλικές σιδηροδρομικές γραμμές, η Πάντοβα - Βενετία, κατασκευάσθηκε το 1845. Το 1866 η μάχη του Καίνιγκρατς έδωσε την ευκαιρία στην Ιταλία, ως σύμμαχο της Πρωσίας, να πάρει τη Βενετία και η Πάντοβα προσαρτήθηκε επίσης στην Ιταλική ενοποίηση.
Ιταλική διοίκηση
Προσαρτημένη στην Ιταλία το 1866, η Πάντοβα ήταν στο κέντρο της φτωχότερης περιοχής της Βόρειας Ιταλίας, όπως ήταν το Βένετο μέχρι τη δεκαετία του 1960. Ωστόσο η πόλη άκμασε τις επόμενες δεκαετίες τόσο οικονομικά όσο και κοινωνικά, αναπτύσσοντας τη βιομηχανία της, όντας σημαντική αγροτική αγορά και διαθέτοντας ένα πολύ σημαντικό πολιτιστικό και τεχνολογικό κέντρο, όπως το Πανεπιστήμιο. Η πόλη φιλοξενούσε επίσης μια μεγάλη στρατιωτική διοίκηση και στρατιωτικές μονάδες.
Φασισμός
Όταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος (24 Μαΐου 1915), η Πάντοβα επελέγη ως η ανώτερη διοίκηση του Ιταλικού Στρατού. Ο βασιλιάς, Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ΄ της Ιταλίας, και ο αρχιστράτηγος Λουίτζι Καντόρνα πήγαν να ζήσουν στην Πάντοβα για την περίοδο του πολέμου. Μετά την ήττα της Ιταλίας στη Μάχη του Καπορέττο το φθινόπωρο του 1917, η γραμμή του μετώπου μετατοπίστηκε στον ποταμό Πιάβε, μόνο 50-60 χλμ. από την Πάντοβα και η πόλη ήταν τώρα στο βεληνεκές του Αυστριακού πυροβολικού. Εντούτοις η Ιταλική στρατιωτική διοίκηση δεν υποχώρησε. Η πόλη βομβαρδίστηκε πολλές φορές (περίπου 100 άμαχοι νεκροί). Αξιομνημόνευτο κατόρθωμα ήταν η πτήση του Γκαμπριέλε Ντ' Ανούντσιο στη Βιέννη από το γειτονικό αεροδρόμιο του Κάστρου Σαν Πελάτζιο. Ένα χρόνο αργότερα ο κίνδυνος για την Πάντοβα απομακρύνθηκε. Στα τέλη του Οκτωβρίου του 1918 ο Ιταλικός Στρατός κέρδισε την αποφασιστική μάχη του Βιττόριο Βένετο (ακριβώς ένα χρόνο μετά το Καπορέττο) και οι Αυστριακές δυνάμεις κατέρρευσαν. Η ανακωχή υπογράφηκε στην Πάντοβα, στη Βίλλα Τζιούστι, στις 3 Νοεμβρίου 1918, με την Αυστροουγγαρία να παραδίδεται στην Ιταλία.
Κατά τον πόλεμο η βιομηχανία προόδευσε έντονα και αυτό πρόσφερε στην Πάντοβα μια βάση για περαιτέρω ανάπτυξη μεταπολεμικά. Τα πρώτα χρόνια που ακολούθησαν τον Μεγάλο Πόλεμο, η Πάντοβα αναπτύχθηκε έξω από το ιστορικό κέντρο, αυξάνοντας τον πληθυσμό της, παρά τις ανεξέλεγκτες εργατικές και κοινωνικές συγκρούσεις της εποχής. Όπως πολλές άλλες περιοχές της Ιταλίας και εκτός αυτής, η Πάντοβα βίωσε μεγάλο κοινωνικό αναβρασμό τα χρόνια αμέσως μετά τον Μεγάλο Πόλεμο. Η πόλη σαρωνόταν από απεργίες και συγκρούσεις, εργοστάσια και αγροκτήματα τελούσαν υπό κατάληψη και βετεράνοι του πολέμου αγωνίζονταν να επανενταχθούν στην πολιτική ζωή. Πολλοί υποστήριζαν ένα νέο πολιτικό μέσο, τον Φασισμό. Όπως σε άλλα μέρη της Ιταλίας, το φασιστικό κόμμα στην Πάντοβα, γρήγορα κατέληξε να θεωρείται υπερασπιστής της ιδιοκτησίας και της τάξης ενάντια στην επανάσταση. Η πόλη υπήρξε επίσης ο τόπος μιας από τις μεγαλύτερες μαζικές φασιστικές συγκεντρώσεις, όπου φέρεται να έχουν παρακολουθήσει μια ομιλία του Μπενίτο Μουσολίνι πάνω από 300.000 άνθρωποι. Στην πόλη ξεφύτρωσαν νέα κτίρια, της χαρακτηριστικής φασιστικής αρχιτεκτονικής. Παραδείγματα σωζόμενα σήμερα υπάρχουν στα κτίρια που πλαισιώνουν την Πιάτσα Σπαλάτο (σήμερα Πιάτσα Ινσουρετσιόνε), ο σιδηροδρομικός σταθμός, η νέα πτέρυγα του Δημαρχείο και τμήμα του Παλατιού Μπο, που στεγάζει το Πανεπιστήμιο.
Νεώτερα χρόνια
Μετά την ήττα της Ιταλίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (8 Σεπτεμβρίου 1943), η Πάντοβα αποτέλεσε τμήμα της Δημοκρατίας του Σαλό, του κράτους-μαριονέτα των Ναζί κατακτητών. Η πόλη φιλοξενούσε το Υπουργείο Δημόσιας Εκπαίδευσης του νέου κράτους, καθώς και διοικήσεις στρατού και πολιτοφυλακής και ένα στρατιωτικό αεροδρόμιο. Η Ρεζιστέντσα, οι Ιταλοί παρτιζάνοι, είχε έντονη δράση κατά τόσο της νέας φασιστικής διοίκησης όσο και των Ναζί. Ένας από τους κύριους ηγέτες ήταν ο αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Κοντσέτο Μαρκέζι. Η πόλη βομβαρδίσθηκε πολλές φορές από Συμμαχικά αεροπλάνα. Χειρότερο πληγείσες περιοχές ήταν ο σιδηροδρομικός σταθμός και η βόρεια συνοικία Αρτσέλα. Σε ένα από αυτούς τους βομβαρδισμούς καταστράφηκε η όμορφη εκκλησία Ερεμιτάνι, με τοιχογραφίες του Αντρέα Μαντένια, (που θεωρείται από αρκετούς ιστορικούς της τέχνης η μεγαλύτερη πολιτιστική απώλεια του πολέμου για την Ιταλία).
Η πόλη απελευθερώθηκε τελικά από παρτιζάνους και στρατεύματα της Νέας Ζηλανδίας στις 28 Απριλίου 1945. Ένα μικρό Πολεμικό Νεκροταφείο της Κοινοπολιτείας βρίσκεται στο δυτικό τμήμα της πόλης, για να θυμίζει τη θυσία τους. Μετά τον πόλεμο η πόλη αναπτύχθηκε γρήγορα, εκφράζοντας την άνοδο του Βένετο από φτωχότερη περιοχή της βόρειας Ιταλίας σε μια από τις πλουσιότερες και πιο δραστήριες περιοχές της σύγχρονης Ιταλίας.
Αξιοθέατα
Το Παρεκκλήσι των Σκροβένι (Ιταλικά Cappella degli Scrovegni) είναι το πιο ονομαστό αξιοθέατο της Πάντοβας. Στεγάζει ένα αξιόλογο κύκλο τοιχογραφιών που ολοκληρώθηκαν το 1305 από τον Τζιότο. Παραγγέλθηκε από τον Ενρίκο ντέλι Σκοροβένι, πλούσιο τραπεζίτη, ως ιδιωτικό παρεκκλήσι, που κάποτε προσκολλήθηκε στο παλάτι της οικογένειάς του. Λέγεται επίσης «Παρεκκλήσι της Αρένας», γιατί βρίσκεται στη θέση αρένας της Ρωμαϊκής εποχής. Ο κύκλος των τοιχογραφιών διηγείται τη ζωή της Παναγίας και του Χριστού και έχει αναγνωρισθεί από πολλούς ως ένας από τους σημαντικότερους κύκλους τοιχογραφιών στον κόσμο. Περιλαμβάνει επίσης τη Δευτέρα Παρουσία καθώς και μία από τις αρχαιότερες αναπαραστάσεις φιλιού στην ιστορία της τέχνης (Συνάντηση στη Χρυσή Πύλη, 1305). Οι τοιχογραφίες έχουν εντυπωσιακές ομοιότητες με βυζαντινές τοιχογραφίες της εποχής αυτής, όπως αυτές της Μονής της Χώρας και της Μονής Παμμακαρίστου στην Κωνσταντινούπολη, όχι μόνο θεματικά αλλά και αισθητικά - το ενδιαφέρον για το άτομο, η σίγουρη και ρέουσα γραμμή, η ευφάνταστη σύνθεση και η εκλεπτυσμένη χρήση του χρώματος. Η είσοδος στο παρεκκλήσι είναι περίπλοκη δοκιμασία, καθώς συνεπάγεται τη διάθεση 15 λεπτών πριν από την είσοδο σε μια κλιματικά ελεγχόμενη, αεροστεγή αίθουσα, που χρησιμεύει για να κρατάει σταθερή τη θερμοκρασία στο εσωτερικό του παρεκκλησιού, προκειμένου να επιτευχθεί η διατήρησή του. Έχει χαρακτηριστεί μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς από την UNESCO.[11]
Το Palazzo della Ragione, με τη μεγάλη του αίθουσα στον επάνω όροφο, φημίζεται ότι έχει τη μεγαλύτερη οροφή που δεν υποστηρίζεται από κίονες στην Ευρώπη. Η αίθουσα είναι σχεδόν ορθογώνια, με μήκος 81,5 μ., πλάτος 27 μ. και ύψος 24 μ. και οι τοίχοι καλύπτονται με αλληγορικέςτοιχογραφίες. Το κτίριο στέκεται πάνω σε αψίδες και ο πάνω όροφος περιβάλλεται από μια ανοικτή περίστυλη στοά, όμοια με εκείνη που περιβάλλει τον καθεδρικό της Βιτσέντζας. Το Παλάτσο άρχισε να κτίζεται το 1172 και τελείωσε το 1219. Το 1306 ο Φρα Τζιοβάννι, Αυγουστίνος μοναχός, κάλυψε το σύνολο με μια στέγη. Αρχικά υπήρχαν τρεις στέγες, που κάλυπταν τους τρεις θαλάμους, στους οποίους η αίθουσα διαιρείτο αρχικά. Οι τοίχοι της εσωτερικής διαίρεσης παρέμειναν μέχρι την πυρκαγιά του 1420, οπότε οι Βενετσιάνοι αρχιτέκτονες που ανέλαβαν την ανακαίνιση τους αφαίρεσαν, μετατρέποντας τους τρεις χώρους σε ένα και σχηματίζοντας τη σημερινή μεγάλη αίθουσα, το Salone. Ο νέος χώρος ξανατοιχογραφήθηκε από τον Νικολό Μιρέττο και τον Στέφανο ντα Φερράρα, από το 1425 έως το 1440. Κάτω από τη μεγάλη αίθουσα υπάρχει μια αιωνόβια αγορά. Έχει χαρακτηριστεί μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς από την UNESCO.[12]
Στην Πιάτσα ντέι Σινιόρι είναι η ωραία περίστυλη στοά ονόματι Gran Guardia (1493 - 1526) και σε κοντινή απόσταση το Palazzo del Capitanato, κατοικία των Βενετσιάνων κυβερνητών, με τη μεγάλη του πόρτα, έργο του Τζιοβάννι Μαρία Φαλκονέττο, του Βερονέζου αρχιτέκτονα-γλύπτη, που εισήγαγε στην Πάντοβα την Αναγεννησιακή αρχιτεκτονική και ολοκλήρωσε την πόρτα το 1532. Ο Φαλκονέττο ήταν ο αρχιτέκτονας του περίστυλου κήπου του Αλβίζε Κορνάρο (Loggia Cornaro), του πρώτου απολύτως Αναγεννησιακού κτιρίου στην Πάντοβα. Εκεί κοντά ο Καθεδρικός ανακαινίστηκε το 1552 σύμφωνα με σχέδιο του Μιχαήλ Αγγελου. Περιέχει έργα των Νικολό Σεμιτέκολο, Φραντσέσκο Μπασάνο και Τζιόρτζιο Σιαβόνε. Το κοντινό Βαπτιστήριο, που καθαγιάστηκε το 1281, στεγάζει το σημαντικότερο κύκλο τοιχογραφιών του Τζιούστο ντε Μεναμπουόι. Το βαπτιστήριο του καθεδρικού έχει χαρακτηριστεί μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς από την UNESCO.[12]
Η διασημότερη από τις εκκλησίες της Πάντοβας είναι η Βασιλική του Αγίου Αντωνίου της Πάδοβας (Basilica di Sant’ Antonio da Padova), τοπικά απλώς γνωστή ως Il Santo (Ο Άγιος). Τα οστά του αγίου βρίσκονται σε ένα παρεκκλήσι πλούσια διακοσμημένο με σκαλιστά μάρμαρα, έργο διαφόρων καλλιτεχνών, ανάμεσά τους οι Σανσοβίνο και Φαλκονέττο. Η βασιλική ξεκίνησε το 1230 περίπου και ολοκληρώθηκε τον επόμενο αιώνα. Η παράδοση λέει ότι το κτίριο σχεδιάσθηκε από τον Νικόλα Πιζάνο. Επιστεγάζεται από επτά τρούλους, οι δύο πυραμιδοειδείς. Υπάρχουν επίσης προς επίσκεψη τέσσερις ωραίες σκήτες. Έχει χαρακτηριστεί μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς από την UNESCO.[12]
Ο μεγαλόπρεπος έφιππος ανδριάντας, έργο του Ντονατέλλο, του Βενετσιάνου στρατηγού Γκαταμελάτα (Εράσμο ντα Νάρνι). Βρίσκεται στην πλατεία μπροστά από τη Basilica di Sant’ Antonio da Padova. Έγινε το 1453 και ήταν ο πρώτος σε φυσικό μέγεθος ορειχάλκινος έφιππος ανδριάντας μετά την αρχαιότητα. Τον εμπνεύσθηκε από τον έφιππο ανδριάντα του Μάρκου Αυρήλιου στον Καπιτωλίνο Λόφο της Ρώμης.
Κοντά στο άγαλμα του Γκαταμελάτα είναι το Προσευχητήριο του Αγίου Γεωργίου (13ος αιώνας), με τοιχογραφίες του Αλτικιέρο, και η Scuola di S. Antonio (16oς αιώνας), με τοιχογραφίες του Τιτσιάνο. Έχει χαρακτηριστεί μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς από την UNESCO.[12]
Εν από τα γνωστότερα σύμβολα της Πάντοβας είναι το Prato della Valle, μία ελλειπτική πλατεία 90 στρεμμάτων. Θεωρείται η μεγαλύτερη στην Ευρώπη, μετά την Πλας ντε Κενκόνς στο Μπορντό. Στο κέντρο είναι ένας μεγάλος κήπος, περιβαλλόμενος από μία μεγάλη τάφρο, που πλαισιώνεται από 78 αγάλματα, που απεικονίζουν επιφανείς πολίτες. Δημιουργήθηκε από τον Αντρέα Μέμμο στα τέλη του 18ου αιώνα. Ο Μέμμο κάποτε κατοικούσε στο μνημειακό Palazzo Angeli του 15ου αιώνα, που τώρα στεγάζει το Μουσείο των Προδρόμων του Κινηματογράφου.
Μονή της Αγίας Ιουστίνης και η παρακείμενη βασιλική. Τον 15ο αιώνα έγινε ένα από τα σπουδαιότερα μοναστήρια της περιοχής, μέχρι που κλείστηκε από τον Ναπολέοντα το 1810. Άνοιξε εκ νέου το 1919. Στο εσωτερικό στεγάζονται οι τάφοι αρκετών αγίων, όπως της Ιουστίνης, του Αγίου Προσδόκιμου, του Αγίου Μάξιμου, του Αγίου Ούριου, της Σάντα Φελιτσιτά, του Αγίου Ιουλιανού, καθώς και λείψανα του Απόστολου Ματθία και του Ευαγγελιστή Λουκά. Μεταξύ άλλων έργων τέχνης φιλοξενεί το "Μαρτύριο της Αγίας Ιουστίνης" του Πάολο Βερονέζε. Το συγκρότημα ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα πάνω στον τάφο της ομώνυμης αγίας, Ιουστίνης της Πάντοβας.
Η Εκκλησία των Ερεμιτάνι είναι εκκλησία Αυγουστίνων του 13ου αιώνα, που περιέχει τους τάφους των Γιάκοπο (1324) και Ουμπερτινέλλο (1345) ντα Καρράρα, αρχόντων της Πάντοβας και το παρεκκλήσι των Αγίων Ιάκωβου και Χριστόφορου, πρώην διακοσμημένο με τοιχογραφίες του Μαντένια, που καταστράφηκε σε μεγάλο βαθμό από τους Συμμάχους κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, επειδή ήταν δίπλα στο αρχηγείο των Ναζί. Το παλιό μοναστήρι της εκκλησίας στεγάζει σήμερα τη δημοτική πινακοθήκη. Έχει χαρακτηριστεί μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς από την UNESCO.[12]
Η Santa Sofia είναι πιθανότατα η αρχαιότερη εκκλησία της Πάντοβας. Η κρύπτη άρχισε να κατασκευάζεται στα τέλη του 10ου αιώνα από Βενετσιάνους τεχνίτες. Έχει σχέδιο βασιλικής με Ρομανικό-Γοτθικό εσωτερικό και Βυζαντινά στοιχεία. Το κοίλωμα κατασκευάσθηκε τον 12ο αιώνα. Το κτίσμα εμφανίζει ελαφρά κλίση λόγω του μαλακού εδάφους.
Η Εκκλησία του San Gaetano (1574 - 1586) σχεδιάστηκε από τον Βιτσέντζο Σκαμότσι, σε ασυνήθιστο οκταγωνικό σχέδιο. Το εσωτερικό, διακοσμημένο με πολύχρωμα μάρμαρα, στεγάζει μια εξεζητημένη "Παναγία με τον Χριστό" του Αντρέα Μπριόσκο.
Η 16ου αιώνα μπαρόκ Συναγωγή της Πάντοβας.
Στο κέντρο του ιστορικού κέντρο, τα κτίρια του Παλάτσο ντελ Μπο, κέντρου του Πανεπιστημίου.
Το Δημαρχείο, ονόματι Παλάτσο Μορόνι, ο τοίχος του οποίου καλύπτεται από τα ονόματα των Παντοβάνων, που πέθαναν στους διάφορους πολέμους της Ιταλίας και που εφάπτεται στο Παλάτσο ντελά Ρατζιόνε.
Το Καφέ Πεντρόκι, χτισμένο το 1831 από τον αρχιτέκτονα Γκιουζέπε Γιαπέλλι σε νεοκλασικό ρυθμό με Αιγυπτιακές επιρροές. Είναι ένα μικρό διαμάντι ιστορίας και τέχνης, ως ένα καφέ ανοιχτό για δύο σχεδόν αιώνες. Φιλοξενεί το μουσείο του Ριζορτζιμέντο και το κοντινό κτίριο του Pedrocchino (μικρό Πεντρόκι) σε νεογοτθικό ρυθμό.
Το κέντρο της πόλης περιβάλλεται από τα τείχη μήκους 11 χλμ., που χτίστηκαν στις αρχές του 16ου αιώνα, από αρχιτέκτονες, μεταξύ άλλων τον Μικέλε Σανμικέλι. Έχουν απομείνει μόνο μερικά ερείπια, μαζί με δύο πύλες, των μικρότερων και εσωτερικών τειχών του 13ου αιώνα. Υπάρχει επίσης ένα κάστρο, του Καστέλο. Ο κύριος πύργος του μετατράπηκε μεταξύ 1767 και 1777 σε αστεροσκοπείο, γνωστό ως Specola, ενώ τα άλλα κτίρια χρησιμοποιήθηκαν ως φυλακές τον 19ο και τον 20ό αιώνα και τώρα ανακαινίζονται.
Η Πόντε Σαν Λορέντζο, ρωμαϊκή γέφυρα, υπόγεια σε μεγάλο βαθμό, μαζί με τις αρχαίες Πόντε Μολίνο, Πόντε Αλτινάτε, Πόντε Κόρβο και Πόντε Σ. Ματτέο.
Πολιτισμός
Η Πάντοβα είναι επί μακρόν γνωστή για το πανεπιστήμιό της, ιδρυμένο το 1222. Υπό τη διοίκηση της Βενετίας το πανεπιστήμιο διοικείτο από μια επιτροπή τριών πατρικίων, ονόματι Riformatori dello Studio di Padova. Ο κατάλογος των καθηγητών και των αποφοίτων είναι μακρύς και λαμπρός, περιέχοντας μεταξύ άλλων τα ονόματα των Μπέμπο, Σπερόνε Σπερόνι, Βεσάλιου (ανατόμου), Κοπέρνικου, Φαλόπιο, Φαμπρίτσιο ντ' Ακουαπεντέντε, Γαλιλαίου Γαλιλέι, Ουίλιαμ Χάρβει, Πιέτρο Πομπονάτσι, Ρέτζιναλδ, αργότερα Καρδινάλιου Πόλε, Σκάλιτζερ, Τάσσο και Σομπιέσκι. Εδώ επίσης, το 1678, η Ελενα Λουκρέτσια Κορνάρο Πισκόπια έγινε η πρώτη γυναίκα στον κόσμο που απόφοιτος πανεπιστημίου. Το πανεπιστήμιο φιλοξενεί το παλιότερο θέατρο ανατομίας (1594).
Η θέση της Πάντοβας στην ιστορία της τέχνης είναι σχεδόν το ίδιο σημαντική με τη θέση της στην ιστορία της εκπαίδευσης. Η παρουσία του πανεπιστημίου προσέλκυσε πολλούς διακεκριμένους καλλιτέχνες, όπως ο Τζιότο, ο Φρα Φίλλιπο Λίππι και Ντονατέλλο. Και για τη ναίφ τέχνη υπήρχε η σχολή του Φραντσέσκο Σκουαρτσιόνε, από όπου προήλθε ο μεγάλος Μαντένια. Η Πάντοβα είναι επίσης γενέτειρα του περίφημου αρχιτέκτονα Αντρέα Παλλάντιο, του οποίου οι βίλες (εξοχικές κατοικίες) στην περιοχή της Πάντοβας, της Βενετίας, της Βιτσέντζας και του Τρεβίζο είναι από τις ωραιότερες της Ιταλίας και αντιγράφηκαν πολλές φορές τον 18ο και 19ο αιώνα, και του Τζιοβάνι Μπατίστα Μπελτσόνι, τυχοδιώκτη, μηχανικού και αιγυπτιολόγου. Ο διάσημος γλύπτης Αντόνιο Κανόβα παρήγαγε τα πρώτα του έργα στην Πάντοβα, ένα από τα οποία είναι μεταξύ των αγαλμάτων του Πράτο ντέλα Βαλλε (σήμερα στο ύπαιθρο εκτίθεται αντίγραφο, ενώ το πρωτότυπο είναι στα Μουζέι Τσίβιτσι, Μουσεία της Πόλης).
Ενα από τα σχετικότερα με τη ζωή της πόλης μέρη σίγουρα υπήρξε το Αντονιάνουμ. Εγκαταστημένο ανάμεσα στο Πράτο ντέλα βάλλε, την εκκλησία του Αγίου Αντωνίου και τον Βοτανικό Κήπο, χτίστηκε το 1897 από τους Ιησουίτες πατέρες και διατηρήθηκε ζωντανό μέχρι το 2002. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπό την ηγεσία του Π. Μεσόρι Ρονκάλια, έγινε το κέντρο του αντιστασιακού κινήματος κατά των Ναζί. Τελικά επιβίωσε για λίγο μετά τον θάνατο του Π. Μεσόρι και πουλήθηκε από τους Ιησουίτες το 2004.
Τέλος η πόλη φιλοξενεί το μεγαλύτερο μέρος του έργου "Το ημέρωμα της στρίγγλας" του Ουίλιαμ Σαίξπηρ και στο "Πολύ κακό για το τίποτα" ο Μπένεντικ ονομάζεται "Σινιόρ Μπένεντικτ της Πάντοβας".
Στην Πάντοβα γεννήθηκε το 1905 και έζησε ο Πάολο ντε Πόλι, ζωγράφος και συγγραφές διακοσμητικών πάνελ και σχεδιαστικών αντικειμένων, ο οποίος προσκλήθηκε 15 φορές στην Μπιεννάλε της Βενετίας. Ο μουσικός της ηλεκτρονικής μουσικής Τάινγκ Τίφανι γεννήθηκε επίσης στην Πάντοβα.
Δημογραφικά στοιχεία
Το 2007, υπήρχαν 210.301 κάτοικοι στην Πάντοβα, στην περιοχή της Πάντοβας, το Βένετο, από τους οποίους το 47,1% ήταν άνδρες και το 52,9% γυναίκες. Οι ανήλικοι (παιδιά με ηλικία 18 ετών και κάτω) ανέρχονταν στο14.87% του πληθυσμού σε σύγκριση με τους συνταξιούχους που αριθμούν 23.72%. Αυτό μπορεί να συγκριθεί με τον ιταλικό μέσο όρο, που είναι 18,06% (ανήλικοι) και 19.94% (συνταξιούχοι). Η μέση ηλικία των κατοίκων της Πάντοβας είναι 45 σε σύγκριση με τον ιταλικό μέσο όρο που είναι 42. Στα πέντε χρόνια μεταξύ του 2002 και του 2007, ο πληθυσμός της Πάντοβας αυξήθηκε κατά 2,21%, ενώ η Ιταλία στο σύνολό της αυξήθηκε κατά 3,85%. Το τρέχον ποσοστό γεννήσεων της Πάντοβας είναι 8.49 γεννήσεις ανά 1.000 κατοίκους σε σύγκριση με τον ιταλικό μέσο όρο που είναι 9,45 γεννήσεις.
Από το 2006, 90,66% του πληθυσμού ήταν Ιταλοί. Η μεγαλύτερη ομάδα μεταναστών προέρχεται από άλλα ευρωπαϊκά έθνη (το μεγαλύτερο ποσοστό είναι Ρουμάνοι, Μολδαβοί και Αλβανοί): 5,14%, υποσαχάρια Αφρική 1,08%, και Ανατολική Ασία: 1,04%. Η πόλη είναι κυρίως Ρωμαιοκαθολική, αλλά εξαιτίας της μετανάστευσης, τώρα έχει μερικούς Χριστιανούς Ορθόδοξους, Μουσουλμάνους και Ινδουιστές.
Η βιομηχανική περιοχή της Πάντοβας δημιουργήθηκε στο ανατολικό τμήμα της πόλης το 1946 και είναι σήμερα μία από τις μεγαλύτερες βιομηχανικές ζώνες της Ευρώπης, με έκταση 11 εκατομμύρια στρέμματα. Τα κεντρικά γραφεία των 1.300 βιομηχανιών έχουν τη βάση τους εδώ, απασχολώντας 50.000 άτομα. Εμπορεύματα φθάνουν στην Πάντοβα από κάθε μέρος της Ευρώπης για να σταλούν σε όλο τον κόσμο, κυρίως στην Ασία. Στη βιομηχανική ζώνη υπάρχουν δύο σιδηροδρομικοί σταθμοί, ένα ποτάμιο λιμάνι, τρεις τερματικοί σταθμοί φορτηγών, δύο έξοδοι αυτοκινητόδρομων και πολλές συνδεδεμένες υπηρεσίες, όπως ξενοδοχεία, ταχυδρομεία και κατευθυντήρια κέντρα.
Συγκοινωνία
Με αυτοκίνητο
Με αυτοκίνητο, υπάρχουν 3 αυτοκινητόδρομοι (autostradale στα ιταλικά): A4 Μπρέσια-Πάντοβα, που συνδέεται με τη Βερόνα (έπειτα προς Μπρένερ Πας, Ίνσμπρουκ και Βαυαρία) και Μιλάνο (έπειτα Ελβετία, Τορίνο και Γαλλία), Α4 Πάντοβα-Βενετία, προς Βενετία, έπειτα Μπελούνο (για παραθεριστικά θέρετρα στους Δολομίτες όπως η Κορτίνα), Τεργέστη και Ταρβίζιο (για Αυστρία, Σλοβενία, Κροατία και Ανατολική Ευρώπη), Α13 Μπολόνια-Πάντοβα, για Φερράρα και Μπολόνια (έπειτα Κεντρική και Νότια Ιταλία). Διόδια πρέπει να πληρώσει κανείς προκειμένου να χρησιμοποιήσει τους περισσότερους από τους ιταλικούς σιδηρόδρομους. Δρόμοι συνδέουν την Πάντοβα με όλα τα μεγάλα και μικρά κέντρα της περιοχής. Ένας αυτοκινητόδρομος με περισσότερες από 20 εξόδους περιβάλλει την πόλη, συνδέοντας τις συνοικίες και τις μικρές πόλεις της γύρω περιοχής.
Με τρένο
Η Πάντοβα διαθέτει δύο σιδηροδρομικούς σταθμούς μεταφοράς επιβατών. Ο κεντρικός σταθμός "Stazione di Padova" διαθέτει 11 πλατφόρμες και μερικές φορές αναφέρεται λανθασμένα ως "Padova Centrale". Είναι ένας από τους μεγαλύτερους σταθμούς στην Ιταλία. Περισσότερα από 450 τρένα τη μέρα αναχωρούν από την Πάντοβα. Ο σταθμός χρησιμοποιείται από περισσότερους από 20 εκατομμύρια επιβάτες ετησίως. Άλλοι σιδηροδρομικοί σταθμοί είναι οι "Padova Ponte di Brenta" (που σύντομα θα κλείσει), "Padova San Lazzaro" (προγραμματισμένος), και "Padova Campo di Marte" που δεν εξυπηρετεί επιβάτες από τότε που χρησιμοποιήθηκε ως σταθμός εμπορευματικών μεταφορών που θα μπορούσε να γίνει ένας από τους σταθμούς της "Servizio Ferroviario Metropolitano regionale ". Από την Πάντοβα, τρένα υψηλής ταχύτητας συνδέονται με το Μιλάνο, τη Ρώμη, την Μπολόνια, τη Φλωρεντία και τη Βενετία. Μπορεί κανείς να φτάσει στο Μιλάνο σε 1 ώρα και 51 λεπτά, στη Ρώμη σε 3 ώρες και στη Βενετία σε 20 λεπτά.
Ο σταθμός άνοιξε το 1842 όταν η υπηρεσία ξεκίνησε στο πρώτο μέρος του σιδηροδρόμου Μιλάνου-Βενετίας (το "Imperial Regia Ferrovia Ferdinandea") που χτίστηκε από την Πάντοβα στη Μαργκέρα μέσω του Μέστρε. Η "Porta Marghera" είναι ένα σημαντικό λιμάνι της περιοχής της Βενετίας.
Οι ενθουσιώδεις των σιδηροδρόμων μπορούν να επισκεφθούν το "Signal Box Α (Cabina Α)", διατηρημένο από το «Società Veneta Ferrovie" (μια εταιρεία που πήρε το όνομα της από τα προηγούμενα δημόσια έργα και τη σιδηροδρομική εταιρεία, που εδρεύει στην "Piazza Eremitani" στην Πάντοβα ) συνεταιρισμό.
Με αεροπλάνο
Η Πάντοβα είναι σχετικά κοντά σε αεροδρόμια στη Βενετία, στη Βερόνα, στο Τρεβίζο και στην Μπολόνια. Το αεροδρόμιο της Πάντοβα, το "Gino Allegri" ή Aeroporto civile di Padova "Gino Allegri", ή Aeroporto di Padova, δεν εξυπηρετείται πλέον από τακτικά προγραμματισμένες πτήσεις. Η Πάντοβα είναι, ωστόσο, η έδρα ενός από τα τέσσερα Κέντρα Ελέγχου Περιοχής στην Ιταλία.
Η Βενετία, περίπου 50 χιλιόμετρα (31 μίλια) μακριά, είναι το κοντινότερο λιμάνι.
Δημόσια συγκοινωνία
Οι αστικές δημόσιες συγκοινωνίες περιλαμβάνουν τα δημόσια λεωφορεία, μαζί με ένα νέο τραμ (που συνδέει το Albignasego, στο νότιο τμήμα της Πάντοβας, με το Pontevigodarzere στα βόρεια της πόλης, χάρη στη νέα γραμμή που χτίστηκε το 2009), καθώς και ιδιωτικά ταξί. Υπάρχει επίσης ένα CitySightseeing tour "Hop on Hop Off".
Το κέντρο της πόλης είναι εν μέρει κλειστό για τα οχήματα, εκτός από τους κατοίκους και τα επιτρεπόμενα οχήματα. Υπάρχουν μερικοί χώροι στάθμευσης αυτοκινήτων γύρω από την περιοχή. Σε αυτή την περιοχή, επίσης, υπάρχουν κάποιοι δρόμοι και πλατείες που προορίζονται αποκλειστικά για τους πεζούς και τα ποδήλατα.
Η Πάντοβα έχει περίπου 40 λεωφορειακές γραμμές, οι οποίες εξυπηρετούνται από νέα λεωφορεία, (που αγοράστηκαν το 2008-9), με μια τηλεόραση που εμφανίζει τη γραμμή της διαδρομής, την επόμενη στάση, τα πιο σημαντικά μνημεία, τη γραμμή σύνδεσης και τον αναμενόμενο χρόνο αναμονής για κάθε γραμμή. Κάθε τραμ / λεωφορείο είναι εξοπλισμένο με κάμερες ασφαλείας και ελέγχεται από GPS.
Η περιοχή του Βένετο χτίζει μια περιφερειακή σιδηροδρομική γραμμή ("S-Bahn-like system") γύρω από την πόλη με 15 νέους σταθμούς. Το όνομά του θα είναι SFMR και θα φτάνει στην επαρχία της Βενετίας.
Ο αστεροειδής363 Πάδουα (363 Padua), που ανακαλύφθηκε το 1893, πήρε το όνομά του από την ιστορική αυτή ιταλική πόλη.
↑B.O. Foster, "Introduction," in Livy, Books I and II, The Loeb Classical Library (New York, 1919), xxi.
↑B.O. Foster, "Introduction," in Livy, Books I and II, The Loeb Classical Library (New York, 1919), xxiii.
↑"The linear ancestor of Renaissance humanism" according to Roberto Weiss, The Renaissance Discovery of Classical Antiquity (Oxford: Blackwell) 1973:17.
↑Guido Billanovich, "'Veterum Vestigia Vatum' nei carmi dei preumanisti padovani", Italia Medioevale e Umanistica I 1958:155-243, noted by Weiss 1973:17 note 4.
↑de Ligt, L.; Northwood, S.J. (2008). People, Land, and Politics: Demographic Developments and the Transformation of Roman Italy 300 BC-AD 14. Brill. σ. 150.