Αναπαράσταση του Μπλέιντουντ ο οποίος προσπαθεί να πετάξει με τα τεχνητά φτερά του (από το Lyte Pedigree του 1605. Add. Ms. 48343 της Βρετανικής Βιβλιοθήκης).
Ο Μπλέιντουντ (Bladud) ή Μπλέιντυντ (Blaiddyd)[a] ήταν μυθικός βασιλιάς των Βριτόνων, για την ύπαρξη των οποίων δεν υπάρχει ιστορική απόδειξη. Αναφέρεται για πρώτη φορά στο έργο Historia Regum Britanniae του Τζέφρεϊ του Μονμάουθ, όπου περιγράφεται ως ο γιος του Βασιλιά Ρουντ Χουντ Χούντιμπρας, και ο δέκατος κυβερνήτης σε σειρά διαδοχής του πρώτου Βασιλια, Βρούτου. Ένας γιος του Κάρατοκ με το όνομα Μπλέιντιουντ (Bleydiud) αναφέρεται στην εγγραφή MS 3859 του Ουαλικού γενεαλογικού δένδρου του Χάρλεϊ, αναφέροντας πως ο Τζέφρεϊ παρερμήνευσε ένα υπόλειμμα της Ουαλικής αυτής γενεαλογίας (όπως στο γενεαλογικό δέντρο του Χάρλεϊ ή κάποιο σχετικό κείμενο).[1] Η Ουαλική μορφή του ονόματος αποδίδεται ως Μπλέιντυντ (Blaiddyd) σε χειρόγραφα του Brut Tysilio (Ουαλική μετάφραση του Historia του Τζέφρεϊ).[2] Η ερμηνεία του ονόματος είναι «Λύκος-λόρδος» (Ουαλικά: blaidd «λύκος» + iudd «λόρδος»).[3] Στο κείμενο αναφέρεται πως ίδρυσε την πόλη Μπαθ. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Λέιρ (βασιλιάς Λήαρ).
Ο μύθος του Μπλέιντουντ αργότερα εξωραΐστηκε από άλλους συγγραφείς, όπως ο Τζον Χάρντινγκ και ο Τζον Χίγκινς, οι οποίοι έγραψαν κατά τον 16ο αιώνα.[4]
Θρύλος
Σύμφωνα με την τελική μορφή του θρύλου, ο Μπλέιντουντ εστάλη από τον πατέρα του στην Αθήνα για σπουδές φιλελεύθερων τεχνών. Επέστρεψε μετά τον θάνατο του πατέρα του, μαζί με τέσσερις φιλόσοφους, και ίδρυσε πανεπιστήμιο στο Στάμφορντ του Λινκολνσάιρ, το οποίο άκμασε μέχρι την περίοδο που έκλεισε από τον Άγιο Αυγουστίνο του Καντερμπέρι λόγω των αιρέσεων που διδασκόταν εκεί. Υποθετικά κυβέρνησε για είκοσι χρόνια από το 863 π.Χ. ή ίσως το 500 π.Χ., την περίοδο δηλαδή που κατασκεύασε το Κερμπάντουμ ή Κερβάδον (Μπαθ), δημιουργώντας τις εκεί θερμές πηγές χρησιμοποιώντας μαγεία. Αφιέρωσε την πόλη στη θεά Αθηνά ή Μινέρβα, και προς τιμήν της άναψε αθάνατες φωτιές, των οποίων οι φλόγες γινόταν σφαίρες από πέτρα καθώς μεγάλωναν στα χαμηλά, με τις νέες να αναπηδούν στη θέση τους: ένας εξωραϊσμός που ανέφερε σε μια έκθεση του ο συγγραφέας Σολίνος του 14ου αιώνα σχετικά με τη χρήση του τοπικού άνθρακα στους βωμούς του ναού της.[5]
Λέπρα
Λέγεται πως ίδρυσε την πόλη επειδή όταν βρισκόταν στην Αθήνα απέκτησε λέπρα, και όταν επέστρεψε στην πατρίδα του φυλακίστηκε ως αποτέλεσμα αυτού. Ωστόσο διέφυγε μακριά και άρχισε να κρύβεται. Βρήκε απασχόληση ως χοιροβοσκός στο Σουεϊνγουίκ, περίπου 3 χιλιόμετρα (2 μίλια) από τη μεταγενέστερη θέση του Μπαθ, και παρατήρησε πως οι χοίροι του πηγαίναν σε έναν βάλτο όταν ο καιρός ήταν κρύος και επέστρεφαν καλυμμένοι με λάσπη. Ανακάλυψε πως η λάσπη ήταν ζεστή, και πως τους άρεσε η θερμότητα της. Παρατήρησε ακόμη πως οι χοίροι που καλυπτόταν με λάσπη δεν υπέφεραν από δερματικές ασθένειες όπως γινόταν με τους άλλους, και έτσι δοκίμασε ένα λασπολουτρό για τον εαυτό του. Αυτό θεράπευσε τη λέπρα του. Έπειτα επέστρεψε στη θέση του ως φυσικός κληρονόμος του πατέρα του, και ίδρυσε την πόλη του Μπαθ, ώστε να επωφεληθούν και άλλοι όπως αυτός.[6]
Νεκρομαντεία
Ο μύθος αναφέρει ακόμη πως ενθάρρυνε την πρακτική της νεκρομαντείας, ή μαντείας μεταξύ των πνευμάτων των νεκρών. Μέσω της πρακτικής αυτής, λέγεται πως κατασκεύασε φτερά για τον εαυτό του και προσπάθησε να πετάξει προς (ή από) τον ναό του Απόλλωνα στο Τρινοβάντουμ (Λονδίνο) ή την Τρόια Νόβα (Νέα Τροία), αλλά σκοτώθηκε όταν χτύπησε σε τοίχο, ή κατέπεσε και έσπασε τον λαιμό του ή τραυματίστηκε πολύ σοβαρά. Τάφηκε θεωρητικά στη Νέα Τροία και τον διαδέχθηκε ο γιος του, Λέιρ. Ο αρχιτέκτονας του 18ου αιώνα Τζον Γουντ ο Πρεσβύτερος έγραψε για τον Μπλέιντουντ και διατύπωσε τον ευφάνταστο ισχυρισμό πως θα έπρεπε να ταυτοποιηθεί με τον Άβαρι τον Υπερβόρειο, τον θεραπευτή που ήταν γνωστός από Αρχαιοελληνικές πηγές της Κλασικής εποχής.[8]