Η μάχη του Βούκοβαρ ήταν η 87-ήμερη πολιορκία του Βούκοβαρ στην ανατολική Κροατία από τον γιουγκοσλαβικό λαϊκό στρατό (JNA), ο οποίος υποστηριζόταν από διάφορες παραστρατιωτικές δυνάμεις της Σερβίας, από τον Αύγουστο μέχρι τον Νοέμβριο του 1991. Πριν τον πόλεμο της Κροατίας, η μπαρόκ πόλη ήταν μια ακμάζουσα, μικτή κοινότητα Κροατών, Σέρβων και άλλων εθνικοτήτων. Καθώς η Γιουγκοσλαβία άρχισε να διασπάται, ο πρόεδρος της Σερβίας Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς και ο πρόεδρος της Κροατίας Φράνιο Τούτζμαν ακολούθησαν εθνικιστική πολιτική. Το 1990, άρχισε ένοπλη συμπλοκή από Κροάτες Σέρβους στρατιώτες, με την υποστήριξη της σερβικής κυβέρνησης και παραστρατιωτικών οργανώσεων, οι οποίοι κατέλαβαν περιοχές όπου κατοικούσαν Σέρβοι στην Κροατία. Ο JNA άρχισε να παρεμβαίνει υπέρ της επανάστασης και ξέσπασαν συγκρούσεις στην ανατολική κροατική περιοχή της Σλαβονίας τον Μάιο του 1991. Τον Αύγουστο, ο JNA εξαπέλυσε επίθεση πλήρους κλίμακας ενάντια σε κροατικά εδάφη στην ανατολική Σλαβονία, συμπεριλαμβανομένου του Βούκοβαρ.
Την άμυνα του Βούκοβαρ είχαν αναλάβει περίπου 1.800 στρατιώτες με ελαφρύ εξοπλισμό της Κροατικής Εθνοφρουράς (ZNG) και εθελοντές πολίτες, ενάντια σε 36.000 στρατιώτες του JNA και Σέρβους παραστρατιωτικούς, εξοπλισμούς με βαρύ πυροβολικό και θωράκιση. Κατά τη διάρκεια της μάχης, η πόλη βαλλόταν με ρουκέτες και βλήμματα με ρυθμό μέχρι 12.000 την ημέρα. Εκείνη την περίοδο, ήταν η σφοδρότερη και πιο παρατεταμένη μάχη στην Ευρώπη από το 1945, και το Βούκοβαρ ήταν η πρώτη μεγάλη ευρωπαϊκή πόλη που καταστράφηκε ολοσχερώς από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Όταν οι Σέρβοι κατέλαβαν το Βούκοβαρ στις 18 Νοεμβρίου 1991, εκατοντάδες στρατιώτες και πολίτες σφαγιάστηκαν από τις σερβικές δυνάμεις και τουλάχιστον 20.000 κάτοικοι απελάθηκαν. Από το Βούκοβαρ απομακρύνθηκε ο μη-σερβικός πληθυσμός του και έγινε τμήμα της αυτοανακηρυγμένης Δημοκρατίας της Σερβικής Κράινα. Πολλοί Σέρβοι στρατιωτικοί και πολιτικοί αξιωματούχοι, συμπεριλαμβανομένου του Μιλόσεβιτς κατηγορήθηκαν και σε μερικές περιπτώσεις φυλακίστηκαν για εγκλήματα πολέμου κατά τη διάρκεια και μετά τη μάχη.
Η μάχη εξάντλησε τον JNA και αποδείχθηκε σημείο καμπής στον πόλεμο της Κροατίας. Η παύση πυρός ανακηρύχθηκε μερικές εβδομάδες αργότερα. Το Βούκοβαρ παρέμεινε σε σερβικά χέρια μέχρι το 1998, όταν επανενσωματώθηκε στην Κροατία. Από τότε και έχει ξαναχτιστεί αλλά έχει λιγότερο από το μισό του προπολεμικού πληθυσμού και πολλά κτίρια είναι ακόμη σημαδεμένα από τη μάχη. Οι δύο κύριες εθνικές κοινότητες παραμένουν διχασμένες και δεν έχει επανακτήσει την πρότερη ευημερία της.
Υπόβαθρο
Το Βούκοβαρ ήταν σημαντικό επαρχιακό κέντρο στα ανατολικά σύνορα της Κροατίας, στην ανατολική Σλαβονία, στις δυτικές όχθες του Δούναβη. Η περιοχή είχε ποικίλο πληθυσμό Κροατών, Σέρβων, Ούγγρων, Σλοβάκων, Ρουθηνιανών και πολλών άλλων εθνικοτήτων, οι οποίες ζούσαν μαζί για αιώνες σε σχετική αρμονία πριν τον πόλεμο της Κροατίας. Ήταν μια από τις πλουσιότερες περιοχές της Γιουγκοσλαβίας πριν τον πόλεμο. Η μακροχρόνια ευημερία του Βούκοβαρ αντικατοπτριζόταν σε ένα από τα εντυπωσιακότερα σύνολα μπαρόκ αρχιτεκτονικής στην Κροατία.[3]
Στην περιοχή έλαβαν χώρα σημαντικές δημογραφικές μεταβολές μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι εθνικά Γερμανοί απελάθηκαν και στη θέση τους ήρθαν πρόσφυγες από άλλα μέρη της Γιουγκοσλαβίας.[4] Στην τελευταία απογραφή της Γιουγκοσλαβίας, το 1991, ο δήμος του Βούκοβαρ είχε 84.189 κατοίκους, από τους οποίος το 43,8% ήταν Κροάτες, 37,5% ήταν Σέρβοι και οι υπόλοιποι από άλλες εθνότητες. Ο πληθυσμός της πόλης ήταν 47% Κροάτες και 32,3% Σέρβοι.[5]
Από το 1945, η Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας κυβερνιόταν από ένα ομοσπονδιακό σοσιαλιστικό κράτος αποτελούμενο από έξι νεοδημιοργηθήσες δημοκρατίες. Τα τρέχοντα σύνορα ανάμεσα σε Σερβία και Κροατία καθορίστηκαν το 1945 από κρατική ομοσπονδιακή επιτροπή, η οποία περιέλαβε τις περιοχές με σερβική πλειοψηφία στη σοσιαλιστική δημοκρατία της Σερβίας και αυτές με κροατική πλειοψηφία στη σοσιαλιστική δημοκρατία της Κροατίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μεγάλη σερβική μειοψηφία να βρεθεί στην Κροατία.
Μετά τον θάνατο του ηγέτη της Γιουγκοσλαβίας Γιόσιπ Μπροζ Τίτο το 1980, ο καταπιεσμένος εθνικισμός αναζωπυρώθηκε και οι επιμέρους δημοκρατίες άρχισαν να διεκδικούν περισσότερο την εξουσία τους καθώς η ομοσπονδιακή κυβέρνηση αδυνατούσε. Η Σλοβενία και η Κροατία κινήθηκαν προς τη πολυκομματική δημοκρατική και οικονομική μεταρρύθμιση, αλλά ο αυταρχικός κομμουνιστής πρόεδρος Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς εναντιώθηκε στη μεταρρύθμιση και προσπάθησε να αυξήσει τη δύναμη της κομμουνιστικής κυβέρνησης της Γιουγκοσλαβίας.[6] Το 1990, η Σλοβενία και η Κροατία διεξήγαγαν εκλογές στις οποίες τερματίστηκε η κομμουνιστική ηγεσία και έφεραν στην εξουσία εθνικιστικά υπέρ της ανεξαρτησίας κόμματα. Στην Κροατία, η Κροατική Δημοκρατική Ένωση του Φράνιο Τούντζμαν αναδείχθηκε κυβέρνηση με τον Τούτζμαν πρόεδρο.[7]
Στο πρόγραμμα του Τούτζμαν εναντιώθηκαν πολλά μέλη της σερβικής μειονότητας στην Κροατία, προς τα οποία ήταν τελείως ανταγωνιστικό. Το Σερβικό Δημοκρατικό Κόμμα, με υποστήριξη από τον Μιλόσεβιτς, αποκήρυξε την Κροατική Δημοκρατική Ένωση ως μετενσάρκωση των εθνικιστών-φασιστών Ουστάσι, οι οποίοι είχαν σφαγιάσει εκατοντάδες χιλιάδες Σέρβους κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Από τα μέσα του 1990, το Σερβικό Δημοκρατικό Κόμμα οργάνωσε ένοπλη εξέγερση στις περιοχές της Κροατίας όπου κατοικούσαν Σέρβοι και δημιούργησε την αυτοανακηρυγμένη Δημοκρατία της Σερβικής Κράινα με κρυφή υποστήριξη από τη σερβική κυβέρνηση και σερβικών παραστρατιωτικών ομάδων. Η κροατική κυβέρνηση έχασε γρήγορα τον έλεγχο μεγάλων περιοχών της δημοκρατίας. Τον Φεβρουάριο του 1991, οι Σέρβοι της Κράινα κήρυξαν την ανεξαρτησίας τους από την Κροατία και ανακοίνωσαν ότι θα ενωθούν με τη Σερβία. Άλλες σερβικές κοινότητες ανακοίνωσαν ότι θα αποσχιστούν και δημιούργησαν τις δικές του στρατιωτικές δυνάμεις.[8]
Πρελούδιο της μάχης
Η διαμάχη ανάμεσα σε Σέρβους και Κροάτες επεκτάθηκε στην ανατολική Σλαβονία στις αρχές του 1991. Την 1η Απριλίου, Σέρβοι γύρω από το Βούκοβαρ και άλλες πόλεις στην ανατολική Σλαβονία άρχισαν να ορθώνουν οδοφράγματα σε κύριους δρόμους.[9] Οι Λευκοί Αετοί, μια σερβική παραστρατιωτική οργάνωση με αρχηγό τον Βόγισλαβ Σέσελι, μετακινήθηκαν στο σερβικού πληθυσμού χωριό Μπόροβο Σέλο,[10] λίγο βόρεια του Βούκοβαρ. Στα μέσα Απριλίου 1991, εκτοξεύθηκαν αντιαρματικοί πύραυλοι Armbrust σε αγροτικό μηχάνημα το οποίο δρούσε ως οδόφραγμα.[11] Σύμφωνα με μια δεύτερη εκδοχή, τρεις πύραυλοι εκτοξεύθηκαν εναντίων σπιτιών Σέρβων. Δεν υπήρχαν θύματα, αλλά οι επιθέσεις όξυναν τις εθνικιστικές τάσεις.[12] Τις 2 Μαΐου, Σέρβοι παραστρατιωτικοί έστησαν ενέδρα σε δύο κλούβες της κροατικής αστυνομίας στο κέντρο του Μπόροβο Σέλο, σκοτώνοντας 12 αστυνομικούς και τραυματίζοντας άλλους 22. Τρεις Σέρβοι έχασαν, επίσης, τη ζωή τους.[9] Η μάχη του Μπόροβο Σέλο αποτελούσε τη χειρότερη πράξη βίας ανάμεσα σε Σέρβους και Κροάτες από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.[13] Εξόργισε πολλούς Κροάτες και οδήγησε σε εθνικιστική βία σε όλη τη Σλαβονία.[14]
Λίγο αργότερα, μονάδες του Γιουγκοσλαβικού λαϊκού στρατού (JNA) μεταφέρθηκαν στο Μπόροβο Σέλο. Η παρέμβαση του στρατού καλωσορίστηκε από τους τοπικούς Κροάτες ηγέτες, αλλά ο Κροάτης υφυπουργός εσωτερικών Μίλαν Μπρέζακ κατηγόρησε ότι ο JNA εμπόδισε την κροατική αστυνομία να αντιμετωπίσει τους παραστρατιωτικούς.[15][16] Ανταλλαγές πυροβολισμών ξέσπασαν στην περιοχή ανάμεσα σε αντίπαλους στρατιωτικούς.[14] Στο Βούκοβαρ, οι Κροάτες παρενοχλούσαν Σέρβους κατοίκους, κάποιες φορές βίαια. Η κροατική αστυνομία κατέλαβε με τη βίαια τον τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό, Radio Vukovar, και οι Σέρβοι υπάλληλοι του πολυεθνικού σταθμού απολύθηκαν και αντικαταστάθηκαν με Κροάτες.[17] Οι Σέρβοι παραστρατιωτικοί απέκλειαν συστηματικά τις μεταγωγικές οδούς στην εξοχή γύρω από το Βούκοβαρ, στην οποία κατοικούσαν κυρίως Σέρβοι, και εντός ολίγων ημερών, η πόλη ήταν κυρίως προσβάσιμη μέσω ενός μη ασφαλτοστρωμένου δρόμου ο οποίος περνούσαν μέσα από χωριά με Κροάτες κατοίκους. Η ατμόσφαιρα στο Βούκοβαρ λεγόταν ότι ήταν «δολοφονική».[18]
Τις 19 Μαςιου 1991, η κροατική κυβέρνηση διεξήγαγε δημοψήφισμα σχετικά με την ανακήρυξη ανεξαρτησίας. Στο Βούκοβαρ, όπως και αλλού στην Κροατία, οι σκληροπυρηνικοί Σέρβοι εθνικιστές ζήτησαν από τους Σέρβους να μποϊκοτάρουν το δημοψήφισμα, ενώ οι μετριοπαθείς ήθελαν να χρησιμοποιήσουν το δημοψήφισμα για να δείξουν την αντίθεσή τους στην ανεξαρτησία. Πολλοί ντόπιοι Σέρβοι ψήφισαν,[19] αλλά το δημοψήφισμα υπερψηφίστηκε με 94% υπέρ.[20]
Η βία εντός και γύρω από το Βούκοβαρ επιδεινώθηκε μετά το δημοψήφισμα ανεξαρτησίας. Συνεχείς επιθέσεις με όπλα και βόμβες καταγράφονταν στην πόλη και στα γύρω χωριά.[21] Σποραδικοί βομβαρδισμοί της πόλης άρχισαν τον Ιούνιο και αυξήθηκαν σε ένταση κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Το Μπόροβο Νασέλιε, ένα κροατικό βόρεια προάστιο του Βούκοβαρ δέχθηκε σφοδρά πυρά τις 4 Ιουλίου.[22] Σέρβοι παραστρατιωτικοί απομάκρυναν χιλιάδες μη-Σέρβους από τις οικίες τους στον δήμο.[23] Κροάτες παραστρατιωτικοί, υπό τη αρχηγία του Τόμισλαβ Μέρτσεπ, επιτέθηκαν σε Σέρβους στο Βούκοβαρ. Ανάμεσα σε 26[24] με 30[25] Σέρβους φέρονται να εξαφανίστηκαν ή να σκοτώθηκαν, και χιλιάδες άλλοι έφυγαν από τις οικίες τους. Ένας αντιπρόσωπος της κροατικής κυβέρνησης στο Βούκοβαρ είπε στις αρχές στο Ζάγκρεμπ ότι «η πόλη είναι ξανά θύμα του τρόπου, ένοπλης πάλης και προβοκατόρικους πυροβολισμούς με πιθανές ολέθριες συνέπειες. Η πολιτική που ακολουθείται μέχρι τώρα έχει δημιουργήσει ατμόσφαιρα τρόμου στον κροατικό και σερβικό πληθυσμό.»[26] Ένοπλοι και από τις δύο πλευρές έκαψαν και λεηλάτησαν εκατοντάδες σπίτια και αγροκτήματα στην περιοχή.[27]
Αντίπαλες δυνάμεις
Μέχρι τα τέλη του 1991, οι αυτοσχέδιες κροατικές δυνάμεις στο Βούκοβαρ περιβάλλονταν σχεδόν ολοκληρωτικά από Σέρβους παραστρατιωτικούς στα γύρω χωριά. Παραστρατιωτικοί, στρατιώτες του JNA και της Εδαφικής Άμυνας (κροατικά: Teritorijalna obrana, σερβικά: Територијална одбрана ή TO) ήταν παρόντες στις περιοχές όπου κατοικούσαν Σέρβοι. Υπήρχε επίσης μικρή δύναμη του JNA στους στρατώνες της πόλης στην περιοχή Σαϊμίστε του Βούκοβαρ, η οποία περιβαλλόταν από περιοχές τις οποίες έλεγχαν Κροάτες.[28] Αν και οι δύο πλευρές αναφέρονται συνήθως ως «κροατική» και «σερβική» ή «γιουγκοσλαβική», Σέρβοι και Κροάτες καθώς και άλλες εθνικές ομάδες πολέμησαν και στις δύο πλευρές. Ο πρώτος διοικητής της επιτιθέμενης δύναμης ήταν Σλαβομακεδόνας[29] και σημαντικό τμήμα των Κροατικών δυνάμεων ήταν Σέρβοι και μέλη των άλλων εθνικοτήτων.[30]
Κροατικές δυνάμεις
Οι κροατικές δυνάμεις στο Βούκοβαρ αποτελούνταν από 1.800 άντρες, οργανωμένους σε μονάδες από τη νεοδημιουργηθείσα Κροατική Εθνοφρουρά, συμπεριλαμβανομένων 400 μελών της 1ης και της 3ης Ταξιαρχίας Φρουρών. Το 4ο Τάγμα της 3ης Ταξιαρχίας Φρουρών ήταν σταθμευμένο στην πόλη εξ αρχής, ενώ μέλη της πρώτης Ταξιαρχίας Φρουρών έφτασαν ενώ υποχωρούσαν από άλλες περιοχές στη δυτική Συρμία. Πέρα από τους φρουρούς υπήρχαν 300 αστυνομικοί και 1.100 εθελοντές πολίτες από του Βούκοβαρ και κοντινές κοινότητες.[31] Ο κύριος όγκος των δυνάμεων αρχικά οργανώθηκε με αυτοσχέδιο τρόμο, αλλά αναδιοργανώθηκε επίσημα στα τέλη Σεπτεμβρίου 1991 ως η 204η ταξιαρχία του Βούκοβαρ, γνωστή και ως 124η ταξιαρχία.[32]
Εθελοντές έφτασαν από άλλα μέρη της Κροατίας, συμπεριλαμβανομένων 58 μελών της ακροδεξιάς παραστρατιωτικής οργάνωσης Κροατικές Δυνάμεις Άμυνας (HOS) τους οποίους υποστήριζε το ακραίο εθνικιστικό Κροατικό Κόμμα Δικαιωμάτων του Ντόμπροσλαβ Παράγκα.[33] Οι αμυνόμενοι ήταν χαρακτηριστικό δείγμα της κοινωνίας του Βούκοβαρ. Σχεδόν το ένα τρίτο ήταν μη Κροάτες, όπως Σέρβοι, Ρουθηνιανοί, Ούγγροι και από άλλες εθνικότητες.[30] Περίπου εκατό από τους αμυνόμενους ήταν Σέρβοι. Σύμφωνα με τον Ζόραν Σάνγκουτ, ένα από τους Κροάτες αμυνόμενους «Τους εμπιστευόμασταν πλήρως. Υπερασπίστηκαν το Βούκοβαρ μαζί μας».[34]
Οι κροατικές δυνάμεις στο Βούκοβαρ ήταν υπό την ηγεσία του Μίλε Ντεντάκοβιτς, πρώην αξιωματικό του γιουγκοσλαβικού στρατού, ο οποίος είχε ενταχθεί στην Κροατική Εθνοφρουρά. Ο Ντεντάκοβιτς προσφέρθηκε εθελοντικά για μια θέση στο Βούκοβαρ και ανέλαβε την άμυνα της πόλης.[35] Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας ήταν γνωστός ως το «Γεράκι» (Jastreb).[36] Εκείνη την περίοδο, ο Κρόατης υπουργός άμυνας Γκόικο Σούσακ ανέφερε ότι το Βούκοβαρ το υπερασπίζονταν και Σέρβοι και χρησιμοποιήσε τον Ντεντάκοβιτς ως παράδειγμα, ένας ισχυρισμός ο οποίος αναφέρεται επίσης από ανεξάρτητες πηγές, αλλά είναι αναληθής.[37] Ο υπαρχηγός του Ντεντάκοβιτς ήταν ο Μπράνκο Μπόρκοβιτς, ένας άλλος πρώην αξιωματικός του γιουγκοσλαβικού στρατού ο οποίος είχε προσφερθεί εθελοντικά να υπηρετήσει στο Βούκοβαρ.[38] Οι δύο άντρες εγκαθίδρυσαν ενοποιημένη διοίκηση, οργάνωσαν τους αμυνόμενους σε μια ταξιαρχία και επέβαλαν ολοκληρωμένο αμυντικό σύστημα.[39] Δημιουργήθηκε αμυντικός δακτύλιος έξι τομέων, και ο κάθε τομέας ανατέθηκε σε μια μονάδα της 204ης ταξιαρχίας. Οι αμυνόμενοι χρησιμοποίησαν δίκτυο κελλαριών, καναλιών, αναχωμάτων και τάφρων για να ανασυσταγχθούν στους τομείς όπως ήταν ανάγκη.[40]
Στην αρχή της μάχης, ήταν κακώς οπλισμένοι και πολλοί διέθεταν μόνο κυνηγετικά τυφέκια. Βασίζονταν κυρίως σε ελαφρά όπλα του πεζικού, αλλά απέκτησαν μερικά βαριά πυροβόλα και αντιαεροπορικά όπλα, και κατασκεύασαν αυτοσχέδιες νάρκες.[41] Επίσης, απέκτησαν αρκετές εκατοντάδες αντιαρματικά όπλα, όπως εκτοξευτές ρουκετών Μ79 και Μ80, αλλά δεν διέθεταν αρκετά πυρομαχικά κατά τη διάρκεια της μάχης.[31][42] Η κατάληψη των στρατώνων του JNA βελτίωσε την κατάσταση του Βούκοβαρ, όπου η τροφοδοσία πυρομαχικών ήταν προτεραιότητα. Εκτιμάται ότι στο πεδίο μάχης του Βούκοβαρ καταναλώθηκε περίο το 55-60% των πυρομαχικών που είχαν διαθέσιμες οι Κροατικές δυνάμεις.[43]
Σερβικές δυνάμεις
Οι επιθετικές δυνάμεις περιλάμβανε στρατιώτες του Λαϊκού Στρατού από όλη τη Γιουγκοσλαβία, μέλη του ΤΟ, Τσέτνικ (Σέρβοι παραστρατιωτικοί εθνικιστές), τοπικοί Σέρβοι στρατιωτικοί και μονάδες του γιουγκοσλαβικού ναυτικού και αεροπορίας. Οι Γιουγκοσλαβικές και Σερβικές δυνάμεις στην περιοχή του Βούκοβαρ έφτασαν να αριθμούν μέχρι περίπου 36.000 στη μέγιστη ισχύ τους.[44] Ήταν εξοπλισμένοι με βαρύ πυροβολικό, πυραύλους και άρματα μάχης και υποστηρίζονταν από αεροσκάφη και πολεμικά πλοία στον Δούναβη.[41]
Αν και η μάχη δόθηκε κυρίως από τον ομοσπονδιακό γιουγκοσλαβικό στρατό, η κυβέρνηση της Σερβίας ήταν άμεσα εμπλεκόμενη. Η σερβική μυστική αστυνομική υπηρεσία, η SDB, έλαβε μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις και κάποιοι από τους αξιωματικούς της ηγούνταν των σερβικών δυνάμεων ΤΟ που πολεμούσαν στο Βούκοβαρ.[45] Το σερβικό υπουργείο εσωτερικών διηύθυνε τις δραστηριότητες των παραστρατιωτικών[46] καθώς και τους παρείχε πυρομαχικά και άλλον εξοπλισμό.[47] Ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς αργότερα κατηγορήθηκε για άμεση εμπλοκή. Σύμφωνα με τον Βέσελιν Σλιβαντσάνιν, ο οποίος αργότερα κατηγορήθηκε για εγκλήματα πολέμου στο Βούκοβαρ, η εντολή να βομβαρδιστεί στο Βούκοβαρ «ήρθε από το Ντεντίνιε», τη γειτονιά του Βελιγραδίου όπου ζούσε ο Μιλόσεβιτς.[48]
Στην αρχή του πολέμου της Σλοβενίας, ο στρατός θεωρούσε ακόμη τον εαυτό του προστάτη της ομοσπονδιακής, κομμουνιστικής Γιουγκοσλαβίας, πάρα όργανο του σερβικού εθνικισμού. Ο επικεφαλής του, στρατηγός Βέλικο Καντίγιεβιτς, Γιουγκοσλάβος υπουργός Άμυνας και αφοσιωμένος κομμουνιστής, αρχικά επεδίωξε να κρατήσει με τη βια τη Γιουγκοσλαβία ενωμένη και ανακήρυξε την ουδετερότητα του στρατού στη διαμάχη Σέρβων-Κροατών.[49] Η ηγεσία του λαϊκού στρατού σκόπευε να κόψει την Κροατία στα δύο καταλαμβάνοντας τις περιοχές με σερβικό πληθυσμό στην ενδοχώρα, σχεδόν όλη τη Δαλματική ακτή και μεγάλο τμήμα της κεντρικής και ανατολικής Κροατίας. Σκόπευε να αναγκάσει την πολιτική ηγεσία της Κροατίας να συνθηκολογήσει και να επαναδιαπραγματευτεί τη θέση της ως μέλος της Γιουγκοσλαβίας.[50] Η ηγεσία του λαϊκού στρατού δεν κυριαρχούταν από εθνικά Σέρβους και αυτοί οι στόχοι αντικατόπτριζαν τη «γιουγκοσλαβική» ματιά της πολυεθνικής ηγεσίας. Ο Καντίγιεβιτς ήταν μισός Κροάτης και μιστός Σέρβος, ο υπαρχηγός του Σλοβένος, ο διοικητής στη πρώτη φάση της μάχης Σλαβομακεδόνας και ο επικεφαλής της αεροπορίας, ο οποίος βομβάρδισε επανειλημμένως το Βούκοβαρ κατά τη διάρκεια της μάχης, ήταν Κροάτης.[29][51]
Η απώλεια της Σλοβενίας μετά τον πόλεμο των δέκα ημερών κατέστησε αδύνατο να εκπληρωθεί ο αρχικός στόχος να μείνει η Γιουγκοσλαβία ενωμένη. Πολλοί από τους Σέρβους στον στρατό δεν ήθελαν να πολεμήσουν για μια πολυεθνική Γιουγκοσλαβία. Ο στρατός απέκτησε ολοένα αυξανόμενο σερβικό χαρακτήρα, καθώς οι μη-Σέρβοι λιποτάκτησαν ή αρνήθηκαν να καταταγούν.[49] Κάποιοι από τους διοικητές του λαϊκού στρατού υποστήριζαν ανοικτά τους Σέρβους επαναστάτες στην Κροατία και τους παρείχαν όπλα.[47] Αν και ο Καντίγιεβιτς και άλλοι διοικητές του στρατοί αρχικά συμφώνησαν ότι «ο λαϊκός στρατός πρέπει να υπερασπίζεται όλα τα έθνη της Γιουγκοσλαβίας»,[47] τελικά αναγνώρισαν ότι δεν υπήρχε πιθανότητα να επιτύχουν τους αρχικούς τους στόχους και υποστήριξαν τους επαναστάτες Σέρβους στην Κροατία.[49]
Η γιουγκοσλαβική και σερβική προπαγάνδα απεικόνιζε τους Κροάτες αποσχιστές ως τους βίαιους Ουστάσι, οι οποίοι είχαν καταλάβει παράνομα τη Γιουγκοσλαβία και απειλούσαν Σέρβους πολίτες, υπενθυμίζοντας τα αντισερβικά πογκρόμ κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.[28] Ο Καντίγιεβιτς αργότερα δικαιολόγησε την επίθεση του λαϊκού στρατού στο Βούκοβαρ λέγοντας ότι «αποτελούσε ραχοκοκκαλιά του κροατικού στρατού» και ότι «έπρεπε να απελευθερωθεί».
Φάση Α, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1991
Η μάχη του Βούκοβαρ έλαβε χώρα σε δύο φάσεις και διήρκεσε περίπου 90 μέρες: από τον Αύγουστο μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1991, πριν η πόλη περικυκλωθεί πλήρως, και από τις αρχές Οκτωβρίου μέχρι τα μέσα Νοεμβρίου, όταν η πόλη περικυκλώθηκε και στη συνέχεια κατελήφθη από τον λαϊκό στρατό.[52] Από τον Ιούνιο, οι Σερβικές δυνάμεις υπέβαλαν το Βούκοβαρ και τα γειτονικά του χωριά σε καθημερινό ή σχεδόν καθημερινό βομβαρδισμό με βλήματα και όλμους.[28] Κατά τη διάρκεια του Ιούλη, ο λαϊκός στρατός και η ΤΟ άρχισαν να αναπτύσσουν μεγάλους αριθμούς στρατιωτών στην ανατολική Σλαβονία, περιβάλλοντας το Βούκοβαρ από τρεις πλευρές.[52] Οι σφοδρές συγκρούσεις ξεκίνησαν στα τέλη του Αυγούστου. Τις 23 Αυγούστου, το Μπόροβο Νασέλιε δέχθηκε σφοδρό βομβαρδισμό. Οι κροατικές δυνάμεις κατέρριψαν δύο γιουγκοσλαβικά μαχητικά αεροσκάφη Soko G-2 Galeb χρησιμοποιώντας αντιαεροπορικούς πυραύλους. Την επόμενη μέρα, ο Λαϊκός Στρατός, η Αεροπορία και το Ναυτικό άρχισαν μαζική επίθεση, χρησιμοποιώντας αεροσκάφη, πολεμικά πλοία στον Δούναβη, άρματα μάχης και πυροβόλα όπλα. Η επίθεση, η οποία εξαπολύθηκε από τις δύο πλευρές των συνόρων και προκάλεσε εκτεταμένες καταστροφές και θανάτους πολιτών.[28]
Η κροατικές κυβέρνηση επιτέθηκε σε τάγματα του λαϊκού στρατού και αποθήκες όπλων σε όλη τη χώρα τις 14 Σεπτεμβρίου, μια επίθεση η οποία ονομάστηκε η μάχη των στρατώνων. Ο στρατώνας του Βούκοβαρ ήταν ένας από αυτούς που δέχθηκαν επίθεση εκείνη την ημέρα, αλλά ο λαϊκός στρατός κατάφερε να τον υπερασπιστεί. Ως αντίποινα, Σέρβοι παραστρατιωτικοί επιτέθηκαν σε περιοχές νοτιοδυτικά του Βούκοβαρ από το Νεγκοσλάβτσι, τρέποντας 2.000 ανθρώπους σε φυγή. Υπήρχαν αναφορές για μαζικές δολοφονίες και θανάτους πολιτών.[53] Οι κροατικές δυνάμεις έξω από την περίμετρο του Βούκοβαρ απέκτησαν μεγάλες ποσότητες όπλων και πυρομαχικών από αποθήκες που κατέλαβαν εκεί, βοηθώντας τες να αναχαιτίσουν τις επιθέσεις του λαϊκού στρατού.[52]
Ο λαϊκός στρατός απάντησε με μαζική επίθεση στην ανατολική Σλαβονία, όπου σκόπευε να προελάσει δυτικά μέσα από το Βικόβτσι και το Όσιγιεκ προς το Ζάγκρεμπ. Ο στρατός δεν παρέκαμψε το Βούκοβαρ, διότι επεδίωκε να βοηθήσει τους πολιορκημένους στους στρατώνες και να εξαλείψει πιθανή απειλή στις γραμμές ανεφοδιασμού. Ο λαϊκός στρατός δεν επεδίωκε να γίνει το Βούκοβαρ κύριος στόχος της επίθεσης, αλλά, όπως συνέβη και στο Στάλινγκραντ κατά τη διάρκεια του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, η αρχική εμπλοκή έγινε πολιτικό σύμβολο και στις δύο πλευρές.[54]
Τις 19 Σεπτεμβρίου, μια μονάδα του λαϊκού στρατού, αποτελούμενη από τουλάχιστον εκατό Τ-55 και Μ-84 άρματα μάχης, με θωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού και βαρύ πυροβολικό έφυγε από το Βελιγράδι. Εισήλθε στην Κροατία κοντά στη σερβική πόλη Σιντ στις 20 Σεπτεμβρίου.[55] Οι κροατικές δυνάμεις σύντομα εξαλείφθηκαν και υποχώρησαν στο Βούκοβαρ. Η πρώτη μηχανοκίνητη ταξιαρχία έφτασε σύντομα στους στρατώνες του Βούκοβαρ και ήρε την πολιορκία. Επίσης, κινήθηκαν για να περικυκλώσουν στο Βούκοβαρ. Μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου, η πόλη είχε σχεδόν περικυκλωθεί, όλοι οι δρόμοι από και προς την πόλη είχαν αποκλειστεί και η μόνη οδός πρόσβασης ήταν μέσο ενός αγροτικού δρόμου ο οποίος διέσχιζε ένα εκτεθειμένο χωράφι με καλαμπόκια.[56]
Ο λαϊκός στρατός πραγματοποίησε επανειλημμένες επιθέσεις στο Βούκοβαρ, αλλά δεν κατάφερε πρόοδο. Τα θωρακισμένα οχήματα, σχεδιασμένα για μάχη σε ανοικτό πεδίο, δεν μπορούσαν να εισέλθουν στους στενούς δρόμους του Βούκοβαρ. Δεν υπήρχε υποστήριξη από το τακτικό πεζικό και οι μη επαρκώς εκπαιδευμένοι και χωρίς ισχυρό κίνητρο στρατιώτες της ΤΟ ήταν ανεπαρκές υποκατάστατο.[44] Οι στρατιώτες του λαϊκού στρατού φαινόταν να μην κατανοούν πώς να κάνουν επιχειρήσεις σε πόλεις και οι αξιωματούχοι επέδειξαν αργή και αντιδραστική λήψη αποφάσεων στο πεδίο της μάχης.[57]
Οι κροατικές δυνάμεις αντιμετώπισαν τις επιθέσεις του λαϊκού στρατού, τοποθετώντας νάρκες στους δρόμους, στέλνοντας κινητές μονάδες εξοπλισμένες με αντιαρματικά όπλα, τοποθετώντας ελεύθερους σκοπευτές και πολεμώντας από ισχυρά οχυρωμένες θέσεις.[44] Ο λαϊκός στρατός αρχικά βασιζόταν σε θωρακισμένες ομάδες οι οποίες θα προωθούνταν στους δρόμους και θα ακολουθούσαν μερικοί λόχοι πεζικού.[58] Οι Κροάτες αντέδρασαν, χρησιμοποιώντας αντιαρματικά όπλα από μικρή απόσταση, ακόμη και 20 μέτρα, ώστε να ακινητοποιήσουν τα οχήματα, παγιδεύοντας τους υπόλοιπους στρατιώτες.[59] Προσπαθούσαν να μην καταστρέψουν τελείως τα θωρακισμένα οχήματα του λαϊκού στρατού, για να χρησιμοποιήσουν τα υλικά για τον ανεφοδιασμό.[60] Οι Κροάτες χρησιμοποίησαν την τακτική της «ενεργούς άμυνας» ώστε να αποσυντονίσουν τον λαϊκό στρατό.[61] Αντιαρματικές και νάρκες ενάντια προσώπων εμπόδιζαν τους ελιγμούς του λαϊκού στρατού.[62] Οι αντισυμβατικές τακτικές χρησιμοποιήθηκαν για να υποβαθμίσουν το ηθικό του λαϊκού στρατού, όπως να τοποθετούν νάρκες κάτω άρματα μάχης του λαϊκού στρατού ενώ ήταν σταματημένα τη νύχτα, με αποτέλεσμα να εκρήγνυνται όταν ξεκινούσαν το πρωί.[63] Οι απώλειες του λαϊκού στρατού ήταν βαριές. Σε ένα δρόμο, ο οποίος έγινε γνωστός ως το «νεκροταφείο των τανκ», περίπου εκατό θωρακισμένα οχήματα καταστράφηκαν, τα δεκαπέντε από τον συνταγματάρχη Μάρκο Μπάμπιτς.[64] Οι απώλειες εξουθένωσαν το ηθικό των Σέρβων σε όλη την αλυσίδα της διοίκησης.[65]
Ο λαϊκός στρατός άρχισε τη χρήση πυροβολικού και ρουκετών ενάντια στην πόλη. Μέχρι το τέλος της μάχης, πάνω από 700.000 βλήματα και άλλα πυρομαχικά είχαν βομβαρδίσει το Βούκοβαρ,[66] με ρυθμό μέχρι 12.000 την ημέρα.[67] Εκτιμάται ότι το Βούκοβαρ και οι γειτονικές περιοχές βομβαρδίστηκαν με πάνω από 2,5 εκατομμύρια βλήματα διαμέτρου από 20 χιλιοστά και άνω.[68] Ο βομβαρδισμός ήταν πιο σφοδρός και από αυτόν του Στάλινγκραντ, λαμβάνοντας υπόψιν την γεωγραφική έκταση.[38] Οι εκατοντάδες πολίτες που παρέμεναν στο Βούκοβαρ έβρισκαν καταφύγιο σε κελάρια και καταφύγιο τα οποία είχαν κτιστεί κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.[56]
Οι αδυναμίες του λαϊκού στρατού και η αλλαγή τακτικής
Η έλλειψη υποστήριξης από το πεζικό ήταν εξαιτίας της υπερβολικά αργής επιστράτευσης τους προηγούμενους μήνες. Πολλοί έφεδροι, οι οποίοι προέρχονταν από όλες τις δημοκρατίες της Γιουγκοσλαβίας, συμπεριλαμβανομένης της Κροατίας, αρνήθηκαν να αναφερθούν στο καθήκον, και πολλοί στρατιώτες λιποτάκτησαν αντί να πολεμήσουν.[69] Η Σερβία δεν ήταν ποτά επισήμως σε πόλεμο και δεν έλαβε χώρα γενική επιστράτευση.[70] Εκτιμάται ότι 150.000 Σέρβοι έφυγαν στο εξωτερικό για να αποφύγουν τη στρατολόγηση και πολλοί άλλοι λιποτάκτησαν ή κρύφτηκαν.[71] Μόνο το 13% των στρατολογημένων αναφέρθηκαν.[72] Άλλοι 40.000 οργάνωσαν επαναστάσεις σε πόλεις σε όλη τη Σερβία. Η σερβική εφημερίδα Vreme σχολίασε τον Ιούλιο του 1991 ότι η κατάσταση ήταν αυτή μιας «πλήρης αποσύνθεσης του στρατού».[73]
Το ηθικό στο πεδίο της μάχης ήταν χαμηλό. Οι διοικητές του λαϊκού στρατού για να τονώσουν το ηθικό των αντρών για μάχη πυροβολούσαν στις ίδιες τις θέσεις. Όταν ο διοικητής μια μονάδας του λαϊκού στρατού στο Βούκοβαρ απαίτησε να μάχη ποιος θέλει να πολεμήσει και ποιος να επιστρέψει σπίτι, η μονάδα χωρίστηκε στα δύο. Ένας στρατιώτης ο οποίος δεν μπορούσε να αποφασίσει σε ποια πλευρά θα πάει, αυτοπυροβολήθηκε.[74] Ένας αξιωματικός του λαϊκού στρατού ο οποίος υπηρέτησε στο Βούκοβαρ περιέγραψε πώς οι άντρες του αρνήθηκαν να υπακούσουν σε εντολές σε πολλές περιπτώσεις «εγκαταλείποντας τα οχήματα μάχης, πετώντας τα όπλα τους, μαζεύονταν, κάθονταν και τραγουδούσαν το Give Peace a Chance του Τζον Λένον.» Στα τέλη Οκτώβρη, ένα ολόκληρο τάγμα πεζικού από το Νόβι Σαντ στη Σερβία, εγκατέλειψε τη επίθεση στο Μπόροβο Νασέλια και λιποτάκτησε. Μια άλλη ομάδα εφέδρων πέταξαν τα όπλα τους και επέστρεψαν στη Σερβία πεζοί, διασχίζοντας την τοπική γέφυρα.[75] Ένας οδηγός άρματος μάχης, ο Βλάντιμιρ Ζίβκοβιτς, οδήγησε το τανκ του από τη γραμμή του μετώπου στο Βούκοβαρ μέχρι το κτίριο του γιουγκοσλαβικού κοινοβουλίου στο Βελιγράδι, και το άφησε στα σκαλιά στην είσοδο του κοινοβουλίου. Συνελήφθη και ανακηρύχθηκε τρελός από τις αρχές. Η μεταχείρισή του εξόργισε τους συναδέλφους του, οι οποίοι διαμαρτυρήθηκαν καταλαμβάνοντας ένα τοπικό σταθμό με την απειλή του όπλου και ανακοίνωσαν ότι «δεν είμαστε προδότες, αλλά δεν θέλουμε να είμαστε οι επιτιθέμενοι».[76]
Στα τέλη Σεπτεμβρίου, ο αντισυνταγματάρχης Ζίβοτα Πάνιτς τοποθετήθηκε επικεφαλής της επιχείρησης ενάντια στο Βούκοβαρ. Δημιούργησε νέα κεντρικά γραφεία και διατάξεις ελέγχου ώστε να επιλυθεί η αποδιοργάνωση η οποία είχε εμποδίσει τις επιχειρήσεις του λαϊκού στρατού. Ο Πάνιτς χώρισε τις δυνάμεις του λαϊκού στρατού σε βόρεια και νότια περιοχή ευθύνης. Η βόρεια περιοχή ευθύνης ανατέθηκε στον υποστράτηγο Μλάντεν Μπράτιτες, και στον συνταγματάρχη Μίλε Μρκσιτς δόθηκε η νότια.[77] Μαζί με νέα στρατεύματα έφτασαν και παραστρατιωτικές οργανώσεις. Ήταν καλά οπλισμένοι και υψηλό ηθικό, αλλά ήταν συχνά απείθαρχοι και βίαιοι. Σχημάτισαν ομάδες του μεγέθους του τάγματος, καθώς δεν είχαν εφέδρους.[44] Ο διοικητής του σώματος του Νόβι Σαντ έχει καταγραφεί μετά τη μάχη να εξαίρει τη Σερβική Εθελοντική Φρουρά («τίγρεις»), του Ζέλικο Ραζνάτοβιτς, γνωστού και ως Αρκάν.[78]
Ο Πάνιτς συνδύασε τους παραστρατιωτικούς με εκπαιδευμένες ομάδες οι οποίες στόχευαν να αφαιρέσουν τις νάρκες και να καθαρίσουν αμυντικά σημεία, και υποστηρίζονταν από βαριά θωράκιση και πυρομαχικά.[79] Οι παραστρατιωτικοί άρχισαν μια νέα επίθεση, η οποία άρχισε στις 30 Σεπτεμβρίου. Η επίθεση πέτυχε να αποκόψει την τροφοδοσία του Βούκοβαρ όταν κατελήφθη το χωριό Μαρίντσι την 1 Οκτωβρίου. Λίγο αργότερα, ο διοικητής της 204ης ταξιαρχίας, Μίλε Ντεντάκοβιτς, κατάφερε να λύσει τον αποκλεισμό φτάνοντας στο κροατοκρατούμενο χωριό Βινκόβτσι. Ο υπαρχηγός του, Μπράνκο Μπόρκοβιτς, ανέλαβε την υπεράσπιση του Βούκοβαρ. Ο στρατηγός Άντον Τους, διοικητής των κροατικών δυνάμεων έξω από την περίμετρο του Βούκοβαρ, έθεσε τον Ντεντάκοβιτς επικεφαλής για την επιχείρηση ανακούφισης της πολιορκίας της πόλης και άρχισε αντεπίθεση στις 13 Οκτωβρίου.[44][80] Περίπου 800 στρατιώτες και 10 άρματα μάχης ενεπλάκησαν στην επίθεση, η οποία άρχισε νωρίς το πρωί. Ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας εισήλθαν στο Μαρίντσι πριν το μεσημέρι, αλλά υποχώρησαν επειδή δεν μπορούσαν αν διατηρήσουν τις θέσεις τους. Η 252η θωρακισμένη ταξιαρχία του λαϊκού στρατού προκάλεσε σοβαρές απώλειες στις κροατικές δυνάμεις και η επίθεση σταμάτησε στην 13:00. Επιτράπηκε σε ανθρωπιστική βοήθεια από τον Ερυθρό Σταυρό να εισέλθει στο Βούκοβαρ.[81]
Φάση Β΄, Οκτώβριος-Νοέμβριος 1991
Κατά τη διάρκεια της τελικής φάσης της μάχης, οι εναπομείναντες κάτοικοι του Βούκοβαρ, συμπεριλαμβανομένων χιλιάδων Σέρβων, βρήκαν καταφύγιο σε κελάρια και κοινοτικά καταφύγια, τα οποία στέγαζαν μέχρι 700 άτομα το ένα. Δημιουργήθηκε επιτροπή κρίσης, με έδρα ένα πυρηνικό καταφύγιο κάτω από το δημοτικό νοσοκομείο. Η επιτροπή ανέλαβε τη διοίκηση της πόλης και οργάνωσε την παράδοση φαγητού, νερού και ιατρικών προμηθειών. Διατηρούσε τον αριθμό πολιτών στους δρόμους στο ελάχιστο και διασφάλισε ότι κάθε καταφύγιο φυλασσόταν και διέθετε τουλάχιστον ένα γιατρό και μια νοσηλεύτρια.[82]
Το νοσοκομείο έπρεπε να αντιμετωπίσει εκατοντάδες τραυματίες - περίπου δεκαέξι με ογδόντα κάθε μέρα, τα τρία τέταρτα από αυτούς πολίτες, στο δεύτερο μισό του Σεπτεμβρίου.[53] Αν και το κτίριο είχε το σήμα του Ερυθρού Σταυρού, δέχθηκε πάνω από 800 βλήματα κατά τη διάρκεια της μάχης Το μεγαλύτερο τμήμα του κτιρίου ήταν κατεστραμμένο και το προσωπικό και οι ασθενείς έπρεπε να μεταφερθούν σε υπόγειους διαδρόμους. Η εντατική μονάδα μετακινήθηκε στο πυρηνικό καταφύγιο.[67] Τις 4 Οκτωβρίου, η Γιουγκοσλαβική Αεροπορία επιτέθηκε στο νοσοκομείο, καταστρέφοντας το τμήμα του που λειτουργούσε. Μια βόμβα διαπέρασε πολλά πατώματα, δεν εξερράγη και κατέληξε στο πόδι ενός τραυματία, χωρίς να τον τραυματίσει.[53] Ένας από τους γιατρούς του νοσοκομείου αργότερα ρώτησε τη Σερβία γιατί επιτέθηκε στο νοσοκομείο και έλαβε την απάντηση «επειδή εκεί βρίσκονταν τραυματισμένοι Κροάτες στρατιώτες».[67]
Οι κροατικές δυνάμεις προσάρμοσαν αρκετά διπλάνα Antonov An-2 για να ρίψουν προμήθειες με αλεξίπτωτα στο Βούκοβαρ. Τα αεροσκάφη επίσης χρησιμοποιήθηκαν για τη ρίψη αυτοσχέδιων βομβών φτιαγμένες από ντεπόζιτα καυσίμων και θερμοσίφωνες γεμάτους εκρηκτικά και μεταλλικές ράβδους.[83] Το πλήρωμα χρησιμοποιούσε GPS για να βρει το στόχο και στη συνέχεια έσπρωχνε τα φορτία από την πλευρική πόρτα.[84] Ένα από τα αεροσκάφη καταρρίφθηκε από ένα πύραυλο SA-6, σκοτώνοντας τον Μάρκο Ζίβκοβιτς, διοικητή της αεροπορικής μονάδας.[85]
Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα επιχείρησε να προσφέρει ανθρωπιστική βοήθεια σε 12.000 πολίτες παγιδευμένους εντός της περιμέτρου, αλλά μόνο μια ομάδα βοήθειας κατάφερε να φτάσει.[86] Οι κροατικές δυνάμεις διέκοψε τη στρατιωτική δράση για να εισέλθει η βοήθεια στις 12 Οκτωβρίου, αλά ο λαϊκός στρατός χρησιμοποίησε την παύση πυρός για επιπλέον στρατιωτικά κέρδη. Μετά την αποχώρηση της αυτοκινητοπομπής, ο λαϊκός στρατός την καθυστέρησε για δύο μέρες και χρησιμοποίησε τον χρόνο για να τοποθετήσει νάρκες, να φέρει ενισχύσεις και να παγιώσει τον έλεγχο του λαϊκού στρατού στο δρόμο από το Βούκοβαρ.[87] Όταν η αυτοκινητοπομπή έφτασε, παρέδωσε ιατρικές προμήθειες στο νοσοκομείο του Βούκοβαρ και απομάκρυνε 114 τραυματισμένους πολίτες.[86]
Τις 16 Οκτωβρίου, ο λαϊκός στρατός ξεκίνησε μαζική επίθεση ενάντια στο Μπόροβο Νασέλιε. Επέτυχε μερικά εδαφικά κέρδη, αλλά καθηλώθηκε από την αποφασισμένη άμυνα των Κροατών.[44] Τις 30 Οκτωβρίου, ο λαϊκός στρατός εξαπέλυσε μια πλήρως συντονισμένη επίθεση, με αιχμή του δόρατος τις παραστρατιωτικές δυνάμεις, με το πεζικό και τα μηχανικά στρατεύματα να προωθούνται εν μέσω της κροατικής άμυνας. Οι δυνάμεις του λαϊκού στρατού, χωρισμένες σε βόρειο και νότιο επιχειρησιακό τομέα, επιτέθηκαν ταυτόχρονα σε πολλά σημεία και απώθησαν τους αμυνόμενους.[79] Ο λαϊκός στρατός υιοθέτησε επίσης νέες τακτικές, όπως να πυροβολεί εντός σπιτιών και στη συνέχεια να περνάει με άρματα μάχης από μέσα τους, χρησιμοποιώντας δακρυγόνα και καπνογόνα για να αναγκάσουν τους αμυνόμενους να βγουν από τις κρυψώνες τους, προκαλώντας βαριές απώλειες,[88] και χρησιμοποίησαν αντιαρματικά και αντιαεροπορικά όπλα για να καταλάβουν την πόλη κτίριο-κτίριο.
Τις 2 Νοεμβρίου, ο λαϊκός στρατός έφτασε στο στρατηγικό προάστιο Λούτσακ, ανάμεσα στο Μπόροβο Νασέλιε και το Βούκοβαρ, αποκόπτοντας έναν από τους δύο δρόμους που συνέδεαν το κέντρο της πόλης και το βόρειο προάστιο.[89] Εν τω μεταξύ, η Κροατική Εθνοφυλακή (η οποία είχε μετονομαστεί σε Κροατικός Στρατός) επιχείρησε να ανακαταλάβει τα χωριά Μαρίντσι και Τσέριτς ώστε να ανοίξει δρόμος τροφοδοσίας προς το Βούκοβαρ. Άρχισε σφοδρό βομβαρδισμό των οδών πρόσβασης του λαϊκού στρατού προς το Βούκοβαρ και επιτέθηκε σε άρματα μάχης τις γραμμές του λαϊκού στρατού. Ο στρατηγός του λαϊκού στρατού Μλάντεν Μπράτιτς σκοτώθηκε τις 4 Νοεμβρίου, όταν το τανκ χτυπήθηκε από βλήμα, αλλά η υπεροπλία του λαϊκού στρατού σε πυροβολικό και πυραύλους τον βοήθησε να σταματήσει την προέλαση των Κροατών και να προκαλέσουν βαριές απώλειες.[40]
Πτώση του Βούκοβαρ
Τα στρατεύματα του λαϊκού στρατού ξεκίνησαν μια φιλόδοξη επίθεση στο Δούναβη βόρεια του Λούζατς τις 3 Νοεμβρίου για να ενωθούν με τους παραστρατιωτικούς «Τίγρεις» του Αρκάν. Αυτή η επίθεση χώρισε την κροατική περίμετρο στα δύο και χώρισε τις κύριες ομάδες αμυνόμενων στο κέντρο της πόλης σε μικρότερα οχυρά στο Μπόροβο Νασέλια. Η νότια επιχειρησιακή ομάδα του λαϊκού στρατού άρχισε να προωθείται στο κέντρο του Βούκοβαρ, αποκόπτοντας τις υπόλοιπες ομάδες των αμυνόμενων.[79] Κατέλαβαν την κορυφή του λόφου Μίλοβα Μπρντα,[89] τις 9 Νοεμβρίου, αποκτώντας ξεκάθαρο πεδίο στην πόλη. Στην επίθεση ηγούνταν κυρίως παραστρατιωτικές ομάδες, με τα στρατεύματα του λαϊκού στρατού και τη ΤΟ να έχουν υποστηρικτικό ρόλο, ιδιαίτερα σε απαιτητικές επιχειρήσεις και υποστήριξη πυρομαχικών.[79] Το κροατικό χωριό Μπογκντανόβτσι, ακριβώς δυτικά του Βούκοβαρ, έπεσε στις 10 Νοεμβρίου. Τις 13 Νοεμβρίου, ο λαϊκός στρατός απέκοψε πλήρως το Μπόροβο Νασέλιε από το Βούκοβαρ. Οι κροατικές δυνάμεις εκτός της περιμέτρου του Βούκοβαρ επιχείρησαν μια τελευταία φορά να σπάσουν την πολιορκία επιτιθέμενοι στο χωριό Νούσταρ, αλλά ο λαϊκός στρατός του απώθησε.[89]
Πλέον, οι αμυνόμενοι είχαν έλλειψη πυρομαχικών και είχαν εξαντληθεί από τις συνεχείς μάχες χωρίς προοπτική ανακούφισης ή αντικατάστασης των νεκρών και των τραυματισμένων.[89] Είχαν περιοριστεί σε τρεις ξεχωριστούς θύλακες. Με την ήττα πλέον αναπόφευκτη, αρκετές εκατοντάδες Κροάτες στρατιώτες και πολίτες επιχείρησαν αν λύσουν την πολιορκία, καθώς ο λαϊκός στρατός ετοίμαζε την τελική του επίθεση.[89] Οι περισσότεροι που επιχείρησαν να λύσουν στην πολιορκία του Μπόροβο Νασέλιε σκοτώθηκαν.[40] Τις 18 Νοεμβρίου, ο τελευταίος από τους αμυνόμενους στο κέντρο του Βούκοβαρ παραδόθηκε.[79]
Πολλοί από τους κατοίκους του Βούκοβαρ ζούσαν σε άθλιες συνθήκες και σχεδόν λιμοκτονούσαν. Μια γυναίκα ανέφερε ότι πέρασε τους τελευταίους δύο μήνες σε καταφύγιο με τα πέντε παιδιά της, χωρίς τουαλέτες ή νερό για πλύσιμο. Έτρωγαν δύο φέτες ψωμί και ένα κομμάτι πατέ την ημέρα.[90]
Αν και η μάχη είχε τελειώσει στο κέντρο του Βούκοβαρ, σποραδικές συμπλοκές συνέχισαν για αρκετές ακόμη μέρες σε άλλα σημεία της κατεστραμμένης πόλης. Αν και οι αμυνόμενοι συνέχισαν να αντιστέκονται μέχρι τις 20 Νοεμβρίου και μερικοί κατάφεραν να φύγουν από το Μπόροβο Νασέλιε μέχρι τις 23 Νοεμβρίου.[89]
Εγκλήματα πολέμου
Πολλοί από όσους αιχμαλωτίστηκαν στο Βούκοβαρ, τόσο στρατιώτες όσο και πολίτες, σκοτώθηκαν. Σέρβοι παραστρατιωτικοί περιφέρονταν στους δρόμους ψάχνοντας για Κροάτες για να σκοτώσουν και προχώρησαν σε πολυάριθμες εκτελέσεις. Οι δημοσιογράφοι είδαν μια τέτοια εκτέλεση στον κύριο δρόμο του Βούκοβαρ[91] και ανέφεραν ότι είδαν στους δρόμους εκατοντάδες πτώματα και ρούχα πολιτών.[92] Δημοσιογράφοι της τηλεόρασης του BBC κατέγραψαν Σέρβους παραστρατιωτικούς να τραγουδούν: « Slobodane, Slobodane, šalji nam salate, biće mesa, biće mesa, klaćemo Hrvate!» («Σλόμπονταν, Σλόμπονταν, στείλε μας λίγη Σαλάτα, θα υπάρχει κρέας, θα υπάρχει κρέας, θα σφάξουμε Κροάτες»).[93]
Περίπου 400 άτομα από το νοσοκομείου του Βούκοβαρ - μη-Σέρβοι ασθενείς, ιατρικός προσωπικό, τοπικές πολιτικές μορφές και άλλοι οι οποίοι είχαν καταφύγει εκεί - απομακρύνθηκαν από τον λαϊκό στρατό. Αν και κάποιοι από αυτούς στη συνέχεια απελευθερώθηκαν, περίπου 200 μεταφέρθηκαν στη κοντινή φάρμα Οβτσάρα και εκτελέστηκαν, σε ένα γεγονός γνωστό ως η σφαγή του Βούκοβαρ. Τουλάχιστον 50 άλλοι μεταφέρθηκαν αλλού και δεν τους είδαν ξανά.[94] Χιλιάδες επιπλέον άνθρωποι μεταφέρθηκαν από τον λαϊκό στρατό σε στρατόπεδα-φυλακές σε σερβοκρατούμενες περιοχές και στη Σερβία. Ακολούθησαν επιπλέον μαζικές δολοφονίες: στο Ντάλι, βόρεια του Βούκοβαρ, όπου πολλοί κάτοικοι είχαν ήδη δολοφονηθεί, πολυάριθμοι φυλακισμένοι από το Βούκοβαρ υπεβλήθησαν σε σκληρές ανακρίσεις, ξυλοδαρμούς και βασανιστήρια και τουλάχιστον 35 σκοτώθηκαν.[95] Ο λαϊκός στρατός φυλάκισε δύο χιλιάδες άτομα στη βιομηχανική μονάδα Velepromet στο Βούκοβαρ. Οχτακόσιοι ταξινομήθηκαν ως αιχμάλωτοι πολέμου από τον λαϊκό στρατό. Πολλοί ανακρίθηκαν βίαια, άλλοι εκτελέστηκαν από μέλη της ΤΟ και παραστρατιωτικούς, και άλλοι στάλθηκαν στην Οβτσάρα όπου και σφαγιάστηκαν. Οι υπόλοιποι κρατούμενοι μεταφέρθηκαν σε φυλακή-στρατόπεδο του λαϊκού στρατού με στη Σρέμσκα Μιτρόβιτσα στη Σερβία,[96][97] όπου γυμνώθηκαν όταν έφτασαν, ξυλοκοπήθηκαν, ανακρίθηκαν και αναγκάστηκαν να κοιμηθούν για εβδομάδες στο ξύλινο πάτωμα. Οι περισσότεροι απελευθερώθηκαν τον Ιανουάριο του 1992, ύστερα από συμφωνία στην οποία μεσολάβησε ο απεσταλμένος του ΟΗΕ Σίρους Βανς.[98] Οι υπόλοιποι συνέχισαν να κρατούνται μέχρι τα μέσα του 1992.[99] Οι Σέρβοι οι οποίοι υπεραμύνθηκαν του Βούκοβαρ θεωρήθηκαν προδότες και τους μεταχειρίστηκαν βάναυσα, με άγριους ξυλοδαρμούς. [34]
Οι κρατούμενοι οι οποίοι δεν ήταν ύποπτοι για ανάμειξη με τις κροατικές ένοπλες δυνάμεις απομακρύνθηκαν από το Βούκοβαρ σε άλλες περιοχές στη Σερβία και στην Κροατία.[96] Ο μη σερβικός πληθυσμός του Βούκοβαρ και η τριγύρω περιοχή εθνοκαθάρθηκε και τουλάχιστον 20.000 κάτοικοι του Βούκοβαρ αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη, όμως και δεκάδες άλλοι οι οποίοι είχαν απομακρυνθεί από την ανατολική Σλαβονία.[100] 2.600 άνθρωποι εξαφανίστηκαν μετά την πτώση της πόλης, από τους οποίους οι 550 είναι ακόμη αγνοούμενοι.[101] Υπήρχαν επίσης περιστατικά βιασμών, για τους οποίους καταδικάστηκαν δύο στρατιώτες.[102][103][104]
Οι Σερβικές δυνάμεις απομόνωσαν μια ομάδα εξεχόντων ατόμων, ανάμεσα στα οποία ήταν η Δρ. Βέσνα Μπόσανακ, διευθύντρια του νοσοκομείου,[105] η οποία θεωρούταν ηρωίδα στην Κροατία,[98] αλλά είχε δαιμονοποιηθεί από τα σερβικά μέσα. Αυτή και ο σύζυγός της μεταφέρθηκαν στη φυλακή στη Σρέμκα Μιτρόβιτσα, όπου κλειδώθηκε σε ένα δωμάτιο μαζί με 66 άλλες γυναίκες για αρκετές εβδομάδες. Ο σύζυγός του υπέστη επανειλημμένους ξυλοδαρμούς. Μετά από αρκετές εφέσεις από τη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού,[98] το ζευγάρι απελευθερώθηκε από τη φυλακή με ανταλλαγή κρατούμενων.[105] Ο Κροάτης δημοσιογράφος του ραδιοφώνου Σίνισα Γλαβάσεβιτς, του οποίου οι μεταδόσεις είχαν γίνει σύμβολο στην Κροατία, μεταφέρθηκε στην Οβτσάρα, όπου ξυλοκοπήθηκε[106] και πυροβολήθηκε μαζί με τα άλλα θύματα της σφαγής.[98]
Το Βούκοβαρ υπέστη συστηματική λεηλασία μετά την κατάληψή του. Ένας στρατιώτης του λαϊκού στρατού ο οποίος πολέμησε στο Βούκοβαρ είπε στη σερβική εφημερίδα Dnevni Telegraf ότι «οι Τσέτνικ (παραστρατιωτικοί) συμπεριφέρονταν σαν επαγγελματίες ληστές, ήξεραν τι να ψάξουν στα σπίτια που λεηλατούσαν».[107] Ο λαϊκός στρατός συμμετείχε επίσης στη λεηλασία. Περισσότερα από 8.000 έργα τέχνης λεηλατήθηκαν κατά τη διάρκεια της μάχης, συμπεριλαμβανομένων των περιεχομένων του δημοτικού μουσείου, στο κάστρο Ελτς, το οποίο είχε βομβαρδιστεί και καταστραφεί κατά τη διάρκεια της μάχης.[108] Η Σερβία επέστρεψε 2.000 έργα τέχνης τον Δεκέμβριο του 2001.[109]
Baker, Catherine (2010). Sounds of the Borderland: Popular Music, War and Nationalism in Croatia Since 1991. Farnham, Surrey: Ashgate Publishing Ltd. ISBN978-1-4094-0337-1.
Bell, Imogen, επιμ. (2003). Central and South-Eastern Europe 2004. London: Europa Publications. ISBN978-1-85743-186-5.
Central Intelligence Agency Office of Russian and European Analysis (2000). Balkan Battlegrounds: A Military History of the Yugoslav Conflict, 1990–1995: Volume 1. Washington, D.C.: Central Intelligence Agency. ISBN978-0-16-066472-4.
Cigar, Norman (1996). «The Serbo-Croatian War, 1991». Στο: Meštrović, Stjepan Gabriel. Genocide after Emotion: The Post-Emotional Balkan War. London: Routledge. ISBN978-0-415-12293-1.
Coward, Martin (2009). Urbicide: The Politics of Urban Destruction. London: Taylor & Francis. ISBN978-0-415-46131-3.
Cvitanic, Marilyn (2011). Culture and Customs of Croatia. Santa Barbara, California: ABC-CLIO. ISBN978-0-313-35117-4.
Čuljak, Tihomir (2003). Rat [War] (στα Κροατικά). Osijek. ISBN953-98383-2-0.
Daković, Nevena (2010). «Remembrances of the Past and the Present». Στο: Cornis-Pope, Marcel· Neubauer, John. History of the Literary Cultures of East-Central Europe. Amsterdam: John Benjamins Publishing Company. ISBN978-90-272-3458-2.
Ivančević, Radovan (1986). Art Treasures of Croatia. Belgrade, Yugoslavia: IRO Motovun. OCLC18052634.
Johnson, Tony (2011). «Thanatourism and the commodification of space in post-war Croatia and Bosnia». Στο: Sharpley, Richard· Stone, Philip R. Tourist Experience: Contemporary Perspectives. London: Routledge. ISBN978-0-415-57278-1.
Kaiser, Timothy (1995). «Archaeology and ideology in southeast Europe». Στο: Kohl, Philip L· Fawcett, Clare P. Nationalism, Politics and the Practice of Archaeology. Cambridge; New York: Cambridge University Press. ISBN978-0-521-55839-6.
Karadjis, Mike (2000). Bosnia, Kosova & the West. Sydney, Australia: Resistance Books. ISBN978-1-876646-05-9.
Lukić, Jasmina (2010). «Gender and War in South Slavic Literature». Στο: Cornis-Pope, Marcel· Neubauer, John. History of the Literary Cultures of East-Central Europe. Amsterdam: John Benjamins Publishing Company. ISBN978-90-272-3458-2.
MacDonald, David Bruce (2002). Balkan Holocausts?: Serbian and Croatian Victim Centered Propaganda and the War in Yugoslavia. Manchester: Manchester University Press. ISBN978-0-7190-6467-8.
Marijan, Davor (2004). Bitka za Vukovar [Battle of Vukovar] (στα Κροατικά). Zagreb: Hrvatski institut za povijest. ISBN9789536324453.
Merrill, Christopher (1999). Only the Nails Remain: Scenes from the Balkan Wars. Lanham, Maryland: Rowman & Littlefield. ISBN978-0-7425-1686-1.
Milošević, Milan (2000). «The Media Wars: 1987–1997». Στο: Ridgeway, James· Udovički, Jasminka. Burn This House: The Making and Unmaking of Yugoslavia. Durham, North Carolina: Duke University Press. ISBN978-0-8223-2590-1.
Nation, R. Craig (2003). War in the Balkans, 1991–2002. Carlisle, Pennsylvania: Strategic Studies Institute. ISBN978-1-58487-134-7.
Nizich, Ivana (1992). War Crimes in Bosnia-Hercegovina, Volume 2. New York City: Human Rights Watch. ISBN978-1-56432-083-4.
Notholt, Stuart (2008). Fields of Fire : An atlas of ethnic conflict. London: Troubador Publishing Ltd. ISBN978-1-906510-47-3.
O'Shea, Brendan (2005). The Modern Yugoslav Conflict 1991–1995: Perception, Deception and Dishonesty. London: Routledge. ISBN978-0-415-35705-0.
Phillips, John (2004). Macedonia: Warlords & Rebels in the Balkans. London: I.B.Tauris. ISBN978-1-86064-841-0.
Ramet, Sabrina P. (2006). The Three Yugoslavias: State-Building and Legitimation, 1918–2005. Bloomington, Indiana: Indiana University Press. ISBN978-0-253-34656-8.
Shawcross, William (2001). Deliver Us from Evil : Warlords and peacekeepers in a world of endless conflict. London: Bloomsbury Publishing. ISBN978-0-7475-5312-0.
Sikavica, Stipe (2000). «The Army's Collapse». Στο: Ridgeway, James· Udovički, Jasminka. Burn This House: The Making and Unmaking of Yugoslavia. Durham, North Carolina: Duke University Press. ISBN978-0-8223-2590-1.
Štitković, Ejup (2000). «Croatia: The First War». Στο: Ridgeway, James· Udovički, Jasminka. Burn This House: The Making and Unmaking of Yugoslavia. Durham, North Carolina: Duke University Press. ISBN978-0-8223-2590-1.
Stover, Eric· Weinstein, Harvey M (2004). My Neighbor, My Enemy: Justice and Community in the Aftermath of Mass Atrocity. Cambridge, UK: Cambridge University Press. ISBN978-0-521-54264-7.
Tus, Anton (2001). «The war up to the Sarajevo Ceasefire». Στο: Magaš, Branko· Žanić, Ivo. The War in Croatia and Bosnia-Herzegovina 1991–1995. London: Frank Cass Publishers. ISBN0-7146-8201-2.
Harden, Blaine (20 November 1991). «Battered Vukovar Bares Its Wounds; Danube River City Is Reduced to Ruins in Yugoslav Civil War». Washington Post: σελ. A01.
Radin, Charles A. (26 November 1991). «Reflecting on a battle's losses: Fallen Croatian city's restless defenders rue past and wonder what's next». The Boston Globe: σελ. 2.
Tanner, Marcus (3 May 1991). «'35 killed' in Croatian clashes». The Independent (London, UK): σελ. 14.
Tanner, Marcus (6 May 1991). «Hatred rages out of control in Croatia». The Independent (London, UK): σελ. 10.
Tanner, Marcus (20 May 1991). «Croats likely to vote for independence». The Independent (London, UK): σελ. 9.
Tanner, Marcus (19 November 1992). «Macabre rite to celebrate a Serb conquest». The Independent (London, UK): σελ. 9.
Tanner, Marcus (27 October 1992). «A ravaged city that lost its desire to live: Marcus Tanner visits once-wealthy Vukovar a year after the Yugoslav army overwhelmed the city and destroyed its mixed community». The Independent (London, UK): σελ. 8.
«War Crimes Court Orders Serb Major's Early Release». Agence France-Presse. 7 July 2011.
Croatian Radio (9 July 1991). «Vukovar police report terrorist arrests». Summary of World Broadcasts (BBC).
«Post-communist vandalism; art treasures are being destroyed in the Balkans – by soldiers in what used to be Yugoslavia and by spivs in Albania». The Economist: σελ. 83. 4 March 1995.
«Vukovar 1991. i sedamnaest godina poslije [Vukovar in 1991 and seventeen years later]» (στα Croatian). Virski list (Vir, Croatia: Vir turizam d.o.o.): σελ. 19. November 2008.