O Μάγκνους ΣΤ΄ της Νορβηγίας ή Μάγκνους Χάακονσον (Αρχ. Νορβηγ:Magnús Hákonarson, Νορβηγ:Magnus Håkonsson, 1 Μαΐου1238 - 9 Μαΐου1280) βασιλιάς της Νορβηγίας (1263 - 1280), συμβασιλέας από το 1257, [3] ήταν ο νεώτερος γιος και διάδοχος του Χάακον Δ΄ της Νορβηγίας και της Μαργαρίτας Σκάλανταττερ, έμεινε στην ιστορία ως ο εκσυγχρονιστής του σύγχρονου Νορβηγικού νόμου, ήταν ο πρώτος Νορβηγός μονάρχης που χρησιμοποίησε αρίθμηση αν και απαριθμούσε τον εαυτό του ως Μάγκνους Δ΄. Γεννήθηκε και βαπτίστηκε στο Τένσμπεργκ τον Μάιο του 1238, μεγάλωσε στο Μπέργκεν, ο μεγαλύτερος αδελφός του Χάακον πέθανε πρόωρα (1257) και ορίστηκε ο ίδιος ο Μάγκνους διάδοχος του Νορβηγικού θρόνου, την ίδια χρονιά ορίστηκε συμβασιλέας από τον πατέρα του. Παντρεύτηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 1261 την Ίνγκεμποργκ της Δανίας κόρη του Ερρίκος Δ΄ της Δανίας και της Γιούττας της Σαξονίας, οι διεκδικήσεις της συζύγου του στην περιουσία του πατέρα της στη Δανία θα τον περιπλέξει αργότερα σε μακροχρόνιο πόλεμο με τους Δανούς, το βασιλικό ζεύγος στέφθηκε επίσημα αμέσως μετά τον γάμο τους, ο Μάγκνους πήρε σαν προίκα το Ριφίλκ και θα στεφθούν επίσημα βασιλείς στις 16 Δεκεμβρίου 1263 όταν πέθανε ο πατέρας του Χάακον σε μάχη εναντίον των Σκωτσέζων στις Εβρίδες.
Ειρήνη με τους Σκωτσέζους
Με την άνοδο του στον θρόνο ο Μάγκνους ΣΤ΄ άλλαξε την πολιτική του πατέρα του απέναντι στους Σκωτσέζους, με τη Συνθήκη του Περθ (1266) τους παρέδωσε τις Εβρίδες και τη Νήσο του Μαν σε αντάλλαγμα ενός μεγάλου ποσού από ασήμι και ετήσιας πληρωμής, με την ίδια συνθήκη αναγνωρίστηκε η κυριαρχία της Νορβηγίας στο Σέτλαντ και στις Ορκάδες. [4] Με τη Συνθήκη του Ουίντσεστερ δημιούργησε καλές σχέσεις και συμμαχία με τον βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκο Γ΄. [5] Είχε καλές σχέσεις και με τον Βάλντεμαρ της Σουηδίας, γι'αυτό όταν εκθρονίστηκε από τον αδελφό του Μάγκνους Γ΄ της Σουηδίας ο Βάλντεμαρ δραπέτευσε στη Νορβηγία οργανώνοντας μαζί στρατιωτική επιχείρηση με μεγάλο στόλο αλλά τελικά αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν.
Αλλαγές στη νομοθεσία
Στην εσωτερική του πολιτική ο Μάγκνους έμεινε γνωστός για τις τεράστιες προσπάθειες που έκανε για να εκσυγχρονίσει τον Νορβηγικό νόμο, με δυο διατάξεις (1274, Λάντσλαβ) και (1276, Μπαιλόβεν), ανακήρυξε (1274) τον νέο εθνικό νόμο ο οποίος θα περιελάμβανε επιπλέον οι Νήσοι Φερόες και το Σέτλαντ, αντικαθιστώντας τους πρωτόγονους νόμους που υπήρχαν μέχρι τότε, δημιούργησε μια ενιαία εθνική νομοθεσία για ολόκληρο το βασίλειο κάτι που εκείνη την εποχή υπήρχε μονάχα στη Σικελία και στην Καστίλη. Μια καινοτομία των νέων νόμων είναι ότι η δολοφονία είναι κακούργημα κατά του κράτους κάτι που μπόρεσε να περιορίσει τις περιπτώσεις προσωπικής εκδίκησης, με τον δημοτικό νόμο οι πόλεις αποκτούσαν περισσότερα δικαιώματα απέναντι στους αγρότες ενώ νομιμοποίησε και τους νόμους της κληρονομικής διαδοχής που είχαν οριστεί από τον πατέρα του (1260) αυξάνοντας τη βασιλική εξουσία σε βάρος των ευγενών. [6]
Η βασιλική διαδοχή ένα σημαντικό ζήτημα που ταλαιπωρούσε για αιώνες το βασίλειο της Νορβηγίας λύθηκε με τον Μάγκνους, έκανε (1273) τον 5χρονο γιο του Έρικ διάδοχο του Νορβηγικού θρόνου ενώ στον μικρότερο γιο του Χάακον έδωσε τον τίτλο του δούκα ξεκαθαρίζοντας τους τίτλους διαδοχής. Ήρθε σε σύγκρουση με την εκκλησία αν και πολύ ευσεβής βασιλιάς επειδή οι νέοι νόμοι περιόριζαν τα προνόμια της, τελικά με συνθήκη που υπογράφηκε από τον ίδιο τον βασιλιά και τον αρχιεπίσκοπο του Νιδάρος Γιον Ροντ διατηρήθηκε η ανεξαρτησία της εκκλησίας στην επισκοπική εκλογή, τα προνόμια του κλήρου αλλά από την άλλη πλευρά έπαυσε να είναι το Νορβηγικό βασίλειο φέουδο του πάπα. [7]
Θάνατος του Μάγκνους
Συνέχισε την πολιτική του πατέρα του στον εκσυγχρονισμό της χώρας αντικαθιστώντας τους παλιούς τίτλους με νέους όπως αυτοί και του βαρόνου, ξεκίνησε και την απαρίθμηση των Νορβηγών βασιλέων με τον εαυτό του ως Μάγκνους Δ΄, [8] αμέσως μετά τον θάνατο του πατέρα του ανέθεσε στον Νορβηγό Στούρλα Πάντερ να γράψει τα έπη του πατέρα του ενώ ανέθεσε στον ίδιο συγγραφέα να γράψει τα δικά του έπη (1278) γνωστά σαν Έπη του Σάγκα το μεγαλύτερο αριστούργημα της Σουηδικής μεσαιωνικής λογοτεχνίας που σώζεται δυστυχώς σήμερα μόνο ένα μικρό τμήμα.
Την άνοιξη του 1280 αρρώστησε και πέθανε στις 9 Μαΐου ενώ σχεδίαζε να ορίσεις συμβασιλέα τον γιο του Έρικ ο οποίος τον διαδέχθηκε σε ηλικία 12 ετών υπό την κηδεμονία της μητέρας του Ίνγκεμποργκ, τάφηκε στον καθεδρικό ναό του Μπέργκεν. Ο Μάγκνους θεωρήθηκε καλός και εποικοδομητικός βασιλιάς αλλά ταυτόχρονα αδύναμος λόγω των υποχωρήσεων που έκανε απέναντι στους Σκωτσέζους και την εκκλησία, [9] από την άλλη πλευρά η πολιτική του χαρακτηρίζεται διπλωματική προκειμένου να εξασφαλίσει την ειρήνη και την ευημερία στο βασίλειο του.
↑Skaare, Kolbjørn (1995). Norges mynthistorie: Bind 1. Universitetsforlaget. p. 332.
↑e.g. Oscar Albert Johnsen, Noregsveldets undergang (Kristiania, 1924)
Πηγές
Lillehammer, Grete, et al. (1995) Museoteket ved Arkeologisk museum i Stavanger: Rogalandsfunn fra istid til middelalder
Oscar Albert Johnsen, Noregsveldets undergang (Kristiania, 1924)
Skaare, Kolbjørn (1995). Norges mynthistorie: Bind 1. Universitetsforlaget.
Sturla Þórðarson; translation to English by G.W. Dasent (1894, repr. 1964). The Saga of Hakon and a Fragment of the Saga of Magnus with Appendices. London (Rerum Britannicarum Medii Ævi Scriptores, vol.88.4).
Knut Helle (1974). Norge blir en stat, 1130–1319, pp. 134–146. Universitetsforlaget.