Ο κόνδακας ή κόντακας (κόνδαξ) ήταν παιχνίδι διαδεδομένο στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Αναφέρεται στον Ιουστινιανό Κώδικα, ως ένα από τα πέντε επιτρεπόμενα παιχνίδια (δεδομένου ότι ο Κώδικας απαγόρευε όλα τα άλλα τυχερά παιχνίδια), στον Νομοκανόνα του Φωτίου καθώς στο επίγραμμα V.61 της Ελληνικής Ανθολογίας του Ρουφίνου.
Στο επίγραμμα του Ρουφίνου[1][2] δίνεται η πληροφορία ότι παίζεται με το να πετάξει κανείς κάποια αντικείμενα, κάποιου είδους βλήματα.
Τῇ κυανοβλεφάρῳ παίζων κόνδακα Φιλίππῃ ἐξ αὐτῆς κραδίης ἡδὺ γελᾶν ἐπόουν· Δώδεκά σοι βέβληκα καὶ αὔριον ἄλλα βαλῶ σοι ἢ πλέον ἠὲ πάλιν δώδεκ΄ ἐπιστάμενος. εἶτα κελευομένη ἦλθεν· γελάσας δὲ πρὸς αὐτήν· Εἴθε σε καὶ νύκτωρ ἐρχομένην ἐκάλουν. Μετάφραση: Παίζοντας κόνδακα με τη Φιλίππα τη σκουροβλέφαρη, την έκανα να γελά γλυκά με την καρδιά της. «Δώδεκα σου 'ριξα κι αύριο άλλα τόσα θα σου ρίξω ή και παραπάνω ή ξανὰ δώδεκα, που καλά γνωρίζω». Την επομένη, τη φώναξα κι ήρθε. Γελώντας της λέω: «Μακάρι να σ' είχα φωνάξει απ' τη νύχτα να έρθεις». Του ιδίου (δηλ. του Ρουφίνου) Παλατινή Ανθολογία, V 61
Τῇ κυανοβλεφάρῳ παίζων κόνδακα Φιλίππῃ
Δώδεκά σοι βέβληκα καὶ αὔριον ἄλλα βαλῶ σοι
εἶτα κελευομένη ἦλθεν· γελάσας δὲ πρὸς αὐτήν·
Μετάφραση:
Του ιδίου (δηλ. του Ρουφίνου) Παλατινή Ανθολογία, V 61
Συγκεκριμένα στον Ιουστινιάνειο Κώδικα (529 μ.Χ.) αναφέρεται με τη γραφή kondacca («...ton monobolon ton condomonobolon ke kondacca ke repon ke perichyten...», δηλαδή «...τον μονόβολον και κονδομονόβολον και κόνδακα και ρέπον και περιχυτήν...»[3] σε μια καθαρά ελληνική φράση γραμμένη με λατινικούς χαρακτήρες, μέσα στο λατινικό κείμενο του Κώδικα).
Αργότερα το 883 μ.Χ., ο Πατριάρχης Φώτιος, στο κείμενό του Νομοκανών όπου είχε συλλέξει νόμους αστικού και εκκλησιαστικού δικαίου, το αναφέρει ως κόντακα: «Μόνον δε παίζειν έξεστι μονόβολον και κοντομονόβολον και κυντανόν κόντακα χωρίς της πόρπης»[4], δίνοντας και την επιπλέον πληροφορία ότι μπορεί να παιζόταν με ή χωρίς πόρπη. Η αναφορά σε «κυντανόν κόντακα» εξηγείται σε επόμενη σελίδα από τον Βαλσαμώνα ως «Κυντανός κόνταξ χωρίς της πόρπης, ο ακοντισμός χωρίς περόνης, ήγουν σιδήρου, από Κυίντου τινός ούτως κληθείς»[5][6].
Από κάποιους, ο κόνδακας συσχετίζεται με το παιχνίδι κυνδαλισμός που αναφέρει ο Ιούλιος Πολυδεύκης, στο έργο του Ονομαστικόν (ix 120)[7][8].