Με τον θάνατο του πατέρα του Σουλεϊμάν ιμπν Κουτουλμίς (1086) έγινε όμηρος του Μεγάλου Σουλτάνου των Σελτζούκων Μαλίκ Σαχ Α΄, ελευθερώθηκε με τον θάνατό του (1092), στη θέση του διορίστηκε κυβερνήτης ο Αμπντούλ Κασίμ. Ο Κιλίτζ Αρσλάν Α΄ βάδισε σαν αρχηγός του στρατού της φυλής των Ογούζων Γίβα, έφτασε στη Νίκαια της Βιθυνίας και ανέτρεψε τον κυβερνήτη Αμίν ι Γκαζνί που είχε διοριστεί από τον Μαλίκ Σαχ Α΄. Με τον θάνατο του Μαλίκ Σαχ οι ΤουρκομάνοιΣελτζούκοι διασπάστηκαν σε πολλές φυλές με αποτέλεσμα τη δημιουργία πολλών ανεξάρτητων εμιράτων τα σημαντικότερα από τα οποία ήταν οι Δανισμενδίδες και οι Ορτοκίδες. Στη Μικρά Ασία, εκτός από τον Κιλίτζ Αρσλάν ανεξάρτητα κράτη προσπαθούσαν να φτιάξουν ο Μαλίκ Γαζί και ο εμίρης ΕμίρηςΤζαχάς.
Μέσα σε αυτό το κλίμα ανταγωνισμού και συνεχών συγκρούσεων ήταν πιο εύκολο για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία που κυβερνούσε ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός να δράσει. Ο Κιλίτζ Αρσλάν αντιλαμβανόμενος ότι χρειαζόταν συμμάχους για να προστατευθεί από τον Βυζαντινό στόλο παντρεύτηκε την κόρη του εμίρη Τζαχά και απέκτησαν τέσσερις γιους : Μαλίκ Σαχ, Μεσούντ Α΄, Αράβ και Τογρούλ. Ο Κιλίτζ Αρσλάν έλαβε μια επιστολή από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ (1094) στην οποία τον προειδοποιούσε ότι ο Τζαχάς σχεδίαζε να επιτεθεί πρώτα σε αυτόν και ύστερα να κινηθεί εναντίον των Βυζαντινών. Ο Κιλίτζ Αρσλάν Α΄ έφτασε με έναν στρατό στη Σμύρνη την πρωτεύουσα του Τζαχά, προσκάλεσε τον πεθερό του σε ένα συμπόσιο στη σκηνή του όπου τον σκότωσε ενώ ήταν μεθυσμένος.[2]
Η Σταυροφορία του λαού έφτασε στη Νίκαια (1096), αρχηγός της ήταν ο Πέτρος ο Ερημίτης, ένα Γερμανικό σώμα κατέλαβε το κάστρο Ξερίγορδος και το κράτησε μέχρι την εποχή που ο Κιλίτζ Αρσλάν Α΄ τους ανάγκασε να παραδοθούν από την πείνα. Οι Σταυροφόροι που απαρνήθηκαν τον χριστιανισμό μεταφέρθηκαν στην Ανατολή σαν σκλάβοι, οι υπόλοιποι σφαγιάστηκαν.[3] Τα υπολείμματα του στρατού του Πέτρου του Ερημίτη συνάντησαν αιφνίδια κοντά στο χωριό Δράκων τον στρατό του Κιλίτζ Αρσλάν.[4] Οι Σελτζούκοι τους συνέτριψαν εύκολα, 30.000 άντρες, γυναίκες και παιδιά σφαγιάστηκαν, όσοι επέζησαν πουλήθηκαν σαν σκλάβοι.[5] Ο Κιλίτζ Αρσλάν μετά από αυτήν τη μεγάλη του νίκη επιτέθηκε στο εμιράτο των Δανισμενδιδών του Μαλίκ Γαζί στην ανατολική Μικρά Ασία.
Εξ αιτίας της εύκολης νίκης δεν έδωσε μεγάλη σημασία στο κύριο σώμα του Σταυροφορικού στρατού, όταν οι Σταυροφόροι πολιορκούσαν τον Μάιο του 1097 τη Νίκαια πολεμούσε ακόμη τους Δανισμενδίδες. Γύρισε εσπευσμένα στη Νίκαια για να σπάσει την πολιορκία αλλά ηττήθηκε από τους Σταυροφόρους σε μάχη. Η πόλη τότε παραδόθηκε στους Βυζαντινούς και η γυναίκα του και τα παιδιά του πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Λίγο καιρό αργότερα η γυναίκα του απελευθερώθηκε χωρίς λύτρα λόγω της σχέσης του Κιλίτζ Αρσλάν και του Αλέξιου, αυτό προκάλεσε τους Σταυροφόρους.
Μπροστά στη μεγάλη απειλή των νέων Σταυροφόρων οι Σελτζούκοι του Ρουμ και οι Δανισμενδίδες συμμάχησαν. Οι ενωμένες δυνάμεις τους σχεδίαζαν να επιτεθούν αιφνιδιαστικά στο Σταυροφορικό στρατό που διέσχιζε το εσωτερικό της Μικράς Ασίας και είχε χωριστεί σε δύο φάλαγγες, είχαν στόχο να τον διαλύσουν. Η τοποθεσία την οποία επέλεξαν ήταν κοντά στο Δορύλαιο και εκεί επιτέθηκαν στη μικρότερη φάλαγγα (29 Ιουνίου 1097). Στη "μάχη του Δορύλαιου" που ακολούθησε ο Βοημούνδος Α΄ της Αντιόχειας με τους Σταυροφόρους έριξαν στην παγίδα τους Τούρκους και νίκησαν (1 Ιουλίου 1097). Ο Κιλίτζ Αρσλάν Α΄ αναγκάστηκε να υποχωρήσει και δεν ξαναεπιτέθηκε στους Σταυροφόρους, στην οπισθοχώρηση του κατέστρεψε τα αποθέματα τροφής και νερού που βρίσκονταν στην πορεία των σταυροφόρων.
Ο Μαλίκ Γαζί έπιασε αιχμάλωτό τον Βοημούνδο Α΄ (1100) γεγονός που προκάλεσε την επέμβαση ενός στρατού Λομβαρδών Σταυροφόρων για να τον απελευθερώσουν.
Στην πορεία τους προς το εμιράτο των Δανισμενδιδών κατέλαβαν την Άγκυρα πόλη στην επικράτεια του Κιλίτζ Αρσλάν. Σε συμμαχία με τον σουλτάνο του Χαλεπιού Ριντβάν κατάφερε να τους νικήσει λίγο πριν την Αμάσεια στη "μάχη του Μερσιβάν".
Λίγο αργότερα νίκησε έναν άλλο Σταυροφορικό στρατό που κατευθυνόταν στη Συρία για να βοηθήσει τους υπόλοιπους Σταυροφόρους στην Ηράκλεια Κύβιστρα. Οι νίκες αυτές ήταν σημαντικές γιατί απέδειξαν ότι οι σταυροφόροι ιππότες δεν ήταν αήττητοι. Μετά από εκείνη τη μάχη μετέφερε την πρωτεύουσά του στο Ικόνιο και νίκησε άλλες δύο Σταυροφορικές στρατιές υπό την ηγεσία του Γκιγιώμ Β΄ ντε Νεβέρ (1083 - 1148) που κατευθύνονταν προς το Ικόνιο.
Ο Μαλίκ Γαζί πέθανε (1104), ο Κιλίτζ Αρσλάν ξανάρχισε τον πόλεμο με τους Δανισμενδίδες απαιτώντας τα μισά από τα λύτρα για την απελευθέρωση του Βοημούνδου. Αποτέλεσμα ήταν με την απελευθέρωσή του ο Βοημούνδος να συμμαχήσει με τους Δανισμενδίδες εναντία στους Σελτζούκους του Ρουμ και τη Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Πόλεμος στη Συρία και θάνατος
Μετά τις Σταυροφορίες ο Κιλίτζ Αρσλάν στράφηκε ανατολικά και κατέλαβε τη Χαρράν και το Ντιγιάρμπακιρ. Κατέλαβε τη Μοσούλη (1107) αλλά ηττήθηκε στον ποταμό Αβώρ από δυνάμεις του σουλτάνου Μουχάμαντ Α΄ των Μεγάλων Σελτζούκων που είχε τη στήριξη των Ορτοκίδων και του εμίρη του Χαλεπίου Φαχρ αλ-Μουλκ Ραντβάν.[6] Στην υποχώρηση πνίγηκε ενώ προσπαθούσε να περάσει τον ποταμό.[7]
Παραπομπές
↑Outline History of the Islamic World By Masudul Hasan, Abdul Waheed, σ.159
↑The First Crusade:Constantinople to Antioch, Steven Runciman, A History of the Crusades, Τομ.1, Ed. Marshall W. Baldwin, (University of Wisconsin Press, 1969), σ. 283
↑The First Crusade:Constantinople to Antioch, Steven Runciman, A History of the Crusades, Τόμ.1, σ. 283
↑Jill N. Claster, Sacred violence: the European crusades to the Middle East, 1095-1396, (University of Toronto Press, 2009), σ. 45
↑Anatolia in the Period of the Seljuks and the Beyliks, Osman Turan, The Cambridge History of Islam, Ed. Peter Malcolm Holt, Ann K. S. Lambton and Bernard Lewis, (Cambridge University Press, 1970), σ. 239
↑Runciman, Steven, A History of the Crusades, vol. 2: The Kingdom of Jerusalem and the Frankish East, 1100-1187 (Cambridge University Press, 1951), σ. 110
Πηγές
Brand, Charles M. (1989). "The Turkish Element in Byzantium, Eleventh-Twelfth Centuries". Dumbarton Oaks Papers.
Jill N. Claster, Sacred violence: the European crusades to the Middle East, 1095-1396, (University of Toronto Press, 2009)
Runciman, Steven, A History of the Crusades, vol. 2: The Kingdom of Jerusalem and the Frankish East, 1100-1187 (Cambridge University Press, 1951)