Ο Κάλαμος (σπανιότερα η Κάλαμος), (24,964 τ. χλμ κάτ. 529, 2011),[1][2] είναι μικρό νησί στο Ιόνιο Πέλαγος, σε πολύ κοντινή απόσταση από τη δυτική ακτή της Αιτωλοακαρνανίας.
Το νησί βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το χωριό Μύτικας της Αιτωλοακαρνανίας, αλλά παρά την κοντινή του απόσταση ανήκει διοικητικά στην περιφερειακή ενότητα Λευκάδας μαζί με άλλα μικρά νησιά της περιοχής. Είναι κυρίως ορεινό, η κορυφή μάλιστα του βουνού που δεσπόζει στο νησί φτάνει τα 745 μ. Η επικοινωνία με την ηπειρωτική χώρα γίνεται με καΐκια που εκτελούν δρομολόγια από και προς τον Μύτικα στην ακτή της Αιτωλοακαρνανίας. Το νησί φημίζεται για τις όμορφες παραλίες του και αρκετοί το επισκέπτονται κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.
Ιστορία
Το νησί έγινε γνωστό στα Ορλωφικά από τις επιδρομές που εξαπέλυσε από τις ακτές του ο Λάμπρος Κατσώνης το 1791. Στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 το νησί ήταν έρημο. Μετά τη Μάχη του Πέτα (4 Ιουλ. 1822) όσοι δεν μπόρεσαν να καταφύγουν στο Μεσολόγγι αποβιβάστηκαν στον Κάλαμο, που τότε τελούσε υπό αγγλική κυριαρχία. Ο τότε αρμοστήςΤόμας Μαίτλαντ θεώρησε ανεπιθύμητους τους επαναστάτες και τους έδιωξε.[3]
Ωστόσο, οι πρώτες ενδείξεις κατοίκησης του νησιού ανάγονται στην Νεολιθική εποχή. Είναι βέβαιο ότι ο Κάλαμος κατοικούνταν επίσης στη Μυκηναϊκή και στην Κλασική περίοδο. Από τα Ελληνιστικά χρόνια το πέρασμα του στενού Καλάμου - Μύτικα αποκτά ιδιαίτερη στρατιωτική σημασία και εποπτεύεται αρχικά από ένα μικρό οχυρό κτισμένο στη κορυφή Ξυλόκαστρο και ένα σύστημα πύργων στον περιβάλλοντα χώρο.
Η εποπτεία του στενού οργανώνεται καλύτερα, όταν στα ύστερα Ρωμαϊκά χρόνια κτίζεται ένα ισχυρό κάστρο χαμηλότερα, ανάμεσα στους οικισμούς Κάλαμο και Επισκοπή. Στο περιθώριο των συγκρούσεων, η πειρατεία αποτελούσε ένα μόνιμο πρόβλημα στην περιοχή, ιδιαίτερα σε εποχές απώλειας του κρατικού ελέγχου, όπως κατά την εποχή της πτώσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλλά και κατά τον 16ο και 18ο αι. Στο μεγαλύτερο μέρος του 18ου αι. κυριαρχούν οι Βενετοί, ενώ η οικονομία του Καλάμου ελέγχεται από την οικογένεια Δελλαδέτσιμα που εισπράττει το φόρο της δεκάτης. Ακολουθούν στο τέλος του αιώνα οι Ρώσοι και το 1807 το νησί περιέρχεται στους Γάλλους.