Η Θεωρία των Χρωμάτων (γερμανικά: Zur Farbenlehre) είναι ένα βιβλίο του Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε σχετικά με τις απόψεις του ποιητή για τη φύση των χρωμάτων και για το πώς αυτά γίνονται αντιληπτά από τους ανθρώπους. Εκδόθηκε στα γερμανικά το 1810 και στα αγγλικά το 1840.[1] Το βιβλίο περιέχει λεπτομερείς περιγραφές φαινομένων όπως οι χρωματιστές σκιές, η διάθλαση και η χρωματική εκτροπή.
Το βιβλίο του Γκαίτε εμπεριέχει ένα κατάλογο για το πώς γίνεται αντιληπτό το χρώμα σε μια μεγάλη ποικιλία περιστάσεων και θεωρεί τις παρατηρήσεις του Ισαάκ Νεύτωνα ως ειδικές περιπτώσεις.[2] Σε αντίθεση με το Νεύτωνα, η ανησυχία του Γκαίτε δε περιστρεφόταν τόσο γύρω από την αναλυτική πραγμάτευση του χρώματος, όσο από τις ποιότητες του τρόπου με τον οποίο τα φαινόμενα γίνονται αντιληπτά. Οι φιλόσοφοι έχουν κατανοήσει τη διάκριση ανάμεσα στο οπτικό φάσμα, όπως παρατηρείται από τον Νεύτωνα, και στο φαινόμενο της ανθρώπινης αντίληψης των χρωμάτων, όπως παρουσιάζεται από τον Γκαίτε - ένα θέμα που αναλύθηκε εκτενώς από τον Βίτγκενσταϊν στα σχόλιά του για τη θεωρία του Γκαίτε στο Παρατηρήσεις πάνω στα χρώματα.
Ιστορικό υπόβαθρο
Την εποχή του Γκαίτε, ήταν γενικά αποδεκτό ότι, όπως είχε δείξει ο Ισαάκ Νεύτων στην Οπτική του το 1704, το άχρωμο (λευκό) φως χωρίζεται στα συστατικά του χρώματα όταν κατευθύνεται μέσα από ένα πρίσμα.[3]
Μαζί με όλο τον υπόλοιπο κόσμο, ήμουν πεπεισμένος πως όλα τα χρώματα περιέχονται στο φως: κανένας δεν μου είπε ποτέ κάτι διαφορετικό και δεν βρήκα ποτέ τον παραμικρό λόγο να το αμφισβητήσω, διότι δεν με ενδιέφερε το θέμα.
— Γιόχαν Βόλφγκανκ φον Γκαίτε, Η Θεωρία των Χρωμάτων
Το σημείο εκκίνησης του Γκαίτε ήταν η υποτιθέμενη ανακάλυψη του τρόπου με τον οποίο ο Νεύτων έσφαλε στο πρισματικό πείραμα,[4] και μέχρι το 1793 ο Γκαίτε είχε διατυπώσει τα επιχειρήματά του εναντίον του Νεύτωνα στο δοκίμιο «Über Newtons Hypothese der diversen Refrangibilität» («On Newton's hypothengibility of diverse refrang»).[3] Ωστόσο, μέχρι το 1794, ο Γκαίτε είχε αρχίσει να παρατηρεί όλο και περισσότερο τη σημασία της φυσιολογικής πτυχής των χρωμάτων.[3]
Όπως σημειώνει ο Γκαίτε στον ιστορικό τομέα, ο Λουδοβίκος Μπερτράν Καστέλ είχε ήδη δημοσιεύσει μια κριτική της φασματικής περιγραφής του πρισματικού χρώματος του Νεύτωνα το 1740 [5] στην οποία παρατήρησε ότι η ακολουθία των χρωμάτων που χωριζόταν από ένα πρίσμα εξαρτιόταν από την απόσταση από το πρίσμα - και ότι ο Νεύτων κοίταζε μια ειδική περίπτωση.[6]
«Ενώ αντιθέτως ο Νεύτων παρατήρησε το χρωματικό φάσμα σε έναν τοίχο σε σταθερή απόσταση μακριά από το πρίσμα, ο Γκαίτε παρατήρησε το χρωματικό φάσμα σε μια λευκή κάρτα η οποία σταδιακά απομακρύνθηκε από το πρίσμα... Καθώς η κάρτα απομακρύνθηκε, η προβαλλόμενη εικόνα επιμηκύνθηκε, παίρνοντας σταδιακά ένα ελλειπτικό σχήμα, οι έγχρωμες εικόνες έγιναν μεγαλύτερες και τελικά συγχωνεύτηκαν στο κέντρο για να δημιουργήσουν το χρώμα πράσινο. Η μετακίνηση της κάρτας πιο μακρυά οδήγησε στην αύξηση του μεγέθους της εικόνας, μέχρι που τελικά παρήχθη το φάσμα που περιγράφει ο Νεύτων στα Οπτικά... Η εικόνα που εκπέμπεται από τη διαθλασμένη δοκό δεν ήταν σταθερή, αλλά μάλλον αναπτύχθηκε με αυξανόμενη απόσταση από το πρίσμα. Κατά συνέπεια, ο Γκαίτε έκρινε την συγκεκριμένη απόσταση που επέλεξε ο Νεύτων για να αποδείξει το δεύτερο θεώρημα στα Οπτικά ως ιδιότροπα επιβεβλημένη». (Άλεξ Κέντσης, Ανάμεσα στο φως και στο μάτι) [7]
Η θεωρία που στήσαμε με πεποίθηση εναντίον αυτού αρχίζει με το άχρωμο φως και επωφελείται από εξωτερικούς όρους και προϋποθέσεις με σκοπό να παράγει έγχρωμα φαινόμενα: αλλά αναγνωρίζει αξία και αξιοπρέπεια σε αυτούς τους όρους και τις προϋποθέσεις. Δεν θεωρεί ότι αναπτύσσει χρώματα από το φως, αλλά μάλλον επιζητεί να αποδείξει με αναρίθμητες υποθέσεις πως το χρώμα παράγεται από το φως καθώς και από εκείνο που βρίσκεται απέναντι του.
— Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε, Θεωρία των Χρωμάτων
Στον πρόλογο της Θεωρίας των Χρωμάτων, ο Γκαίτε εξήγησε ότι προσπάθησε να εφαρμόσει την αρχή της πολικότητας στο έργο - μια πρόταση που ανήκε στις πρώτες του πεποιθήσεις και ήταν συστατική ολόκληρης της μελέτης του για τη φύση.[3]
Η θεωρία του Γκαίτε
Η θεωρία του Γκαίτε για τη σύσταση των χρωμάτων του φάσματος δεν έχει αποδειχθεί ως μια μη ικανοποιητική θεωρία, μάλλον δε πρόκειται διόλου περί θεωρίας. Τίποτα δε μπορεί να προβλεφθεί βάση αυτής. Είναι μάλλον ένα ασαφές, παραστατικό περίγραμμα, όπως εκείνο που βρίσκουμε στην ψυχολογία του Γουίλιαμ Τζέιμς. Ούτε υπάρχει κάποιο «experimentum crucis» το οποίο θα μπορούσε να αποφασίσει υπέρ ή κατά αυτής της θεωρίας.
— Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν, Παρατηρήσεις πάνω στα χρώματα
Είναι δύσκολο να παρουσιαστεί η «θεωρία» του Γκαίτε, από τη στιγμή που απέχει από το να σχηματίσει οποιαδήποτε πραγματική θεωρία. Αναφέρει: «ο σκοπός (αυτής της θεωρίας) είναι να απεικονίσει παρά να εξηγήσει» (Επιστημονικές Μελέτες[8]). Αντί να δημιουργήσει μοντέλα και εξηγήσεις, ο Γκαίτε συνέλεξε δείγματα—ήταν υπεύθυνος για τις μετεωρολογικές συλλογές του Πανεπιστημίου της Ιένας.[9] Μέχρι τη στιγμή του θανάτου του, είχε συγκεντρώσει πάνω από 17.800 ορυκτά στην προσωπική του συλλογή—τη μεγαλύτερη σε όλη την Ευρώπη. Ακολούθησε την ίδια προσέγγιση στο χρώμα - αντί να περιορίσει και να απομονώσει τα πράγματα σε ένα μόνο «experimentum crucis» (ή ένα κριτικό πείραμα που θα αποδείκνυε ή θα απέρριπτε τη θεωρία του), επιδίωξε να κερδίσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο εύρος για αυτή του την αντίληψη αναπτύσσοντας μία παρουσίαση ευρείας εμβέλειας μέσω της οποίας αποκαλύπτεται ο ουσιώδης χαρακτήρας του χρώματος-χωρίς να χρειάζεται να καταφύγει σε εξηγήσεις και θεωρίες για αντιληπτά φαινόμενα όπως τα «μήκη κυμάτων» ή τα «μόρια».
«Το κεντρικό σημείο της θεωρίας του περί των χρωμάτων, είναι η εμπειρική της πηγή: αντί να επιβάλλει θεωρητικές δηλώσεις, ο Γκαίτε επιδίωξε να επιτρέψει στο φως και στο χρώμα να εμφανίζονται σε μια διατεταγμένη σειρά από πειράματα την οποία οι αναγνώστες θα μπορούσαν να βιώσουν μόνοι τους». (Σίμον, 1998 [10]). Σύμφωνα με τον Γκαίτε, «το λάθος του Νεύτωνα... ήταν να εμπιστευτεί τα μαθηματικά περισσότερο από τις αισθήσεις του ματιού του.» (Γιόχαν Λέρερ, 2006).
Η ουσία της μεθόδου του Γκαίτε ήταν το να μείνει κανείς πιστός στην αντίληψη χωρίς να καταφύγει στην εξήγηση. Αυτό που έδωσε στην πραγματικότητα δεν ήταν τόσο μια θεωρία, όσο μια ορθολογική περιγραφή του χρώματος. Για τον Γκαίτε, «το σημαντικότερο είναι να καταλάβουμε ότι όλα τα γεγονότα στη πραγματικότητα είναι θεωρία. Το μπλε του ουρανού μας αποκαλύπτει τον βασικό νόμο του χρώματος. Μην ψάχνετε τίποτα πέρα από τα φαινόμενα, αυτά τα ίδια είναι η θεωρία.»[11]
(Ο Γκαίτε) παρέδωσε κανονικά ό,τι είχε υποσχεθεί ο τίτλος του εξαιρετικού του έργου: «Δεδομένα για τη Θεωρία των Χρωμάτων». Είναι σημαντικά, πλήρη και σπουδαία στοιχεία, πλούσιο υλικό για μια μελλοντική θεωρία των χρωμάτων. Ωστόσο, δεν έχει επιχειρήσει να εφοδιάσει την ίδια τη θεωρία: για αυτόν τον λόγο, όπως ο ίδιος παραδέχεται και ομολογεί στη σελίδα xxxix της εισαγωγής, δεν μας έχει εφοδιάσει με μια πραγματική εξήγηση της ουσιώδους φύσης του χρώματος, αλλά μάλλον το θέτει ως φαινόμενο και απλώς μας λέει πώς δημιουργείται, όχι τί είναι. Τα φυσιολογικά χρώματα… τα απεικονίζει ως φαινόμενο, πλήρες και υπαρκτό από μόνο του, χωρίς καν να επιχειρούν να δείξουν τη σχέση τους με τα φυσικά χρώματα, το κυρίως θέμα που τον απασχολεί… Είναι στη πραγματικότητα μια συστηματική παρουσίαση δεδομένων, αλλά σταματάει εκεί.
— Άρτουρ Σοπενχάουερ, Περί Οράσεως και Χρωμάτων
Ο Γκαίτε περιγράφει τη μέθοδό του στο δοκίμιο Το πείραμα ως μεσολαβητής μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου (1772).[12] Υπογραμμίζει τη βιωματική του άποψη. «Ο ίδιος ο άνθρωπος, στο βαθμό που κάνει ηχητική χρήση των αισθήσεων του, είναι ο πιο ακριβής φυσικός μηχανισμός που μπορεί να υπάρξει.» (Γκαίτε, Επιστημονικές Μελέτες[8])
Πιστεύω πως αυτό που αναζητούσε ο Γκαίτε στη πραγματικότητα, δεν ήταν μια φυσιολογική, αλλά μια ψυχολογική θεωρία των χρωμάτων
— Λούντβιχ Βίντγεκνσταϊν, Πολιτισμός και Αξίες
Φως και σκοτάδι
Σε αντίθεση με τους σύγχρονους του, ο Γκαίτε δεν έβλεπε το σκοτάδι ως μια απουσία φωτός, αλλά μάλλον ως εκ διαμέτρου αντίθετο και αλληλεπιδραστικό με το φως: το χρώμα προέκυψε από αυτή την αλληλεπίδραση φωτός και σκιάς. Για τον Γκαίτε, το φως είναι «το απλούστερο, το πιο αδιαίρετο, το πιο ομοιογενές ον που γνωρίζουμε. Η αντιμετώπιση του είναι το σκοτάδι.» (Γράμμα στον Γιακόμπι).
…διατήρησαν αυτό το «η σκιά είναι μέρος του φωτός». Ακούγεται παράλογο όταν το εκφράζω, μα έτσι είναι: διότι είπαν πως «τα χρώματα», τα οποία είναι σκοτάδι και το αποτέλεσμα της σκιάς, «είναι το ίδιο το φως».
— Γιόχαν Έκερμαν, Συνομιλίες με τον Γκαίτε
Βασισμένος στα πειράματά του με τα θολά μέσα, ο Γκαίτε χαρακτήρισε το χρώμα σαν να προκύπτει από τη δυναμική αλληλεπίδραση σκότους και φωτός. Ο Ρούντολφ Στάινερ, ο επιστημονικός συντάκτης της έκδοσης Kurschner των έργων του Γκαίτε, έδωσε την ακόλουθη αναλογία:
Η σύγχρονη επιστήμη της Φυσικής, αντιμετωπίζει το σκοτάδι ως το απόλυτο μηδέν. Σύμφωνα με αυτή την οπτική, το φως που ρέει σε έναν σκοτεινό χώρο, δε δέχεται από το σκοτάδι κάποια αντίσταση την οποία πρέπει να υπερνικήσει. Ο Γκαίτε ζωγραφίζει στον εαυτό του την εικόνα πως το φως και το σκοτάδι σχετίζονται μεταξύ τους, όπως ο βόρειος και ο νότιος πόλος ενός μαγνήτη. Το σκοτάδι μπορεί να αποδυναμώσει το φως στη λειτουργική του ισχύ. Αντιστρόφως, το φως μπορεί να περιορίσει την ενέργεια του σκοταδιού. Και στις δύο περιπτώσεις, προκύπτει το χρώμα.
[…] το λευκό που γίνεται πιο σκοτεινό ή θαμπό, ρέπει προς το κίτρινο: το μαύρο, όπως γίνεται φωτεινότερο, ρέπει προς το μπλε.
Με άλλα λόγια: Το κίτρινο είναι ένα φως που έχει αποθαρρυνθεί από το σκοτάδι. Το μπλε είναι ένα σκοτάδι που έχει αποδυναμωθεί από το φως.
Πειράματα με θολά μέσα
Η πράξη των θολών μέσων ήταν για τον Γκαίτε το απόλυτο γεγονός —το Urphänomen— του κόσμου των χρωμάτων.
— Τζον Τούνταλ, 1880
Οι μελέτες του Γκαίτε για το χρώμα ξεκίνησαν με πειράματα που εξέτασαν τις επιδράσεις των θολών μέσων, όπως ο αέρας, η σκόνη και η υγρασία στην αντίληψη του φωτός και του σκοταδιού. Ο ποιητής παρατήρησε ότι το φως που φαίνεται μέσα από ένα θολό μέσο εμφανίζεται κίτρινο και το σκοτάδι που φαίνεται μέσα από ένα φωτισμένο μέσο εμφανίζεται μπλε.
Ο υψηλότερος βαθμός του φωτός, όπως αυτός του ήλιου… είναι ως επί το πλείστον άχρωμος. Ωστόσο αυτό το φως, όπως φαίνεται μέσα από ένα μέσο πολύ ελαφρώς πυκνό, εμφανίζεται σε εμάς κίτρινο. Αν η πυκνότητα ενός τέτοιου μέσου αυξηθεί, ή αν η ένταση της γίνει μεγαλύτερη, θα βλέπαμε το φως να παίρνει σταδιακά μια κίτρινη-κόκκινη απόχρωση, η οποία στο τέλος βαθαίνει προς ένα ρουμπινί χρώμα.
Εάν από την άλλη πλευρά, το σκοτάδι φαίνεται μέσα από ένα ημί-διάφανο μέσο, το οποίο με τη σειρά του φωτίζεται από ένα φως που πέφτει πάνω σε αυτό, εμφανίζεται ένα μπλε χρώμα: αυτό γίνεται φωτεινότερο και χλωμότερο όσο η πυκνότητα του μέσου αυξάνεται, αλλά αντιθέτως φαίνεται σκοτεινότερο και βαθύτερο όσο πιο διάφανο γίνεται το μέσο: στον μικρότερο βαθμό της θαμπής, κατά κάποιον τρόπο απόλυτης, διαφάνειας, σκεπτόμενοι πάντα ένα άρτια άχρωμο μέσο, αυτό το βαθύ μπλε πλησιάζει το ομορφότερο βιολετί.
— Γκαίτε, Θεωρία των Χρωμάτων, σελ. 150-151
Στη συνέχεια προχωρά σε πολυάριθμα πειράματα, παρατηρώντας συστηματικά τις επιδράσεις των σπάνιων μέσων όπως η σκόνη, ο αέρας και η υγρασία στην αντίληψη του χρώματος.
Οριακές συνθήκες
Όταν προβάλλεται μέσα από ένα πρίσμα, ο προσανατολισμός ενός ορίου φωτός-σκοταδιού, ο οποίος σέβεται τον άξονα του πρίσματος, είναι σημαντικός. Με το λευκό πάνω από ένα σκοτεινό όριο, παρατηρούμε το φως να εκτείνει μια μπλε-βιολετί άκρη στη σκοτεινή περιοχή: ενώ το σκοτάδι πάνω από ένα φωτεινό όριο έχει ως αποτέλεσμα μια κόκκινη-κίτρινη άκρη που εκτείνεται στην φωτεινή περιοχή.
Αυτή η διαφορά κίνησε το ενδιαφέρον του Γκαίτε. Ένιωθε ότι αυτή η εμφάνιση του χρώματος στα όρια φωτός-σκοταδιού ήταν θεμελιώδης για τη δημιουργία του φάσματος (το οποίο θεωρούσε σύνθετο φαινόμενο).
Διαφοροποιώντας τις πειραματικές συνθήκες χρησιμοποιώντας διαφορετικές αποχρώσεις του γκρι, δείχνει ότι η ένταση των χρωματιστών άκρων αυξάνεται με την αντίθεση των ορίων.
Φωτεινά και σκοτεινά φάσματα
Δεδομένου ότι το φαινόμενο του χρώματος βασίζεται στη γειτνίαση φωτός και σκοταδιού, υπάρχουν δύο τρόποι για να παραχθεί ένα φάσμα: με μια δέσμη φωτός σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και με μια δέσμη σκοταδιού (δηλ.μια σκιά) σε ένα φωτεινό δωμάτιο.
Ο Γκαίτε κατέγραψε τη σειρά των χρωμάτων που προβάλλονται σε διάφορες αποστάσεις από ένα πρίσμα και για τις δύο περιπτώσεις (βλ. Πλάκα IV, Θεωρία των Χρωμάτων). Και στις δύο περιπτώσεις, διαπίστωσε ότι οι κίτρινες και μπλε άκρες παραμένουν πιο κοντά στην πλευρά που είναι φωτεινή και οι κόκκινες και βιολετί άκρες παραμένουν πιο κοντά στην πλευρά που είναι σκούρα. Σε μια συγκεκριμένη απόσταση, αυτές οι άκρες επικαλύπτονται - και λαμβάνουμε το φάσμα του Νεύτωνα. Όταν αυτές οι άκρες επικαλύπτονται σε ένα φωτεινό φάσμα, προκύπτει πράσινο. όταν επικαλύπτονται σε ένα σκοτεινό φάσμα, προκύπτει ματζέντα.
Με ένα φωτεινό φάσμα (δηλαδή μια αχτίδα φωτός σε ένα σκοτεινό περιβάλλον), βρίσκουμε κίτρινα-κόκκινα χρώματα κατά μήκος της επάνω άκρης και μπλε-βιολετί χρώματα κατά μήκος της κάτω άκρης. Το φάσμα με το πράσινο στη μέση εμφανίζεται μόνο όπου οι μπλε-βιολετί άκρες επικαλύπτουν τις κίτρινες-κόκκινες άκρες. Δυστυχώς ένα οπτικό μείγμα μπλε και κίτρινου δίνει λευκό, όχι πράσινο, και έτσι η εξήγηση του Γκαίτε για το φάσμα του Νεύτωνα αποτυγχάνει.[14]
Με ένα σκοτεινό φάσμα (δηλαδή μια σκιά που περιβάλλεται από φως), βρίσκουμε βιολετί-μπλε κατά μήκος της επάνω άκρης και κόκκινο-κίτρινο κατά μήκος της κάτω άκρης - και όπου αυτές οι άκρες επικαλύπτονται, βρίσκουμε (εξωφασματικά) ματζέντα.
Ο Όλαφ Μιούλερ παρουσίασε το θέμα με τον ακόλουθο τρόπο: «Σύμφωνα με τον Νεύτωνα, όλα τα χρώματα του φάσματος περιέχονται στο λευκό φως του ηλίου, σύμφωνα με τον Γκαίτε, μπορεί να ειπωθεί το αντίθετο - ότι όλα τα χρώματα του συμπληρωματικού φάσματος περιέχονται στο σκοτάδι».[1]
Ο χρωματικός κύκλος του Γκαίτε
Το μάτι ενθουσιάζεται αμέσως όταν βλέπει ένα χρώμα και είναι στη φύση του, αυθόρμητα και από ανάγκη, να δημιουργήσει άμεσα ένα άλλο, το οποίο μαζί με το αρχικό χρώμα, περιλαμβάνει ολόκληρη τη χρωματική κλίμακα.
— Γκαίτε, Θεωρία των Χρωμάτων
Ο Γκαίτε προέβλεψε τη θεωρία της χρωματικής ανταγωνιστικότητας του Έβαλντ Χέρινγκ προτείνοντας έναν συμμετρικό χρωματικό τροχό. Γράφει, «Ο χρωματικός κύκλος... [είναι] διατεταγμένος με έναν γενικό τρόπο σύμφωνα με τη φυσική σειρά... γιατί τα χρώματα που είναι διαμετρικά αντίθετα μεταξύ τους σε αυτό το διάγραμμα, είναι εκείνα που προκαλούν αμοιβαία το ένα το άλλο στο μάτι. Έτσι, το κίτρινο απαιτεί βιολετί: το πορτοκαλί [απαιτεί] μπλε: το μοβ [απαιτεί] πράσινο: και το αντίστροφο: έτσι... όλες οι ενδιάμεσες διαβαθμίσεις προκαλούν αμοιβαία η μία την άλλη: το πιο απλό χρώμα που απαιτεί την ένωση, και αντίστροφα ([15] παράγραφος #50).
Με τον ίδιο τρόπο που το φωτεινό και το σκοτεινό φάσμα έδωσαν πράσινο χρώμα από το μείγμα του μπλε και του κίτρινου χρώματος— ο Γκαίτε ολοκλήρωσε τον χρωματικό του τροχό αναγνωρίζοντας τη σημασία του χρώματος ματζέντα— «Για τον Νεύτωνα, μόνο τα χρώματα εντός του φάσματος θα μπορούσαν να θεωρηθούν θεμελιώδη. Αντίθετα, η πιο εμπειρική προσέγγιση του Γκαίτε τον οδήγησε να αναγνωρίσει τον ουσιαστικό ρόλο του χρώματος ματζέντα σε έναν πλήρη χρωματικό κύκλο, έναν ρόλο που εξακολουθεί να έχει σε όλα τα σύγχρονα χρωματικά συστήματα.» [2]
Συμπληρωματικά χρώματα και η ψυχολογία των χρωμάτων
Ο Γκαίτε συμπεριέλαβε επίσης αισθητικές ιδιότητες στον χρωματικό του τροχό, υπό τον τίτλο «αλληγορική, συμβολική, μυστήρια χρήση του χρώματος» (Allegorischer, symbolischer, mystischer Gebrauch der Farbe), καθιερώνοντας ένα είδος ψυχολογίας των χρωμάτων. Συνέδεσε το κόκκινο με το «όμορφο», το πορτοκαλί με το «ευγενές», το κίτρινο με το «καλό», το πράσινο με το «χρήσιμο», το μπλε με το «κοινό» και το βιολετί με το «περιττό». Αυτές οι έξι ιδιότητες ανατέθηκαν σε τέσσερις κατηγορίες ανθρώπινης γνωστικής λειτουργίας, τη λογική (Vernunft) το όμορφο και το ευγενές (κόκκινο και πορτοκαλί), τη διανοητική (Verstand), το καλό και το χρήσιμο (κίτρινο και πράσινο), τη φιληδονία (Sinnlichkeit) το χρήσιμο και το κοινό (πράσινο και μπλε) και, κλείνοντας τον κύκλο, τη φαντασία (Phantasie) τόσο στο περιττό, όσο και στο όμορφο (μωβ και κόκκινο).
Σημειώσεις για τη μετάφραση
Το χρώμα Ματζέντα εμφανίστηκε ως χρωματικός όρος μόλις στα μέσα του 19ου αιώνα, μετά τον Γκαίτε. Ως εκ τούτου, οι αναφορές στην αναγνώριση του χρώματος ματζέντα από τον Γκαίτε, είναι γεμάτες ερμηνείες. Αν παρατηρήσει κανείς τα χρώματα που βγαίνουν από ένα πρίσμα - ένας Άγγλος μπορεί να έχει μεγαλύτερη τάση να περιγράψει ως ματζέντα εκείνο που στα γερμανικά ονομάζεται Purpur - κατά τρόπο με τον οποίο να μη χαθεί η πρόθεση του συγγραφέα.
Ωστόσο, η κυριολεκτική μετάφραση είναι πιο δύσκολη. Το έργο του Γκαίτε χρησιμοποιεί δύο σύνθετες λέξεις για μικτές (ενδιάμεσες) αποχρώσεις μαζί με αντίστοιχους συνήθεις χρωματικούς όρους όπως «πορτοκαλί» και «βιολετί».
Δεν είναι σαφές πώς το Rot, το Purpur (ονομάζεται ρητά ως το συμπληρωματικό του πράσινου),[15] και το Schön (ένας από τους έξι χρωματικούς τομείς) του Γκαίτε σχετίζονται αφενός μεταξύ τους, αφετέρου με την κόκκινη άκρη του ορατού φάσματος. Το κείμενο για τη συμβολή (φυσική) από το κεφάλαιο "φυσική" [16] δεν θεωρεί το Rot και το Purpur συνώνυμα. Επίσης, το Purpur είναι αδιαμφισβήτητα διαφορετικό από το Blaurot, επειδή το Purpur παρουσιάζεται ως ένα χρώμα το οποίο βρίσκεται κάπου μεταξύ του Blaurot και του Gelbrot (,[16] παράγραφος 476), αν και πιθανώς δεν γειτνιάζει με το τελευταίο.
Ο Νεύτων και ο Γκαίτε
Ο Έρνστ Λέρς γράφει, «Στην πραγματικότητα, η ουσιαστική διαφορά μεταξύ της θεωρίας των χρωμάτων του Γκαίτε και της θεωρίας που επικράτησε στην επιστήμη (παρόλες τις τροποποιήσεις) από την εποχή του Νεύτωνα, έγκειται σε αυτό: Ενώ η θεωρία του Νεύτωνα και των διαδόχων του βασίστηκε στον αποκλεισμό της ικανότητας του ματιού όσον αφορά το χρώμα, ο Γκαίτε έθεσε τα θεμέλια της θεωρίας του ακριβώς πάνω σε αυτήν την εμπειρία του ματιού στο χρώμα».[17]
«Η παραίτηση από την ζωή και την αμεσότητα, που ήταν ο πρόλογος της προόδου των φυσικών επιστημών από τον Νεύτωνα και μετά, αποτέλεσε την πραγματική βάση για τον πικρό αγώνα που διεξήγαγε ο Γκαίτε ενάντια στη οπτική του Νεύτωνα περί της φυσικής. Θα ήταν επιπόλαιο να απορρίψουμε αυτόν τον αγώνα ως ασήμαντο: είναι μεγάλης σημασίας το ότι ένας εκ των εξαιρετικών ανδρών κατευθύνει όλες τις προσπάθειές του στην καταπολέμηση της ανάπτυξης της Νευτώνειας οπτικής». (Βέρνερ Χάιζενμπεργκ, κατά τη διάρκεια ομιλίας για τον εορτασμό των γενεθλίων του Γκαίτε) [18]
Λόγω των διαφορετικών προσεγγίσεων τους σε ένα κοινό θέμα, έχουν προκύψει πολλές παρεξηγήσεις μεταξύ της μαθηματικής αντίληψης της οπτικής από τον Νεύτωνα και της βιωματικής προσέγγισης του Γκαίτε.[19]
Επειδή ο Νεύτων συμπεραίνει ότι το λευκό φως αποτελείται από μεμονωμένα χρώματα και ο Γκαίτε βλέπει το χρώμα ως ένα φαινόμενο που προκύπτει από την αλληλεπίδραση φωτός και σκοταδιού, καταλήγουν σε διαφορετικά συμπεράσματα σχετικά με το ερώτημα: είναι το οπτικό φάσμα πρωταρχικό ή σύνθετο φαινόμενο;
Για τον Νεύτωνα, το πρίσμα είναι ασήμαντο για την ύπαρξη των χρωμάτων, καθώς όλα τα χρώματα υπάρχουν ήδη στο λευκό φως και το πρίσμα απλώς τα ξεχωρίζει ανάλογα με την αναθραυστικότητα τους. Ο Γκαίτε επιδίωξε να δείξει ότι, ως θολό μέσο, το πρίσμα ήταν ένας αναπόσπαστος παράγοντας για την εμφάνιση του χρώματος.
Ενώ ο Νεύτων περιόρισε τη φωτεινή δέσμη για να απομονώσει το φαινόμενο, ο Γκαίτε παρατήρησε ότι με ένα ευρύτερο άνοιγμα, δεν υπήρχε φάσμα. Είδε μόνο κόκκινες-κίτρινες άκρες και μπλε-κυανές άκρες με λευκό ανάμεσά τους και το φάσμα προέκυψε μόνο εκεί που αυτές οι άκρες πλησίαζαν αρκετά ώστε να επικαλυφθούν. Για εκείνον, το φάσμα θα μπορούσε να εξηγηθεί από το απλούστερο φαινόμενο του χρώματος που προκύπτει από την αλληλεπίδραση φωτεινών και σκοτεινών ακρών.
Ο Νεύτων εξηγεί την εμφάνιση του λευκού με έγχρωμες άκρες λέγοντας ότι λόγω της συνολικά διαφορετικής ποσότητας διάθλασης, οι ακτίνες αναμιγνύονται μεταξύ τους για να δημιουργήσουν ένα πλήρες λευκό προς το κέντρο, ενώ οι άκρες δεν επωφελούνται από αυτό το πλήρες μείγμα και εμφανίζονται με μεγαλύτερα κόκκινα ή μπλε συστατικά. Για την περιγραφή του Νεύτωνα για τα πειράματά του, βλέπε την Οπτική του (1704).[20]
Πίνακας διαφορών
Ποιότητες του Φωτός
Νεύτων (1704)
Γκαίτε (1810)
Ομοιογένεια
Το λευκό φως αποτελείται από έγχρωμα στοιχεία (ετερογενές).
Το φως είναι το απλούστερο, το πιο αδιαίρετο, το πιο ομοιογενές πράγμα (ομοιογενές).
Σκοτάδι
Το σκοτάδι είναι η απουσία φωτός.
Το σκοτάδι είναι πολικό προς το φως και αλληλεπιδρά με το φως.
Φάσμα
Τα χρώματα διαχωρίζονται από το φως ανάλογα με την ευθραυστότητα τους (πρωταρχικό φαινόμενο).
Οι έγχρωμες άκρες που προκύπτουν στα όρια του φωτός και του σκοταδιού επικαλύπτονται για να σχηματίσουν ένα φάσμα (σύνθετο φαινόμενο).
Πρίσμα
Το πρίσμα είναι ασήμαντο για την ύπαρξη των χρωμάτων.
Ως θολό μέσο, το πρίσμα συμβάλει στην ανάδυση του χρώματος.
Ο ρόλος της διάθλασης
Το φως αποσυντίθεται μέσω της διάθλασης, της κλίσης και της αντανάκλασης.
Η διάθλαση, η κλίση και η αντανάκλαση μπορούν να υπάρξουν χωρίς την εμφάνιση του χρώματος.
Ανάλυση
Το λευκό φως αποσυντίθεται σε ένα φάσμα που περιλαμβάνει όλα τα χρώματα.
Υπάρχουν μόνο δύο καθαρά χρώματα—το μπλε και το κίτρινο. Τα υπόλοιπα είναι βαθμοί αυτών. Παράθεση: (Θεωρία των Χρωμάτων, Τόμος 3, Παράγραφος 201/202)
Σύνθεση
Ακριβώς όπως το λευκό φως μπορεί να αποσυντεθεί, μπορεί να επανενωθεί.
Τα χρώματα ανασυνδυάζονται σε αποχρώσεις του γκρι.
Σωματίδιο ή κύμα;
Σωματίδιο
Κανένα, αφού είναι συμπεράσματα και δεν παρατηρούνται μέσω των αισθήσεων.
Τροχός των χρωμάτων
Ασύμμετρο, 7 χρώματα
Συμμετρικό, 6 χρώματα
Η αντίληψη του σκοταδιού από τον Γκαίτε απορρίπτεται από τις σύγχρονες φυσικές επιστήμες. Τόσο ο Νεύτων όσο και ο Χούχενς όρισαν ως σκοτάδι την απουσία του φωτός. Οι Γιούνγκ και Φρενέλ έδειξαν ότι η θεωρία των κυμάτων του Χούχενς (στην Πραγματεία περί φωτός) θα μπορούσε να εξηγήσει το γεγονός ότι το χρώμα είναι η ορατή εκδήλωση του μήκους κύματος του φωτός. Στις μέρες μας, οι φυσικοί αποδίδουν ένα χαρακτήρα στο φως τόσο μοριακό όσο και κυματοειδή—που περιλαμβάνει τον Κυματοσωματιδιακό δυϊσμό.
Ιστορία και επιρροή
Η πρώτη έκδοση του Farbenlehre τυπώθηκε στο Cotta'schen Verlagsbuchhandlung στις 16 Μαΐου 1810, με 250 αντίτυπα σε γκρι χαρτί και 500 αντίτυπα σε λευκό χαρτί. Περιείχε τρεις ενότητες: i) μία διδακτική ενότητα στην οποία ο Γκαίτε παρουσιάζει τις δικές του παρατηρήσεις, ii) μία πολεμική ενότητα στην οποία τάσσεται κατά του Νεύτωνα, και iii) μία ιστορική ενότητα.
Από την στιγμή της έκδοσης του, το βιβλίο ήταν αμφιλεγόμενο για τη στάση του εναντίον του Νεύτωνα. Σε τέτοιο βαθμό, που όταν ο Τσαρλς Ίστλεϊκ μετέφρασε το κείμενο στα αγγλικά το 1840, παρέλειψε το περιεχόμενο της πολεμικής του Γκαίτε κατά του Νεύτωνα.
Κατά έναν σημαντικό (και δυσάρεστο) τρόπο, μόνο η ενότητα «Διδακτική» της Θεωρίας των Χρωμάτων αναφέρεται στη μετάφραση του Ίστλεϊκ. Στον πρόλογο του, ο Ίστλεϊκ εξηγεί πως διέγραψε τα ιστορικά και τα πολεμικά μέρη του βιβλίου διότι «δεν ήταν επιστημονικού ενδιαφέροντος» και άσκησε κριτική στη πολεμική του Γκαίτε επειδή «η βίαιη στάση του κατά του Νεύτωνα θα εμπόδιζε τους αναγνώστες από το να κρίνουν δίκαια τις παρατηρήσεις του Γκαίτε σχετικά με τα χρώματα.
— Μπρους Μακ Έβοϊ, Handprint.com, 2008
Επιρροή στις τέχνες
Εκείνο που έδωσε το αρχικό ερέθισμα στον Γκαίτε να ασχοληθεί με τη μελέτη του χρώματος, ήταν τα ερωτήματα γύρω από την απόχρωση στη ζωγραφική. «Κατά τη διάρκεια του πρώτου του ταξιδιού στην Ιταλία (1786–88), παρατήρησε ότι οι καλλιτέχνες ήταν σε θέση να διατυπώσουν κανόνες για σχεδόν όλα τα στοιχεία της ζωγραφικής και του σχεδίου εκτός από το χρώμα και τα συναφή. Τα έτη 1786–88, ο Γκαίτε άρχισε να ερευνεί εάν θα μπορούσε κανείς να διαπιστώσει κανόνες που να ελέγχουν την καλλιτεχνική χρήση του χρώματος.» [21]
Αυτός ο στόχος επιτεύχθηκε εν μέρει όταν αρκετοί εικαστικοί καλλιτέχνες, πάνω απ' όλα ο Φίλιπ Όττο Ρούνγκε, ενδιαφέρθηκαν για τις μελέτες του σχετικά με το χρώμα.[3] Αφού μεταφράστηκε στα αγγλικά από τον Τσαρλς Ίστλεϊκ το 1840, η θεωρία υιοθετήθηκε ευρέως από τον καλλιτεχνικό κόσμο - ειδικά μεταξύ των Προραφαηλιτών . Ο Ουίλλιαμ Τέρνερ το μελέτησε διεξοδικά και το ανέφερε στους τίτλους αρκετών ζωγραφικών πινάκων.[22] Ο Βασίλι Καντίνσκι το θεώρησε «ένα από τα πιο σημαντικά έργα».[23]
Επιρροή στις σημαίες της Λατινικής Αμερικής
Κατά τη διάρκεια μιας γιορτής στη Βαϊμάρη το χειμώνα του 1785, ο Γκαίτε είχε μια μεταμεσονύκτια συζήτηση με τον Νοτιοαμερικανό επαναστάτη Φρανσίσκο ντε Μιράντα. Σε μια επιστολή προς τον Σγιεμγιόν Βαρόντσοφ (1792), ο Μιράντα διηγήθηκε πώς ο Γκαίτε, γοητευμένος από τα κατορθώματά του στην Αμερική και στην Ευρώπη, του είπε: «Το πεπρωμένο σου είναι να δημιουργήσεις στη γη σου ένα μέρος όπου τα βασικά χρώματα δεν παραμορφώνονται». Προχώρησε στη διευκρίνιση του τι εννοούσε:
«
Αρχικά μου εξήγησε τον τρόπο με τον οποίο η ίριδα μεταμορφώνει το φως σε τρία κύρια χρώματα… μετά είπε, «Γιατί το κίτρινο είναι το πιο ζεστό, το πιο ευγενές και το πιο κοντινό στο λαμπερό φως: γιατί το μπλε είναι εκείνο το μείγμα ενθουσιασμού και γαλήνης, σε τέτοιο βαθμό που προκαλεί τις σκιές: και γιατί το κόκκινο είναι η εξύψωση του κίτρινου και του μπλε, η σύνθεση, η εξαφάνιση του λαμπερού φωτός μέσα στις σκιές.
Τον 19o αιώνα, η Θεωρία του Γκαίτε υιοθετήθηκε από τον Σοπενχάουερ στο Περί Οράσεως και Χρωμάτων, ο οποίος την εξέλιξε σε ένα είδος αριθμητικής φυσιολογίας της δράσης του αμφιβληστροειδούς, σε συνδυασμό με τον δικό του αντιπροσωπευτικό ιδεαλισμό.
Τον 20ο αιώνα η θεωρία πέρασε στον κόσμο της φιλοσοφίας μέσω του Βίτγκενσταϊν, ο οποίος αφιέρωσε μια σειρά παρατηρήσεων στο θέμα στο τέλος της ζωής του. Αυτές οι παρατηρήσεις συλλέγονται στο έργο του Παρατηρήσεις πάνω στα χρώματα, (Βίτγκενσταϊν, 1977).
Κάποιος που συμφωνεί με τον Γκαίτε θα διαπιστώσει ότι ο Γκαίτε ορθά αναγνώρισε τη φύση του χρώματος. Και όταν λέμε «φύση» δεν εννοούμε μια περίληψη εμπειριών με σεβασμό στα χρώματα, αλλά κάτι που επρόκειτο να βρεθεί μέσα στην ίδια την έννοια των χρωμάτων.
— Βίτγκενσταϊν, Παρατηρήσεις πάνω στα χρώματα
Ο Βίτγκενσταϊν ενδιαφερόταν για το γεγονός ότι ορισμένες προτάσεις σχετικά με το χρώμα δεν είναι ούτε εμπειρικές, ούτε ακριβώς a priori, αλλά κάτι ενδιάμεσο: η φαινομενολογία, σύμφωνα με τον Γκαίτε. Ωστόσο, ο Βίτγκενσταϊν υιοθέτησε τη γραμμή ότι «Δεν υπάρχει κάτι τέτοιο όπως ο όρος φαινομενολογία, αν και υπάρχουν φαινομενολογικά προβλήματα». Αρκέστηκε στο να θεωρήσει τις παρατηρήσεις του Γκαίτε ως ένα είδος λογικής ή γεωμετρίας. Ο Βίτγκενσταϊν πήρε τα παραδείγματά του από την επιστολή Runge που περιλαμβάνεται στο "Farbenlehre", π.χ "Το λευκό είναι το πιο ανοιχτό χρώμα", "Δεν μπορεί να υπάρξει ένα διαφανές λευκό", "Δεν μπορεί να υπάρξει ένα κοκκινωπό πράσινο" και ούτω καθεξής. Η λογική κατάσταση αυτών των προτάσεων στην έρευνα του Βίτγκενσταϊν, συμπεριλαμβανομένης της σχέσης τους με τη φυσική, έχει συζητηθεί στο Χρώμα του Τζόναθαν Γουέστφαλ: Μια Φιλοσοφική Εισαγωγή (Γουέστφαλ, 1991).
Υποδοχή από επιστήμονες
Κατά τη διάρκεια της ζωής του Γκαίτε (δηλαδή μεταξύ 1810 και 1832) αμέτρητοι επιστήμονες και μαθηματικοί σχολίασαν την κριτική του Γκαίτε προς τον Νεύτωνα (στο έργο του Γκαίτε "Θεωρία των Χρωμάτων"), συγκεκριμένα σε κριτικές (βιβλίων), σε βιβλία, σε κεφάλαια βιβλίων, σε υποσημειώσεις και σε ανοιχτές επιστολές. Η πλειοψηφία αυτών των ψήφων (ελάχιστα λιγότερες από τις μισές) μίλησε κατά του Γκαίτε, ιδιαίτερα ο Tόμας Γιάνγκ, ο Λουδοβίκος Μαλού, ο Πιέρ Πρεβώ και ο Γκουστάφ Τίοντορ Φέχνερ. Το ένα τρίτο των δηλώσεων των φυσικών επιστημών ήταν υπέρ του Γκαίτε, ιδιαίτερα των Τόμας Γιόχαν Ζίιμπεκ, Γιόχαν Ζάλομο Κρίστοφ Σβάιγκερ και Γιόχαν Φρλιντριχ Κρίστιαν Βέρνεμπουργκ, ενώ το ένα πέμπτο εξέφρασε αμφιθυμία ή ισοπαλία.
Ήδη από το 1853, στη διάλεξη του Χέρμαν φον Χέλμχολτς περι των επιστημονικών έργων του Γκαίτε, ότι απεικονίζει τα φαινόμενα που γίνονται αντιληπτά - "περιστασιακά, αυστηρώς πιστά στη φύση , τα τοποθετεί εντόνως σε μια τάξη που είναι ευχάριστη να ερευνηθεί, και αποδεικνύεται εδώ, όπως παντού στη σφαίρα του πραγματικού, ότι είναι ο μεγάλος κυρίαρχος της έκθεσης» (Χελμχολτς 1853). Ο Χέλμχολτς τελικά απορρίπτει τη θεωρία του Γκαίτε ως έργο ενός ποιητή, αλλά εκφράζει την αμηχανία του για το πώς μπορούν να συμφωνούν τόσο πολύ για τα γεγονότα αυτού του θέματος, αλλά σε βίαιη αντίφαση ως προς το νόημά τους—«Και εγώ δεν ξέρω πώς κάποιος, ανεξαρτήτως από το ποιες είναι οι απόψεις του για τα χρώματα, μπορεί να αρνηθεί ότι η θεωρία από μόνη της είναι απολύτως απορρέουσα, ότι οι υποθέσεις της, αφού γίνουν δεκτές, εξηγούν τα γεγονότα που αντιμετωπίζονται απολύτως και πράγματι με απλό τρόπο». (Χέλμχολτς 1853) [25]
Παρόλο που η ακρίβεια των παρατηρήσεων του Γκαίτε δεν δέχεται μεγάλη κριτική, η αισθητική του προσέγγιση δεν προσφέρεται για τις απαιτήσεις της αναλυτικής και της μαθηματικής ανάλυσης που χρησιμοποιούνται παντού στη σύγχρονη επιστήμη.
Η θεωρία των χρωμάτων του Γκαίτε έχει αποφέρει καρπούς στις τέχνες, στη φυσιολογία και στην αισθητική με ποικίλους τρόπους. Αλλά η νίκη και επομένως η επιρροή στην έρευνα του επόμενου αιώνα, ανήκει στον Νεύτωνα.
— Βέρνερ Χάιζενμπεργκ, 1952
ο Γκαίτε βρήκε πράγματι μια τρύπα στην πανοπλία του Νεύτωνα, μέσω της οποίας ανησύχησε ακατάπαυστα τον Βρετανό με τη λόγχη του. Ο Νεύτων είχε αφοσιωθεί στη θεωρία του ότι η διάθλαση χωρίς χρώμα ήταν ανέφικτη. Πίστευε εντούτοις ότι τα αντικείμενα-γυαλιά των τηλεσκοπίων πρέπει να μείνουν για πάντα ατελή, ο αχρωματισμός και η διάθλαση να είναι ασύμβατα. Ο Τζόν Ντόλλοντ απέδειξε ότι αυτό το συμπέρασμα ήταν λανθασμένο… Εδώ, όπως και οπουδήποτε αλλού, ο Γκαίτε αποδεικνύεται κυρίαρχος των πειραματικών συνθηκών. Εκείνο που θεωρείται μάλλον ως το αδύναμο του σημείο, είναι η δύναμη της ερμηνείας.
— Τζόν Τούνταλ, 1880
Πολλές συζητήσεις πηγάζουν από δύο διαφορετικούς τρόπους διερεύνησης του φωτός και του χρώματος. Ο Γκαίτε δεν ενδιαφερόταν για την αναλυτική πραγμάτευση του χρώματος από τον Νεύτωνα — αλλά παρουσίασε μια εξαιρετική ορθολογική περιγραφή του φαινομένου της αντίληψης των χρωμάτων από τον άνθρωπο.
Οι περισσότερες από τις εξηγήσεις του Γκαίτε σχετικά με το χρώμα έχουν κατεδαφιστεί ολοκληρωτικά, αλλά καμία κριτική δεν έχει ασκηθεί στις αναφορές του για τα γεγονότα που πρέπει να παρατηρηθούν: ούτε και θα έπρεπε. Αυτό το βιβλίο μπορεί να οδηγήσει τον αναγνώστη μέσα από μία πρακτική πορεία όχι μόνο των χρωμάτων που παράγονται με βάση τον υποκειμενικό παράγοντα (μετά από εικόνες, προσαρμογή στο φως και στο σκοτάδι, ακτινοβολία, έγχρωμες σκιές και φωσφαίνια πίεσης), αλλά και σε φυσικά φαινόμενα τα οποία εντοπίζονται ποιοτικά από την παρατήρηση του χρώματος (απορρόφηση, σκέδαση, διάθλαση, περίθλαση, πόλωση και συμβολή). Ένας αναγνώστης που επιχειρεί να ακολουθήσει την λογική των εξηγήσεων του Γκαίτε και που επιχειρεί να τις συγκρίνει με τις πρόσφατες αποδεκτές απόψεις, ίσως ακόμα και με το πλεονέκτημα της περίπλοκης φύσης του 1970, θα πειστεί πως οι θεωρίες του Γκαίτε, ή τουλάχιστον ένα μέρος αυτών, έχει απορριφτεί ιδιαίτερα βιαστικά.
— Ντίν Τζάντ, 1970
Ο Mitchell Feigenbaum πίστευε ότι «ο Γκαίτε είχε δίκιο για το χρώμα!» [2]
Όπως έγιναν αντιληπτές από τον Φάιγκενμπαουμ, οι ιδέες του Γκαίτε είχαν αληθινά επιστημονικά στοιχεία. Ήταν δύσκολες και εμπειρικές. Ξανά και ξανά, ο Γκαίτε έδωσε έμφαση στην επαναληπτικότητα των πειραμάτων του. Ήταν η αντίληψη του χρώματος, για τον Γκαίτε, η οποία ήταν γενική και αντικειμενική. Ποια επιστημονική απόδειξη υπήρξε για μια ποιότητα του κόκκινου που μπορεί να προσδιοριστεί ανεξάρτητα από την αντίληψη μας;
— Τζέιμς Γκλάικ
Τρέχουσα κατάσταση
«Ο Νεύτων πίστευε ότι με τη βοήθεια των πειραμάτων του στο πρίσμα, μπορούσε να αποδείξει ότι το φως του ήλιου αποτελείται από ακτίνες φωτός με διάφορα χρώματα. Ο Γκαίτε έδειξε ότι αυτό το βήμα από την παρατήρηση στη θεωρία είναι πιο προβληματικό από ό,τι ο Νευτων ήθελε να παραδεχτεί. Επιμένοντας ότι το βήμα προς τη θεωρία δεν μας επιβάλλεται μέσω των φαινομένων, ο Γκαίτε αποκάλυψε τη δική μας ελεύθερη, δημιουργική συνεισφορά στην κατασκευή της θεωρίας. Και η οξυδέρκεια του Γκαίτε είναι εκπληκτικά σημαντική, γιατί σωστά υποστήριξε ότι όλα τα αποτελέσματα των πειραμάτων στο πρίσμα του Νεύτωνα ταιριάζουν εξίσου καλά σε μια εναλλακτική θεωρία… έναν αιώνα πριν από τα περίφημα επιχειρήματα των Duhem και Quine για τον Υποπροσδιορισμό .» [26]
«Η κριτική του Γκαίτε στον Νεύτωνα δεν ήταν επίθεση στη λογική ή την επιστήμη, αν και έχει συχνά απεικονιστεί έτσι. . Η κριτική υποστήριξε ότι ο Νεύτων είχε μπερδέψει τη μαθηματική φαντασία ως την καθαρή απόδειξη των αισθήσεων. . Ο Γκαίτε προσπάθησε να ορίσει την επιστημονική λειτουργία της φαντασίας: να αλληλοσυσχετίζει τα φαινόμενα από τη στιγμή που έχουν παραχθεί, περιγραφεί και οργανωθεί σχολαστικά. . . Ο Νεύτωνας είχε εισαγάγει το δόγμα στην επιστήμη των χρωμάτων υποστηρίζοντας ότι το χρώμα μπορούσε να αναχθεί σε συνάρτηση των ακτίνων». (Dennis L. Sepper, 2009) [27]
Ο Γκαίτε ξεκίνησε με την αποδοχή της φυσικής θεωρίας του Νεύτωνα. Σύντομα, την εγκατέλειψε… θεώρησε πως η τροπολογία ήταν πιο συμβατή με τα δικά του ευρήματα. Μια ωφέλιμη συνέπεια που προέκυψε από αυτό ήταν ότι ανέπτυξε μία αντίληψη της σημασίας της φυσιολογικής όψης της αντίληψης του χρώματος, και ήταν ως εκ τούτου ικανός να αποδείξει πως η θεωρία του Νεύτωνα περί φωτός και χρωμάτων είναι πολύ απλοϊκή: ότι υπάρχουν περισσότερα να ερευνήσει κανείς πάνω στο χρώμα από την ευμετάβλητη αναθραυστικότητα.
— Μάικλ Ντάκ, 1988
«Αν και απέρριψε τη διαφορική αναθραυστικότητα του Νεύτωνα αρκετά σύντομα, ο Γκαίτε πάντα επιβεβαίωνε τη Νευτώνεια μηχανική. Δεν ήταν μια a priori ποιητική προκατάληψη εναντίων της μαθηματικής ανάλυσης, αλλά μάλλον η εκτέλεση των πειραμάτων που τον οδήγησαν στο να απορρίψει τη θεωρία... Ο Γκαίτε κατέληξε άμεσα στο συμπέρασμα ότι για να εξηγήσει κανείς το χρώμα πρέπει να έχει γνώσεις όχι μόνο σχετικά με το φως αλλά και για τη λειτουργία των ματιών και τις σχετικές διαφορές του φωτός στο οπτικό πεδίο.» (Σέππερ, 2009) [27]
Ως ένας κατάλογος παρατηρήσεων, τα πειράματα του Γκαίτε διερευνούν την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης αντίληψης περί των χρωμάτων. Ενώ ο Νεύτων επιχείρησε να αναπτύξει ένα μαθηματικό μοντέλο για τη συμπεριφορά του φωτός, ο Γκαίτε επικεντρώθηκε στη διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο γίνεται αντιληπτό το χρώμα σε ένα ευρύ φάσμα συνθηκών. Οι εξελίξεις στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίο ο εγκέφαλος ερμηνεύει τα χρώματα, όπως η σταθερότητα του χρώματος και η θεωρία του αμφιβληστροειδούς του Έντβιν Λάντ, έχουν εντυπωσιακές ομοιότητες με τη θεωρία του Γκαίτε.[2]
Μια σύγχρονη επεξεργασία του βιβλίου δίνει ο Ντέννις Σέππερ στο βιβλίο, Ο Γκαίτε κατά του Νεύτωνα: Απολογητική και το Πρότζεκτ για μια Νέα Επιστήμη του Χρώματος (Cambridge University Press, 2003).[21]
↑ 8,08,1Goethe, Johann (October 1995). Miller, Douglas, επιμ. Scientific Studies (Goethe: The Collected Works, Vol. 12), p.57. Princeton University Press.
↑Hamm, E. P. (2001). «Unpacking Goethe's Collections: The Public and the Private in Natural-Historical Collecting». The British Journal for the History of Science34 (3): 275–300. doi:10.1017/S0007087401004423.
↑Seamon, David (1998). Seamon, David, επιμ. Goethe's Way of Science: A Phenomenology of Nature. Albany, NY: State University of New York Press.
↑ 15,015,1Goethe, Johann Wolfgang von (1810). «1. Abteilung. Physiologische Farben». Zur Farbenlehre (στα Γερμανικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Μαρτίου 2014. Ανακτήθηκε στις 21 Ιανουαρίου 2013.
↑ 16,016,1Goethe, Johann Wolfgang von (1810). «2. Abteilung. Physische Farben». Zur Farbenlehre (στα Γερμανικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Ιουλίου 2014. Ανακτήθηκε στις 31 Μαρτίου 2013.
↑R. H. Stephenson, Goethe's Conception of Knowledge and Science (Edinburgh: Edinburgh University Press, 1995)
↑Opticks Or, A treatise of the Reflections, Refractions, Inflexions and Colours of Light, Also Two treatises of the Species and Magnitude of Curvilinear Figures (London, 1704) «Isaac Newton's Works». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Οκτωβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 2012.
↑ 21,021,1Sepper, Dennis L. | Goethe contra Newton: Polemics and the Project for a New Science of Color | Cambridge University Press | 2007 | (ISBN0-521-53132-2)
↑Mueller, Olaf L (2016). «Prismatic Equivalence – A New Case of Underdetermination: Goethe vs. Newton on the Prism Experiments». British Journal for the History of Philosophy24 (2): 323–347. doi:10.1080/09608788.2015.1132671.
Matthaei, Rupprecht, Η χρωματική θεωρία του Γκαίτε . Του Johann Wolfgang von Goethe. Διασκευή και επιμέλεια Rupprecht Matthaei [de] . American ed. μετάφραση και επιμέλεια Herb Aach . Van Nostrand Reinhold, 1971.
Proskauer, The Rediscovery of Color, Dornach: Steiner Books, 1986.
Sepper, Dennis L., Goethe contra Newton: Polemics and the Project for a New Science of Color, Cambridge: Cambridge University Press, 2007.(ISBN0-521-53132-2)ISBN0-521-53132-2