Ως θεωρία γενικά εννοείται:
Σε ό,τι αφορά στην επιστήμη, η θεωρία είναι τρόπος εξέτασης ενός πεδίου με ερμηνευτικά και προγνωστικά επαγωγικά συμπεράσματα. Ως στοιχειώδες καθήκον της φιλοσοφίας της επιστήμης θεωρήθηκε συχνά η οριοθέτηση των καλών ή επιστημονικών θεωριών από κακές, μη επιστημονικές[3] . Στο απόγειο του λογικού θετικισμού, η ιδιαίτερα φορμαλιστική προσέγγιση στη θεωρία τη μεταχειρίστηκε με όρους αξιωματικών συστημάτων. Οι θεωρητικοί όροι αυτών των συστημάτων συνδέθηκαν στενά με ένα ιδιόμορφο λεξιλόγιο, που υποτίθεται ότι θα παρείχε το θεμέλιο για την εμπειρική έννοια. Μια λιγότερο φορμαλιστική και περισσότερο εννοιολογική προσέγγιση επιχείρησε ο Τόμας Κουν με το έργο του, δίνοντας έμφαση στην ανοικτή φύση της επιστημονικής δραστηριότητας, στην ευριστική αξία αναλογιών και μοντέλων, καθώς επίσης στην ελαστικότητα και τον ολισμό του συστήματος, θεωρώντας ότι η αυστηρά φορμαλιστική προσέγγιση οδηγούσε σε διαστρέβλωση το υποκείμενο[4] .
Στη λογική και τα μαθηματικά η θεωρία είναι ένα συνεκτικό σύστημα των πρωτογενών εννοιών, αξιωμάτων, και κανόνων, από τους οποίους είναι δυνατόν να κατασκευαστούν θεωρήματα. Είναι επίσης πρόταση ή σύνολο προτάσεων που προσφέρονται ως υποθετική ερμηνεία για ένα παρατηρηθέν φαινόμενο, μια κατάσταση πραγμάτων, ή ένα γεγονός[5]. Από μια διαφορετική οπτική γωνία, λοιπόν, η θεωρία είναι μια αφήγηση του κόσμου πέρα από τα μετρήσιμα μεγέθη που προσφέρει η επιστήμη. Αγκαλιάζει ένα σύνολο αλληλοσυσχετιζόμενων ορισμών και σχέσεων που οργανώνουν την κατανόησή μας για τον εμπειρικό κόσμο με συστηματικό τρόπο. Για παράδειγμα είναι δυνατόν να διατυπώσουμε κάποια στατιστική σχέση ανάμεσα στη φτώχεια και την αύξηση της εγκληματικότητας, αλλά η ερμηνεία τούτης της σχέσης πιθανώς απαιτεί τη χρησιμοποίηση θεωριών για τα κίνητρα των ανθρώπων ή διαφορετικών νοημάτων που προσαρτώνται στις αρχικές έννοιες φτώχεια και έγκλημα, ακόμη και των κοινωνικών περιορισμών που κρατούν τμήματα του παγκόσμιου πληθυσμού στη φτώχεια[6].