Ο Θεαίτητος είναι ένας από διαλόγους του Πλάτωνα σχετικά με τη φύση της γνώσης. Ο Θεαίτητος μάλλον δέχεται την ακριβέστερη χρονολόγηση από κάθε άλλο διάλογο, σύμφωνα με τον Taylor.[1] Το έργο λοιπόν πρέπει να ολοκληρώθηκε το 368 ή στις αρχές του 367 π.Χ., λίγο πριν την αναχώρηση του Πλάτωνα για τις Συρακούσες. Είναι επομένως ένας από τους διάλογους της τελευταίας περιόδου όπου μαζί με την Πολιτεία παρουσιάζουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον.[2] Σε αυτό το διάλογο, ο Σωκράτης και Θεαίτητος συζητούν τρεις ορισμούς της γνώσης: τη γνώση ως τίποτα άλλο από αντίληψη, τη γνώση ως αληθή κρίση, και τέλος, τη γνώση ως αληθή κρίση με λόγο. Κάθε ένας από αυτούς τους ορισμούς φαίνεται να μην είναι ικανοποιητικός.
Διαμόρφωση του διαλόγου
Η διαμόρφωση του διαλόγου αρχίζει όταν ο Ευκλείδης λέει στο φίλο του Τερψίονα ότι είχε γράψει ένα βιβλίο πριν από πολλά χρόνια με βάση το τι είχε πει ο Σωκράτης σε μια συνομιλία που είχε με τον Θεαίτητο όταν ο Θεαίτητος ήταν ένας αρκετά νεαρός άνδρας. (Ο Ευκλείδης επίσης σημειώνει,ότι είχε πάει πίσω στον Σωκράτη να κάνει μερικές ερωτήσεις σχετικά με τις ομιλίες του λόγω της θολής ανάμνησης του γεγονότος.) Από τον Ευκλείδη έχει ζητηθεί να μοιραστεί το βιβλίο του όταν ο Τερψίων αναρωτιέται που είναι: ο Ευκλείδης, ο οποίος προφανώς μπορεί συνήθως να βρεθεί στην Αγορά των Μεγάρων, περπατούσε έξω από την πόλη και είχε δει να μεταφέρεται ο Θεαίτητος από την Κόρινθο στην Αθήνα με δυσεντερία και ένα μικρό πολεμικό τραύμα. Ο Ευκλείδης επισημαίνει ότι ο Σωκράτης είχε κάνει κάποιες παράξενες προβλέψεις για την αυξημένη φήμη του Θεαίτητου. Το βιβλίο του Ευκλείδη αναγιγνώσκεται φωναχτά στους δύο άνδρες από ένα αγόρι, δούλο στην υπηρεσία του Ευκλείδη.
Αναφορά στον Πλάτωνα και τον Σωκράτη
Στον διάλογο αυτό του Πλάτωνα, εμφανίζεται ο Σωκράτης να εξετάζει με τη βοήθεια του Θεαίτητου (ή το αντίθετο σύμφωνα με την «μαιευτική» τέχνη του Σωκράτη) ποιος είναι ο ορισμός της γνώσης. Η συζήτηση προχωρεί στον σωκρατικό έλεγχο, για το αν ο νεαρός Θεαίτητος μπορεί να απαντήσει στο ζήτημα αυτό. Ο Θεαίτητος απαντά πως είναι η «αίσθηση», δηλαδή η εντύπωση που προκαλεί η αισθητήρια αντίληψη. Ο Σωκράτης αναγνωρίζει σε αυτή την απάντηση τη συμφωνία του Θεαίτητου προς την σχετική αρχή του Πρωταγόρα, που περικλείεται στην περίφημη φράση «Για όλα τα πράγματα μέτρο είναι ο άνθρωπος, για όσα υπάρχουν ότι υπάρχουν και για όσα δεν υπάρχουν ότι δεν υπάρχουν».[3]
Ο Πλάτων έχει ερμηνεύσει την φράση ως «όπως φαίνονται τα πράγματα σε μένα έτσι είναι για μένα, κι όπως φαίνονται σ’ εσένα έτσι είναι για σένα» τόσο στον Θεαίτητο όσο και στον Κρατύλο (385c). Μεταγενέστερα ο Σέξτος Εμπειρικός εξήγησε ότι σύμφωνα με αυτή «όλες οι εντυπώσεις και οι γνώμες είναι αληθινές, και η αλήθεια είναι σχετική, γιατί καθετί που φαντάζεται ή πιστεύει κάποιος υπάρχει κατευθείαν σε σχέση μ’ εκείνον».[4]
Πρωταγόρας
Ο σοφιστήςΠρωταγόρας παρουσιαζόταν στο κοινό και φυσικά στους μαθητές του ως ένας δάσκαλος ο οποίος θα έπρεπε να διακρίνεται για την γνώση ή τη σοφία του και ως κάτοχος της αλήθειας. Αυτά που πρέσβευε θα έπρεπε να ήταν τόσο πολύτιμα ώστε να έχουν χρηματική αξία. Ήταν άλλωστε ο πρώτος από τους φιλοσόφους - σοφιστές - ο οποίος πληρωνόταν για τα μαθήματά του. Η σύγχρονη με αυτούς αλλά και η μεταγενέστερη κριτική εστίασε κατά ένα μέρος σε αυτό το κομμάτι -δηλαδή της αμοιβής- αλλά η κριτική που μας ενδιαφέρει είναι η σχετική με την διδασκαλία των σοφιστών και στη συγκεκριμένη περίπτωση η αρχή του homo mensura του Πρωταγόρα.
Αυτή η διδασκαλία του Πρωταγόρα έχει διασωθεί μόνο σε ένα μικρό απόσπασμα από έργο του υπό τον τίτλο Αλήθεια ή Καταβάλλοντες [λόγοι]. Η διδασκαλία αυτή έχει σχολιαστεί από άλλους φιλοσόφους της Αρχαιότητας μετά από αυτόν, αλλά εκεί που έχει σχολιαστεί περισσότερο εκτενώς και με μεγαλύτερη χρονική εγγύτητα σε αυτή είναι στον Θεαίτητο του Πλάτωνα. Σε αυτό το διάλογο άλλωστε είναι πιθανότερο να έχουν βασιστεί και μεταγενέστεροι σχολιαστές όπως ο Σέξτος Εμπειρικός.
Αναλύοντας στον διάλογο την φράση του Πρωταγόρα, αποφαίνεται ότι ο Πρωταγόρας εννοεί ότι η αίσθηση που προκαλεί ένα αντικείμενο είναι αληθινή για τον καθένα, όποια και αν είναι αυτή για τον καθένα, πράγμα με το οποίο συμφωνεί και ο Θεαίτητος. Ως «άνθρωπο» εννοεί τον ατομικά προσδιορισμένο άνθρωπο και όχι τον άνθρωπο ως είδος.[5] Λαμβάνοντας υπόψη την ατομική έννοια λοιπόν, ο Πλάτων συσχετίζει την γνωσιοθεωρία του Πρωταγόρα με την Ηρακλειτική θεωρία της ροής,[6] όπως θα δούμε και αργότερα. Νεότεροι σχολιαστές προσδιορίζουν τον άνθρωπο γενικά ως είδος (ανθρωπότητα) ή ομαδικά (ως λαό, φυλή) αλλά λαμβάνοντας υπόψη συγγραφείς όπως τον Αριστοτέλη και τον Σέξτο, η άποψη ότι ο Πρωταγόρας αναφερόταν στο άτομο φαίνεται σωστή.[7]
Τα «χρήματα» στην φράση του Πρωταγόρα δεν μπορεί να είναι μόνο αντικείμενα της αισθητήριας αντίληψης αλλά και αφηρημένες ιδιότητες και όχι μόνο αισθητηριακές ποιότητες (όπως ζεστό-κρύο, γλυκό-πικρό) αλλά και έννοιες όπως καλό και κακό, όμορφο και άσχημο, δίκαιο και άδικο.[8] Δεν αποκλείεται βέβαια ότι τα χρήματα σήμαιναν για τον Πρωταγόρα και τα υλικά πράγματα και την ύπαρξή τους, αλλά όλα τα παραδείγματα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη αναφέρονται σε ιδιότητες και γνωρίσματα, αυτά δηλαδή που θα ενδιέφεραν τον Πρωταγόρα ως δάσκαλο.[9]
Το είναι και οι αισθήσεις
Το «είναι» δεν αφορά την ύπαρξη των πραγμάτων αλλά τις ιδιότητές τους.[10][11] Ο Σωκράτης επισημαίνει ότι δεν μπορεί να εκφραστεί η ιδιότητα ενός αντικειμένου παρά μόνο σε συσχετισμό με κάποιο άλλο και ότι τίποτα δεν είναι αλλά μόνο γίνεται αφού τα πάντα βρίσκονται σε κίνηση («πάντα ρει» σύμφωνα με τον Ηράκλειτο) [12]
Λαμβάνοντας υπόψη λοιπόν ότι η αίσθηση είναι αποτέλεσμα δυο κινήσεων, της τριβής μεταξύ της κίνησης του αισθητήριου οργάνου (π.χ. το μάτι) και της αισθητής ιδιότητας (π.χ. λευκό) αντιλαμβανόμαστε ότι η κάθε αίσθηση είναι πάντα σχετική. Ακόμη και στον ίδιο άνθρωπο ως μέτρο, δεν θα παρουσιάζεται κάτι το ίδιο, αφού δεν είναι ποτέ ίδιος με τον εαυτό του [13] Παρακάτω λοιπόν (156a κ.ε.), εξηγώντας με βάση την θεωρία κάποιων «πιο καλλιεργημένων» («κομψοτέρων»), μιλάει για δυο είδη κίνησης, μια ενεργητική και μια παθητική που δημιουργούν το αισθητό και την αίσθηση. Τίποτε δεν είναι χωρίς την συνεύρεση ενός ενεργητικού και ενός παθητικού, με συμπέρασμα πως «κανένα δεν υπάρχει από μόνο του καθαυτό, αλλά πάντα γίνεται με άλλο και ότι το είναι πρέπει από παντού να το βγάλουμε».[14]
Έχοντας ο Σωκράτης προχωρήσει μαζί με τον Θεαίτητο στην ανάλυση της θεωρίας του Πρωταγόρα, ζητάει από τον εμπειρότερο Θεόδωρο να εξετάσουν εάν αυτή είναι σωστή. Αρχικά εκφράζει την απορία για τον λόγο για τον οποίο ο Πρωταγόρας δεν έθεσε ως μέτρο όλων των πραγμάτων τον χοίρο, τον πίθηκο ή οποιοδήποτε άλλο έμβιο.[15] Και αυτό, με δεδομένο ότι στο επίπεδο της αίσθησης δεν πλεονεκτεί ο άνθρωπος σε σχέση με τα άλλα έμβια όντα. Η ειρωνεία αυτή βέβαια, δεν είναι εύστοχη αφού τα «πράγματα» δεν είναι μόνο τα αντικείμενα της αισθητήριας αντίληψης αλλά (σύμφωνα και με τον Σέξτο[16]) «κάθε αντίληψη ή πίστη».[17] Ωστόσο η επόμενη λογική απορία είναι δόκιμη: αφού όλοι κατέχουν την αλήθεια μέσω της αισθήσεώς τους χωρίς να μπορεί να εξεταστεί αν είναι σωστή ή λανθασμένη, τότε για ποιο λόγο είναι σοφός ο Πρωταγόρας; Αφού ο καθένας είναι μέτρο της δικής του σοφίας;
Εδώ φέρνει μια υποθετική απάντηση από τον Πρωταγόρα, ότι όλα τα προηγούμενα στηρίχτηκαν σε εικασίες και όχι αποδείξεις, οπότε συμφωνεί με τον Θεαίτητο να προχωρήσουν με σοβαρότερα επιχειρήματα. Το επόμενο ερώτημα λοιπόν του Πλάτωνα έχει να κάνει με την γλώσσα των βαρβάρων. Αν η αίσθηση ταυτίζεται με την γνώση, τότε θα έπρεπε να παραδεχτούμε ότι ακούγοντας να μιλάνε μια ξένη γλώσσα καταλαβαίνουμε τι λένε και ομοίως βλέποντας μια ξένη γραφή, καταλαβαίνουμε τι γράφει. Ο Θεαίτητος απαντά ότι η αίσθηση πληροφορεί για τον ήχο των λέξεων ή το σχήμα των γραμμάτων αλλά όχι για το νόημά τους.[18]
Στο επόμενο ερώτημα ο Σωκράτης φέρνει στο προσκήνιο την μνήμη. Εάν εκείνος που βλέπει, γνωρίζει, αφού όραση, αίσθηση και γνώση είναι το ίδιο, τότε θα έπρεπε να ισχύει ότι αυτός που δεν βλέπει πλέον ένα πράγμα δεν το γνωρίζει. Ήδη ο Θεαίτητος παραδέχεται ότι θα ήταν αδύνατο να υποστηριχθεί ότι αίσθηση και γνώση ταυτίζονται.
Σε αυτό το σημείο, ο Σωκράτης προχωρά σε μια υποθετική αλλά όσο το δυνατό πειστική υπεράσπιση των θέσεων του Πρωταγόρα. Η διαμέσου του Σωκράτη υπεράσπιση του Πρωταγόρα φαίνεται να είναι ειλικρινής και αντανακλά πιστότερα το πνεύμα της διδασκαλίας του από ότι στον υπόλοιπο Θεαίτητο.[19]
Προχωρά λοιπόν, αντικρούοντας το επιχείρημα σχετικά με τη σχέση αίσθησης, γνώσης και μνήμης,[20] υπενθυμίζοντας ότι ο ίδιος ο άνθρωπος που θυμάται δεν είναι ο ίδιος που είχε την αρχική εντύπωση και δεν αισθάνεται πλέον αυτό που αισθανόταν τότε. Δηλαδή κάθε άνθρωπος δεν είναι ένας αντιλήπτορας, αλλά η κάθε μεταβολή της κατάστασης του οργανισμού του, τον καθιστά διαφορετικό αντιλήπτορα. Έτσι, μολονότι ο κόσμος του κάθε αντιλήπτορα μπορεί να είναι ιδιωτικός, δεν παύει να είναι πραγματικός.
Συνεχίζοντας, έναντι του ερωτήματος που είχε τεθεί, ως προς το πώς μπορεί να υπάρχουν κάποιοι πιο σοφοί από άλλους αφού όλοι είναι μέτρο της δικής τους κρίσης, προτείνει ως σοφό αυτόν που μπορεί να μεταβάλλει την «κακή» αλήθεια κάποιου άλλου, αντικαθιστώντας την με μια άλλη «καλύτερη».[21] Σαν παράδειγμα φέρνει τον γιατρό, ο οποίος μπορεί να υποβάλει τον ασθενή σε θεραπεία έτσι ώστε να αντικαταστήσει τις «βλαβερές» εντυπώσεις του με αυτές που θα έπρεπε να έχει για να αισθάνεται υγιής. Έτσι, ο σοφός, δεν είναι που μεταδίδει στον μαθητή του αληθέστερες απόψεις αλλά καλύτερες.[22]
Φαίνεται ότι ο Πρωταγόρας θα έπρεπε να συμβιβάσει τον ισχυρισμό ότι όλες οι δοξασίες είναι εξίσου αληθινές με το επάγγελμα του σοφιστή, και δεν θα μπορούσε να το κάνει με άλλο τρόπο.[23] Στην υπεράσπισή του φαίνεται μια εσωτερική αντινομία. Ενώ, σύμφωνα με την αρχή, κάθε γνώμη είναι αληθινή για αυτόν που την πρεσβεύει, η αξία της εξαρτάται από την αξία αυτού που την πρεσβεύει.[24] Παρουσιάζει την έννοια ενός κοινού φυσικού κόσμου ως ένα μύθο, που είναι όμως αναγκαίος. Η πραγματιστική τελικά σκοπιά του Πρωταγόρα, παραμερίζει την διάκριση μεταξύ αλήθειας και ψεύδους και την αντικαθιστά με την διάκριση μεταξύ ωφέλιμου και βλαβερού.
Αλήθεια και ψεύδος
Αυτός ο παραμερισμός της διάκρισης μεταξύ αλήθειας ή ψεύδους έναντι του χρήσιμου ή βλαβερού, οδηγεί τον Πλάτωνα σε μια δεύτερη εξέταση της θεωρίας του Πρωταγόρα. Ξεκινώντας με την κοινή πεποίθηση ότι η σοφία και η αμάθεια είναι η αληθής και η ψευδής γνώμη αντίστοιχα, παρατηρείται ότι οι ίδιοι άνθρωποι μπορεί να παραδέχονται ότι έχουν μέσα τους σοφία αλλά και αμάθεια ταυτόχρονα. Δηλαδή ότι έχουν αληθείς και ψευδείς γνώμες. Εφόσον έχουν αυτή τη γνώμη τότε, σύμφωνα με τον Πρωταγόρα, αυτή πρέπει να είναι αληθής. Άρα μερικές γνώμες μπορεί να είναι ψευδείς (αφού και αυτό είναι μια γνώμη), συνεπώς για κάποια πράγματα δεν μπορεί να είναι μέτρο το δεδομένο πρόσωπο.
Η παραπάνω σκέψη είναι αντίστοιχη με τον τρόπο που ο Σέξτος Εμπειρικός γράφει ότι η αρχή του Πρωταγόρα αυτοαναιρείται, αφού αν κάθε παράσταση είναι αληθής, θα αληθεύει και ότι δεν είναι αληθής κάθε παράσταση, αφού και αυτό είναι παράσταση - κι έτσι θα προκύψει ότι είναι ψέματα ο ισχυρισμός ότι «κάθε παράσταση είναι αληθής».[25]
Ο Σωκράτης με τον Θεόδωρο δέχονται στον διάλογο, ότι η θέση του Πρωταγόρα στέκεται καλά σε ζητήματα της άμεσης αίσθησης αλλά όχι σε πρακτικά ζητήματα για το τι είναι υγιές και τι βλαβερό. Εκεί χρειάζεται η γνώμη του ειδικού. Το ίδιο ακόμη και στην πολιτική, όπου το τι πιστεύει η πόλη ως ωφέλιμο δεν σημαίνει ότι απαραίτητα θα την ωφελήσει.[26] Εν τέλει, αυτό που είναι ωφέλιμο ή χρήσιμο, χρειάζεται να αξιολογηθεί με ένα πρότυπο αλήθειας, διαφορετικά δεν μπορεί να εκτιμηθεί αν είναι πράγματι ωφέλιμο ή χρήσιμο.[27]
Δεχόμενοι ότι δεν είναι πραγματικά καλό και χρήσιμο, ότι η κάθε πόλη θεωρεί ως καλό και χρήσιμο, ξέρουμε ότι η πόλη νομοθετεί αποβλέποντας στο ότι οι νόμοι θα είναι ωφέλιμοι στο μέλλον. Για όσα θα γίνουν στο μέλλον όμως η πρόβλεψη του ειδικού (όπως η πρόβλεψη ενός γιατρού για το αν ο ασθενής θα ανεβάσει πυρετό ή όχι) είναι καλύτερο και εγκυρότερο μέτρο από ότι ο ασθενής ή άλλος μη ειδικός, είτε αφορούν δικές του εμπειρίες είτε άλλων. Οπότε το ότι ο άνθρωπος είναι μέτρο δεν ισχύει για μελλοντικές εμπειρίες και ήδη ο Πλάτωνας σημειώνει ότι «ένας άνθρωπος είναι πιο σοφός από άλλον και τούτος ο πιο σοφός είναι μέτρο».[28]
Η αλήθεια και το ψεύδος των αισθήσεων
Κατά τον τρίτο έλεγχο της αρχής ότι γνώση είναι η αίσθηση, εξετάζεται η μεταφυσική θεωρία της διαρκούς κίνησης. Αναλύοντας την άποψη του Ηράκλειτου ότι όλα βρίσκονται σε αέναη κίνηση, ο Πλάτωνας διακρίνει δυο ήδη κινήσεων: τη φορά, δηλαδή τη μετατόπιση ή περιφορά στον χώρο, και την αλλοίωση, δηλαδή την αλλαγή στις ιδιότητες ή ποιότητες ενός πράγματος. Καθετί αλλάζει κάθε στιγμή και θέση και ποιότητα, διαφορετικά θα υπήρχε ένα είδος σταθερότητας. Επιστρέφοντας στην ιδέα ότι η αίσθηση είναι προϊόν δυο άλλων κινήσεων, του ενεργητικού αισθητού και του παθητικού αισθανόμενου, προχωράει στην παρακάτω διαπίστωση: Αν τίποτε δεν είναι στάσιμο, τότε και η θέα του λευκού είναι κάτι που δεν μπορεί να εκφραστεί αφού και αυτή η διεργασία της αίσθησης (αισθητό + αισθανόμενο) είναι κάτι που μεταβάλλεται, έτσι ώστε και το λευκό να μην είναι το ίδιο λευκό – δεν μπορεί να προσδιοριστεί.
Αν λοιπόν τα δεδομένα των αισθήσεων δεν είναι δεδομένα και βρίσκονται σε διαρκή κίνηση, τότε κάθε απάντηση σε κάθε ερώτηση είναι το ίδιο ορθή είτε πει κανείς ότι «είναι έτσι» είτε ότι «είναι όχι έτσι». Αλλά και αυτές οι φράσεις θα αποτελούν υπέρβαση αφού προϋποθέτουν ένα είδος ακινησίας. Με βάση την θεωρία της αέναης κίνησης λοιπόν (που δεν την αρνείται[29]), δεν θα μπορούσε να είναι κάθε άνθρωπος μέτρο όλων των πραγμάτων αλλά ούτε και η γνώση να είναι αίσθηση.
Κατά την τελευταία απόπειρα ελέγχου, ο Πλάτωνας οδηγεί στη διάκριση μεταξύ της αίσθησης και της νόησης. Τα αισθητήρια όργανα είναι μόνο όργανα του νου. Όταν ο άνθρωπος βλέπει δυο διαφορετικά χρώματα ή ακούει ήχους, διαπιστώνει την ύπαρξή τους και τα συγκρίνει και τα μετράει, αυτό το κάνει η ψυχή (νους) από μόνη της.[30] Το ίδιο κάνει και με περισσότερο αφηρημένες ιδιότητες όπως ωραίο και άσχημο, καλό και κακό. Η σχέση των εντυπώσεων (αίσθησης) με την ουσία και το ωφέλιμο διαμορφώνεται με τον καιρό, την προσπάθεια και την παιδεία. Συνεπώς δεν είναι δυνατό να φτάσει κάποιος στην αλήθεια αν δεν φτάσει στην ουσία. «Δεν υπάρχει λοιπόν γνώση στις εντυπώσεις, αλλά στο συλλογισμό που γίνεται απάνω σ' αυτές».[31]
Σε αυτό το σημείο ο Πλάτωνας βάζει τον Θεαίτητο να «γεννά» με την βοήθεια του Σωκράτη το συμπέρασμα ότι η γνώση είναι διαφορετική από την αίσθηση.[32] Ήδη ο γνωσιολογικός σχετικισμός και ο πραγματισμός του Πρωταγόρα καταρρέουν και ο Πλάτωνας μάς περνάει στο επίπεδο της νόησης και των ιδεών. Για τις ιδέες δεν μας μιλάει στον Θεαίτητο, ωστόσο μέσα από τη θεωρία της γνώσης μάς προετοιμάζει για αυτές. Ούτε για το τι ακριβώς είναι η γνώση δίνει συμπέρασμα παρά και τους επόμενους ορισμούς, τους οποίους ελέγχει, ωστόσο έχει πλησιάσει σε αυτό, περισσότερο από πριν. Άλλωστε, όπως σημειώνει στη μικρή παρέκβαση που κάνει για τον φιλοσοφικό βίο [33], «[οι φιλόσοφοι] έχουν την άνεση χρόνου [...] και δεν τους νοιάζει αν θα πουν λίγα ή πολλά, φτάνει να βρουν την αλήθεια».
Παραπομπές
↑Α.Ε. Taylor, Πλάτων - Ο άνθρωπος και το έργο του, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1992, σ. 370.
↑M. Veggeti, Ιστορία της Αρχαίας Φιλοσοφίας, Τραυλός, Αθήνα 2000, σ.151.