Ειρωνεία, με την ευρεία έννοια, είναι η αντιπαράθεση αυτού που φαίνεται, επιφανειακά, να ισχύει και αυτού που στην πραγματικότητα ισχύει ή αναμένεται. Είναι σημαντικό ρητορικό εργαλείο και λογοτεχνική τεχνική.
Η ειρωνεία μπορεί να κατηγοριοποιηθεί σε διαφορετικούς τύπους, συμπεριλαμβανομένης της λεκτικής ειρωνείας, της δραματικής ειρωνίας, και της ειρωνίας περίστασης. Η λεκτική, η δραματική και η καταστασιακή ειρωνεία χρησιμοποιούνται συχνά για να δοθεί έμφαση στον ισχυρισμό μιας αλήθειας. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί με τη σκόπιμη χρήση γλώσσας που δηλώνει το αντίθετο της αλήθειας, αρνείται το αντίθετο της αλήθειας ή δραστικά και προφανώς υποτιμά μια πραγματική σχέση.
Επίσης μπορεί η ειρωνία να είναι μια μορφή αντιμετώπισεις
[1]
Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα,[2] ο όρος ειρωνεία έχει τις ρίζες του στον χαρακτήρα της αρχαίας ελληνικής κωμωδίας Είρωνα, ο οποίος συνήθως τα κατάφερνε με το να καταρρίψει τον υπερήφανο ("αλαζών") αντίπαλό του υποτιμώντας τις ίδιες του τις ικανότητες.
Αν και οι κατηγοροποιήσεις ποικίλλουν, τα ακόλουθα είδη ειρωνείας μπορούν να διακριθούν σε:[3]