Η Ειρηνευτική Δύναμη του ΟΗΕ (Αγγλικά: United Nations Peacekeeping), γνωστή στην Ελλάδα και ως οι Κυανόκρανοι του ΟΗΕ ή απλά Κυανόκρανοι λόγω των ανοιχτό μπλε μπερέδων ή κρανών τους (Αγγλικά: Blue Berets or Blue Helmets) είναι λειτουργία που εκπληρώνεται από το Τμήμα Ειρηνευτικών Επιχειρήσεων ως «μοναδικό και δυναμικό εργαλείο ανεπτυγμένο από τον Οργανισμό για τη βοήθεια χωρών που βρίσκονται σε σύγκρουση και τη δημιουργία συνθηκών μόνιμης ειρήνης»[3]. Διακρίνεται τόσο από την οικοδόμηση της ειρήνης και την ειρήνευση, όσο και από την επιβολή ειρήνης.
Οι ειρηνευτικές δυνάμεις ελέγχουν και παρατηρούν τις ειρηνευτικές διαδικασίες σε διαφορετικές περιοχές μετά από περίοδο συγκρούσεων και βοηθούν πρώην αντιμαχόμενους στην εφαρμογή των συμφωνιών που έχουν υπογράψει. Τέτοιου είδους βοήθεια έχει πολλές μορφές, στις οποίες περιλαμβάνεται η οικοδόμηση μέτρων εμπιστοσύνης, οι διαπραγματεύσεις για τη δίκαιη κατανομή ισχύος, η υποστήριξη για τη διενέργεια εκλογών, η ενδυνάμωση της εφαρμογής του νόμου και η οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Συνακόλουθα οι ειρηνευτικές δυνάμεις του ΟΗΕ (που συχνά αναφέρονται ως κυανόκρανοι λόγω του μπλε μπερέ ή κράνους[4]) είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν στρατιώτες, αξιωματικούς της αστυνομίας και πολιτικό προσωπικό.
Οι περισσότερες από αυτές τις διαδικασίες εγκρίνονται και τίθενται σε εφαρμογή από τον ίδιο τον ΟΗΕ, με στρατεύματα που υπηρετούν υπό τον επιχειρησιακό έλεγχο Ηνωμένων Εθνών. Σε αυτή την περίπτωση οι ειρηνευτκές δυνάμεις παραμένουν μέλη των αντίστοιχων ενόπλων δυνάμεων και δεν συνθέτουν ανεξάρτητο "στρατό του ΟΗΕ" καθώς τα ΗΕ δεν προβλέπεται να έχουν τέτοια δύναμη. Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν θεωρείται κατάλληλη η άμεση εμπλοκή των ΗΕ, το Συμβούλιο εξουσιοδοτεί περιφερειακές οργανώσεις, όπως είναι το NATO[5], η Δυτικοαφρικανική Οικονομική και Νομισματική Ένωση ή εθελοντικούς συνασπισμούς κρατών για την ανάληψη ειρηνευτικών διαδικασιών και διαδικασιών επιβολής ειρήνης.
Ο Ερβέ Λαντσού υπηρετεί ως επικεφαλής του Τμήματος Ειρηνευτικών Επιχειρήσεων (DPKO) από τις 2 Σεπτεμβρίου 2011. Το έγγραφο του δόγματος του DPKO με τίτλο «United Nations Peacekeeping Operations: Principles and Guidelines» εκδόθηκε το 2008[6]. Νέος επικεφαλής από 01/04/2017 ορίστηκε ο Γάλλος Ζαν-Πιέρ Λακρουά (Jean-Pierre Lacroix)[7]
Διαδικασία και δομή
Οι ειρηνευτικές δυνάμεις συντίθενται από τη συμβολή μελών-κρατών του ΟΗΕ σε εθελοντική βάση. Από τις 31 Δεκεβρίου 2013 το συνολικό μέγεθος της ειρηνευτικής δύναμης εκτιμάτο σε 98.200 μονάδες αστυνομικών δυνάμεων, στρατευμάτων και στρατιωτικών εμπειρογνωμόνων. Τα ευρωπαϊκά κράτη συνεισφέρουν 6.000 μονάδες επί του συνόλου. Το Πακιστάν η Ινδία και το Μπαγκλαντές αναφέρονται ανάμεσα στους μεγαλύτερους συνεισφέροντες με περίπου 8.000 μονάδες ανά κράτος. Τα αφρικανικά κράτη το μισό επί του συνόλου, σχεδόν 44.000 μονάδες[8].
Κάθε ειρηνευτική αποστολή είναι εξουσιοδοτημένη από το Συμβούλιο Ασφαλείας.
Σχηματισμός
Μόλις επιτευχθεί συνθήκη ειρήνης, τα εμπλεκόμενα μέρη μπορούν να ζητήσουν από τον ΟΗΕ ειρηνευτική δύναμη για να επιβλέπει διάφορα στοιχεία του συμφωνημένου σχεδίου ειρήνευσης. Αυτό γίνεται συχνά, γιατί η ομάδα που ελέγχεται από τα Ηνωμένα Έθνη είναι λιγότερο πιθανό να ακολουθήσει τα συμφέροντα του κάθε κράτους, δεδομένου ότι η ίδια ελέγχεται από πολλές ομάδες και συγκεκριμένα το 15μελές Συμβούλιο Ασφαλείας και τη Γραμματεία των Ηνωμένων Εθνών.
Αν το Συμβούλιο Ασφαλείας εγκρίνει τη δημιουργία μιας αποστολής, τότε το Τμήμα Ειρηνευτικών Επιχειρήσεων αρχίζει τον σχεδιασμό για τα απαραίτητα στοιχεία. Σε αυτό το σημείο επιλέγεται η ανώτερη ηγετική ομάδα. Το τμήμα επιδιώκει στη συνέχεια συνεισφορές από κράτη-μέλη. Δεδομένου ότι ο ΟΗΕ δεν έχει μόνιμη δύναμη ή επιμελητεία, πρέπει να σχηματίζει ad hoc συνασπισμούς για κάθε διακριτή αποστολή. Κάτι τέτοιο έχει ως αποτέλεσμα τόσο την πιθανότητα της αποτυχίας σχηματισμού της κατάλληλης δύναμης, όσο και μια γενική επιβράδυνση της οργάνωσης της επιμελητείας.
Από τη στιγμή που δημιουργείται η ειρηνευτική δύναμη, το προσωπικό των Ηνωμένων Εθνών αναλαμβάνει σειρά διπλωματικές δραστηριότητες. Το ακριβές μέγεθος και η δύναμη πρέπει να συμφωνηθεί από την κυβέρνηση του κράτους ή των κρατών, στο έδαφος των οποίων συμβαίνει η σύγκρουση. Αναπτύσσονται οι κανόνες εμπλοκής και εγκρίνονται από τα εμπλεκόμενα μέρη και το Συμβούλιο Ασφαλείας. Παρέχονται κατόπιν ειδικές εντολές και το πεδίο εφαρμογής της αποστολής (π.χ. πότε μπορούν οι ειρηνευτικές δυνάμεις, αν είναι οπλισμένες, να κάνουν χρήση βίας και πότε μπορούν να προχωρήσουν στην ενδοχώρα). Συχνά, παρέχεται η εντολή να έχουν οι ειρηνευτικές δυνάμεις προστασία από τις κρατικές υπηρεσίες και τον στρατό της χώρας υποδοχής.
Όταν ενεργοποιούνται όλες οι συμφωνίες, συγκεντρώνεται το απαιτούμενο προσωπικό, δίνεται η τελική έγκριση από το Συμβούλιο Ασφαλείας και αναπτύσσονται οι ειρηνευτικές δυνάμεις στην εν λόγω περιοχή.
Κόστος
Το 1993, τα ετήσια κόστη για την ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ έφθασαν περίπου τα $3,6 δις, εξαιτίας των λειτουργικών εξόδων των επιχειρήσεων στην πρώην Γιουγκοσλαβία και τη Σομαλία. Έως το 1998, τα κόστη έπεσαν στο $1 δις. Με την επανεμφάνιση επιχειρήσεων μεγάλης κλίμακας, τα έξοδα ανέβηκαν στα $3 δις το 2001. Το 2004 ο προϋπολογισμός που εγκρίθηκε ήταν $2,8 δις, αν και το συνολικό ποσό ήταν τελικά μεγαλύτερο. Στις 30 Ιουνίου 2006 το κόστος των ειρηνευτικών δυνάμεων έφθασε τα $5,03δις. Τα μέλη κράτη τον Ιούνιο του 2004 χρωστούσαν περίπου $1,20 δις
Κέντρα αποφάσεων
Κάθε ειρηνευτική αποστολή των Ηνωμένων Εθνών έχει τρία κέντρα εξουσίας. Το πρώτο είναι ο Ειδικός Αντιπρόσωπος του Γενικού Γραμματέα, ο επίσημος αρχηγός της αποστολής. Είναι υπεύθυνος για όλες τις πολιτικές και διπλωματικές δραστηριότητες, την επίβλεψη των σχέσεων τόσο με τα συμβαλλόμενα μέρη της ειρηνευτικής συνθήκης όσο και τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ σε γενικές γραμμές. Συχνά είναι ανώτερο μέλος της Γραμματείας του ΟΗΕ. Το δεύτερο είναι ο Διοικητής της Δύναμης, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τις στρατιωτικές δυνάμεις που έχουν αναπτυχθεί. Είναι ανώτερος αξιωματικός των ενόπλων δυνάμεων του έθνους που συνεισφέρει τον μεγαλύτερο αριθμό στρατευμάτων στην αποστολή. Τέλος, ο Ανώτατος Αξιωματούχος Διαχείρισης επιβλέπει τις προμήθειες και την επιμελητεία, και συντονίζει την προμήθεια όλων των προμηθειών που απαιτούνται.
Η Ειρηνευτική Δύναμη του ΟΗΕ αναπτύχθηκε αρχικά στην περίοδο του Ψυχρού πολέμου ως μέσο επίλυσης διαφωνιών ανάμεσα σε κράτη αναπτύσσοντας πολιτικό ή ελαφρά οπλισμένο στρατιωτικό προσωπικό από αριθμό χωρών-μελών, υπό τη διοίκηση του ΟΗΕ, σε περιοχές όπου τα εμπλεκόμενα σε σύρραξη μέρη χρειάζονταν ουδέτερο παρατηρητή για την επίβλεψη των ειρηνευτικών προσπαθειών. Οι ειρηνευτικές δυνάμεις καλούνταν όταν οι μεγάλες διεθνείς δυνάμεις (τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας) επιφόρτιζαν τον ΟΗΕ με το καθήκον με την παύση των συγκρούσεων που απειλούσαν την περιφερειακή σταθερότητα και τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια. Αυτές περιλάμβαναν μια σειρά των αποκαλούμενων «διαμεσολαβητικών πολέμων[9]» που διεξάγεται από τα κράτη-πελάτες των υπερδυνάμεων. Έως τον Φεβρουάριο του 2009 διενεργήθηκαν 63 ειρηνευτικές επιχειρήσεις του ΟΗΕ από το 1948, με δεκαέξι αποστολές να βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη. Προτάσεις για νέες αποστολές προκύπτουν κάθε χρόνο.
Η πρώτη ειρηνευτική επιχείρηση έγινε το 1948. Σε αυτή την αποστολή ο Οργανισμός Επίβλεψης Ανακωχής του ΟΗΕ (United Nations Truce Supervision Organization) (UNTSO), απεστάλη στο Κράτος του Ισραήλ, όταν η σύγκρουση των Ισραηλινών και των αραβικών κρατών για τη δημιουργία του Ισραήλ έφθασε σε κατάσταση εκεχειρίας. Η UNTSO παραμένει σε λειτουργία έως σήμερα, καθώς η Σύγκρουση Παλαιστινίων και Ισραηλινών δεν ελαττώθηκε. Σχεδόν ένα χρόνο μετά, ανατέθηκε στη Στρατιωτική Ομάδα Παρατηρητών στην Ινδία και το Πακιστάν (UNMOGIP) η παρατήρηση των σχέσεων ανάμεσα στα δυο έθνη, που διαχωρίστηκαν μετά την αποχώρηση των Βρετανών από την Ινδική υποήπειρο.
Όταν έληξε ο πόλεμος της Κορέας με τη συμφωνία ανακωχής της Κορέας το 1953, οι δυνάμεις του ΟΗΕ παρέμειναν κατά μήκος της νότιας πλευράς της αποστρατικοποιημένης ζώνης μέχρι το 1967, όταν ανέλαβαν οι αμερικανικές και νοτιοκορεατικές δυνάμεις[10]
Επιστρέφοντας την προσοχή του στη σύγκρουση μεταξύ του Ισραήλ και των Αράβων γειτόνων του, ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών ανταποκρίθηκε στην κρίση του Σουέζ του 1956, ενός πολέμου μεταξύ της συμμαχίας του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας, του Ισραήλ και της Αιγύπτου, που υποστηρίχθηκε από άλλες αραβικές χώρες. Όταν κηρύχθηκε εκεχειρία το 1957 ο Καναδός υφυπουργός εξωτερικών και μελλοντικός πρωθυπουργός Λέστερ Μπόουλς Πίρσον (Lester Bowles Pearson) πρότεινε μόνιμη παρουσία ειρηνευτικής δύναμης των Ηνωμένων Εθνών στο Σουέζ, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η τήρηση της εκεχειρίας και από τις δύο πλευρές. Ο Πίρσον πρότεινε αρχικά να αποτελείται η δύναμη κυρίως από Καναδούς, αλλά η πρόταση αντιμετώπισε την καψυποψία των Αιγυπτίων. Εντέλει η συμμετοχή διαφόρων μελών κρατών διασφάλισε την εθνική ποικιλομορφία. Ο Πίρσον κέρδισε το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης για την προσπάθειά του[11] και σήμερα θεωρείται πατέρας της σύγχρονης διατήρησης της ειρήνης.
Το 1988 απονεμήθηκε το Νόμπελ Ειρήνης στις ειρηνευτικές δυνάμεις των Ηνωμένων Εθνών. Το δελτίο τύπου αναφέρει ότι οι δυνάμεις «αντιπροσωπεύουν την πρόδηλη βούληση της κοινότητας των εθνών» και έχουν "«αποφασιστική συμβολή»» στην προσπάθεια επίλυσης της σύγκρουσης σε όλο τον κόσμο[12].
Από το 1991
Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου προκάλεσε σημαντικές αλλαγές στον ΟΗΕ και τις πολυεθνικές ειρηνευτικές διαδικασίες. Σε ένα νέο πνεύμα συνεργασίας το Συμβούλιο Ασφαλείας Ηνωμένων Εθνών οργάνωσε μεγαλύτερες και πλέον σύνθετες αποστολές διατήρησης της ειρήνης, συχνά για να βοηθήσει την εφαρμογή συνολικών συμφωνιών ειρήνης μεταξύ των εμπολέμων σε εμφύλιες συγκρούσεις. Επιπλέον, στη διαδικασία διατήρησης της ειρήνης συμπεριλήφθηκαν μη στρατιωτικά στοιχεία που εξασφάλιζαν την εύρυθμη λειτουργία των πολιτικών λειτουργιών, όπως οι εκλογές. Επιπλέον, δημιουργήθηκε το 1992 το Τμήμα Ειρηνευτικών Επιχειρήσεων του ΟΗΕ για να υποστηρίξει την αυξημένη ζήτηση για τέτοιου είδους αποστολές.
Σε γενικές γραμμές, οι νέες επιχειρήσεις ήταν επιτυχείς. Στο Ελ Σαλβαδόρ και τη Μοζαμβίκη, για παράδειγμα, βρέθηκαν τρόποι για τη διατήρηση της ειρήνης. Σε άλλες περιπτώσεις οι προσπάθειες απέτυχαν, εξαιτίας πιθανώς της υπερβολικά αισιόδοξης εκτίμησης για το τι μπορούσε να επιτύχει ο ΟΗΕ για τη διατήρηση της ειρήνης. Ενώ πολύπλοκες αποστολές στην Καμπότζη και τη Μοζαμβίκη ήταν σε εξέλιξη, το Συμβούλιο Ασφαλείας έστειλε ειρηνευτικές δυνάμεις σε ζώνες συγκρούσεων, όπως η Σομαλία, όπου ούτε εκεχειρία, ούτε συναίνεση όλων των συγκρουόμενων είχε εξασφαλιστεί. Οι αποστολές δεν διέθεταν το κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό, ούτε υπήρχε η απαιτούμενη πολιτική βούληση, να εφαρμοστούν οι εντολές και οδηγίες του ΟΗΕ. Οι αποτυχίες -και κυρίως η γενοκτονία στη Ρουάντα το 1994 και η σφαγή του 1995 στη Σρεμπρένιτσα και τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, οδήγησαν σε μια περίοδο επανεξέτασης του ρόλου της ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ.
Η περίοδος αυτή είχε ως αποτέλεσμα την ίδρυση Επιτροπής Οικοδόμησης της Ειρήνης των Ηνωμένων Εθνών, η οποία εργάζεται για την υλοποίηση της διαρκούς ειρήνης μέσα από ορισμένες πολιτικές διαδικασίες, όπως είναι οι εκλογές. Η Επιτροπή δραστηριοποιείται επί του παρόντος με έξι χώρες, όλες στην Αφρική[13].
Σύνθεση των ειρηνευτικών δυνάμεων
Κράτη μέλη που συνεισφέρουν σε ειρηνευτικές διαδικασίες
Ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών προβλέπει ότι η βοήθεια για τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας σε όλο τον κόσμο, αφορά σε όλα τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ τα οποία χρειάζεται να διαθέσουν στο Συμβούλιο Ασφαλείας τις αναγκαίες ένοπλες δυνάμεις και εγκαταστάσεις. Από το 1948 περίπου 130 έθνη συνεισέφεραν στρατιωτικό και πολιτικό προσωπικό και αστυνομικό προσωπικό σε ειρηνευτικές επιχειρήσεις. Τα λεπτομερή αρχεία του συνόλου του προσωπικού που υπηρέτησε σε ειρηνευτικές αποστολές από το 1948 δεν είναι διαθέσιμα, ωστόσο εκτιμάται ότι μέχρι ένα εκατομμύριο στρατιώτες, αστυνομικοί και πολίτες υπηρέτησαν υπό τη σημαία του ΟΗΕ τα τελευταία 56 χρόνια. Από τον Μάρτιο του 2008, 113 χώρες, συνεισέφεραν συνολικά 88.862 στρατιωτικούς παρατηρητές, αστυνομία και στρατό[14].
Παρά τον μεγάλο αριθμό συνεργατών, το μεγαλύτερο βάρος εξακολουθεί να βαρύνει μια βασική ομάδα των αναπτυσσόμενων χωρών. Οι δέκα μεγαλύτερες χώρες που συνεισφέρουν στρατεύματα στις ειρηνευτικές επιχειρήσεις του ΟΗΕ από τον Οκτώβριο του 2015 είναι το Μπαγκλαντές (9.432), η Αιθιοπία (8.309), η Ινδία (7.800), το Πακιστάν (7.533), η Ρουάντα (5.591), το Νεπάλ (5.332), η Σενεγάλη (3.575 ), η Γκάνα (3.156), η Κίνα (3.084) και η Νιγηρία (2940)[15].
Αναπτυσσόμενες χώρες τείνουν να συμμετέχουν σε ειρηνευτικές περισσότερες από τις αναπτυγμένες χώρες. Αυτό μπορεί να οφείλεται εν μέρει επειδή οι δυνάμεις από μικρότερες αποκλείουν σκέψεις περί ιμπεριαλιστικών τάσεων. Για παράδειγμα, το Δεκέμβριο του 2005, η Ερυθραία απέβαλε το αμερικανικό, ρωσικό, ευρωπαϊκό και καναδικό προσωπικό από την ειρηνευτική αποστολή στα σύνορα της με την Αιθιοπία. Επιπλέον, υφίσταται οικονομικό κίνητρο για τις αναπτυσσόμενες χώρες. Το ποσοστό που πληρώνεται από τον ΟΗΕ στις χώρες που συνεισφέρουν στρατεύματα σε μηνιαία βάση περιλαμβάνει: US$1.332 ανά στρατιώτη[16]. Κάτι τέτοιο συνιστά σημαντική πηγή εσόδων για μια αναπτυσσόμενη χώρα. Με την παροχή σημαντικής εκπαίδευσης και εξοπλισμού για τους στρατιώτες και μισθούς, οι ειρηνευτικές αποστολές του ΟΗΕ διατηρούν μεγαλύτερο προσωπικό από τις αναπτυσσόμενες χώρες και λιγότερο από τα μέλη-κράτη που απαρτίζουν το Συμβούλιο Ασφαλείας[17].
Η συμμετοχή των γυναικών σε ειρηνευτικές διαδικασίες
Το Ψήφισμα 1325 του Συμβουλίου Ασφαλείας ήταν το πρώτο σημαντικό βήμα του ΟΗΕ για τη συμπερίληψη των γυναικών ως ενεργών και ισότιμων παραγόντων «για την πρόληψη και την επίλυση των συγκρούσεων, για ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, για την οικοδόμηση και τη διατήρηση της ειρήνης, για ανθρωπιστική βοήθεια και στην ανασυγκρότηση μετά τις συγκρούσεις και τονίζει το σημασία της ισότιμης συμμετοχής τους και την πλήρη συμμετοχή σε όλες τις προσπάθειες για τη διατήρηση και την προαγωγή της ειρήνης και της ασφάλειας»[18][19]. Η κριτική επί του παρόντος ψηφίσματος είναι ότι απόφαση 1325 προτείνει την ενσωμάτωση της διάστασης του φύλου, ωστόσο, η πρόοδος που επιτεύχθηκε σε αυτόν τον τομέα επικεντρώθηκε στις γυναίκες, παρά στην εκτίμηση των επιπτώσεων των σχεδιαζόμενων δράσεων για τους άνδρες και τις γυναίκες. Το 2010 διεξήχθη ολοκληρωμένη μελέτη των επιπτώσεων σε χρονικό βάθος 10 ετών, για να εκτιμηθεί η επιτυχία της απόφασης και διαπιστώθηκε ότι είχε περιορισμένη επιτυχία, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορούσε στην αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις και συμφωνίες ειρήνης και ότι η σεξουαλική και σεξιστικήβία εξακολούθησε να είναι διαδεδομένη, παρά τις προσπάθειες για τη μείωσή της[20].
Αποτελέσματα
Σύμφωνα με τον μελετητή Page Fortna, υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η παρουσία των ειρηνευτικών δυνάμεων μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο της ανανέωσης της σύρραξης. Η ύπαρξη μεγαλύτερων ειρηνευτικών δυνάμεων οδηγεί σε λιγότερους θανάτους στα θέρετρα των συγκρούσεων και λιγότερους θανάτους αμάχων[21].
Τα ευρήματα μιας μελέτης του 2015 υποδεικνύουν ότι η ισχυρότερη παρουσία και ο διπλασιασμός του προϋπολογισμού για τις αποστολές ειρηνευτικών δυνάμεων, αναμένεται να μειώσει τις ένοπλες συγκρούσεις μέχρι τα δύο τρίτα σε σχέση με το σενάριο συγκρούσεων χωρίς ύπαρξη ειρηνευτικών δυνάμεων[22].
Παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τις ειρηνευτικές δυνάμεις
Εμπορία ανθρώπων και εξαναγκασμένη πορνεία
Δημοσιογράφοι αναφέρουν ραγδαία αύξηση της πορνείας στην Καμπότζη και τη Μοζαμβίκη μετά από την έλευση ειρηνευτικών δυνάμεων του ΟΗΕ. Στη μελέτη των Ηνωμένων Εθνών του 1996 «Ο αντίκτυπος των ένοπλων συγκρούσεων στα παιδιά», η πρώην πρώτη κυρία της Μοζαμβίκης Graça Machel τεκμηρίωσε ότι: «Σε 6 από τις 12 μελέτες χώρας σχετικά με τη σεξουαλική εκμετάλλευση των παιδιών σε καταστάσεις ένοπλης σύγκρουσης που εκπονήθηκε για την παρούσα έκθεση, η άφιξη των ειρηνευτικών στρατευμάτων έχει συσχετιστεί με ταχεία άνοδο της παιδικής πορνείας»[23].
Η δημοσιογράφοςΓκίτα Σαγκάλ (Gita Sahgal) μιλώντας το 2004 σε σχέση με το γεγονός ότι η πορνεία και η σεξουαλική κακοποίηση αυξάνει εκεί όπου έχουν συσταθεί ανθρωπιστικές αποστολές, παρατήρησε: «... Το θέμα με τον ΟΗΕ είναι ότι ειρηνευτικές δυνάμεις, δυστυχώς, φαίνεται να κάνουν ό,τι και άλλοι στρατοί. Ακόμα και οι φύλακες πρέπει να φυλάσσονται»[24].
Τα ανθρώπινα δικαιώματα σε αποστολές των Ηνωμένων Εθνών
Ως απάντηση στην κριτική που δέχθηκε, ιδιαίτερα από τις περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης από τις ειρηνευτικές δυνάμεις του, ο ΟΗΕ έλαβε μέτρα προς την κατεύθυνση της μεταρρύθμισης των δραστηριοτήτων του. Η έκθεση Μπραχίμι ήταν το πρώτο από τα πολλά βήματα, στα οποία ανακεφαλαιώθηκαν πρώην αποστολές διατήρησης της ειρήνης, απομονώθηκαν προγενέστερα ελαττώματα και λήφθηκαν μέτρα για αποκατάσταση των λαθών και τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των μελλοντικών ειρηνευτικών αποστολών. Ο ΟΗΕ δεσμεύτηκε για τη συνέχιση τέτοιων πρακτικών κατά την εκτέλεση ειρηνευτικών επιχειρήσεων στο μέλλον. Οι τεχνοκρατικές πτυχές της διαδικασίας μεταρρύθμισης συνεχίστηκαν από το Τμήμα Ειρηνευτικών Επιχειρήσεων στη μεταρρυθμιστική ατζέντα «Επιχειρήσεις ειρήνης 2010». Στην ατζέντα συμπεριλήφθηκε η αύξηση του προσωπικού, η εναρμόνιση των όρων παροχής υπηρεσιών στο πεδίο και το προσωπικό της έδρας, η ανάπτυξη κατευθυντήριων γραμμών και τυποποιημένων διαδικασιών λειτουργίας και η βελτίωση της εταιρικής σχέσης μεταξύ του Τμήματος Ειρηνευτικών Επιχειρήσεων (DPKO) και του Προγράμματος Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών (UNDP), της Αφρικανικής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το δόγμα του 2008 με τίτλο «Ειρηνευτικές Επιχειρήσεις των Ηνωμένων Εθνών: Αρχές και κατευθυντήριες γραμμές»[6] ενσωματώνει και βασίζεται στην ανάλυση Μπραχίμι.
Δύναμη ταχείας αντίδρασης
Για να αντιμετωπιστούν οι καθυστερήσεις, όπως αυτή που συνέβη στη Ρουάντα, προτάθηκε η δημιουργία δύναμης ταχείας αντίδρασης: μια μόνιμη ομάδα, διοικούμενη από τον ΟΗΕ και το Συμβούλιο Ασφαλείας, με υποστήριξη από τα σημερινά μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, έτοιμη για γρήγορη ανάπτυξη σε περίπτωση μελλοντικών γενοκτονιών[36].
↑United Nations Security Council (October 31, 2000) "Resolution 1325", S/RES/1325, United Nations.
↑United Nations Department of Peacekeeping Operations and Department of Field Support (2010). "Ten-year Impact Study on Implementation of UN Security Council Resolution 1325 (2000) on Women, Peace and Security in Peacekeeping", United Nations, p. 9-10. https://www.un.org/en/peacekeeping/documents/10year_impact_study_1325.pdf
Blocq, Daniel. 2009. "Western Soldiers and the Protection of Local Civilians in UN Peacekeeping Operations: Is a Nationalist Orientation in the Armed Forces Hindering Our Preparedness to Fight?" Armed Forces & Society,abstractΑρχειοθετήθηκε 2009-04-06 στο Wayback Machine.
Bridges, Donna and Debbie Horsfall. 2009. "Increasing Operational Effectiveness in UN Peacekeeping: Toward a Gender-Balanced Force." Armed Forces & Society, May 2009. abstract
Howard, Lise Morjé. 2008. UN Peacekeeping in Civil Wars. Cambridge: Cambridge University Press.abstract
Fortna, Virginia Page; Lise Morjé, Howard (2008). «Pitfalls and Prospects in the Peacekeeping Future». Annual Review of Political Science11: 283–301. doi:10.1146/annurev.polisci.9.041205.103022.