Το Δουκάτο της Αντιόχειας[1][2] ήταν διοικητική διαίρεση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας κατά την περίοδο 969 όταν η περιοχή ανακαταλήφθηκε από τους βυζαντινούς, έως το 1084 όπου καταλήφθηκε από τους Τουρκομάνους, Σελτζούκους και Άραβες. Περιελάμβανε εδάφη της σημερινής Συρίας. Λιβάνου, Τουρκίας και για κάποια περίοδο και της Κύπρου[3].
Το Δουκάτο αρχικά διοικούνταν από έναν στρατηγό κι έπειτα από έναν δούκα που είχε εκτεταμένες αρμοδιότητες και υψηλή θέση[4] στην στρατιωτική ιεραρχία αμέσως μετά τον στρατηγό των Ανατολικών[7], αργότερα μερικοί διοικητές είχαν τον τίτλο του κατεπάνω[4]. Επειδή η διοικητική επαρχία βρισκόταν στα σύνορα, η πόλη της Αντιόχειας έδρα του Δουκάτου, είχε οχυρωθεί με ισχυρά τείχη, στη δικαιοδοσία του δούκα υπήρχαν και πολλά κάστρα[8]. Στην περιοχή μαρτυρείται ότι υπήρχαν μεγάλες βασιλικές εκτάσεις και στην πόλη έδρευαν υπάλληλοι οι, λεγόμενοι, "βασιλικοί"[9]. Το Δουκάτο διατηρούσε χριστιανικό πληθυσμό αλλά κι υπολογίσιμο μουσουλμανικό[10].
Το 1064 στην περιοχή της Βέροιας και στα σύνορα της αυτοκρατορίας εμφανίστηκαν Τουρκομάνοι, οι οποίοι έπειτα άρχισαν επιδρομές στα βυζαντινά εδάφη[11]. Ο Δουξ Νικηφορίτζης μετά την εμφάνιση τους δεν τους αντιμετώπισε αλλά κατασκεύασε νέα κάστρα και οχυρά αναμένοντας επιθέσεις κάτι όμως που δημιούργησε δυσαρέσκεια στους κατοίκους[11]. Το 1065 και το 1067 οι Τουρκομάνοι έφτασαν μέχρι την Αντιόχεια και λεηλάτησαν τις γύρω περιοχές, ενώ κατέλαβαν και την Γερμανείκια, το 1068 πολιόρκησαν την ίδια τη Αντιόχεια χωρίς επιτυχία[12]. Οι Τουρκομάνικες επιθέσεις και λεηλασίες συνεχίστηκαν και τα επόμενα χρόνια, κατέλαβαν τη Δαμασκό και σε μάχη μαζί τους σκοτώθηκε και ο στρατηγός Κωνσταντίνος Διογένης[13].
Από το 1071 έως το 1082 στην Αντιόχεια παρά τον κίνδυνο των Τουρκομάνων επικράτησαν πολιτικές έριδες με δολοφονίες δουκών κι αναστάτωση[14]. Το 1084 οι Σελτζούκοι που είχαν αρχίσει να επεκτείνουν το κράτος τους, άρχισαν να καταλαμβάνουν εδάφη του Δουκάτου και το 1085 μετά από πολιορκία παραδόθηκε και η ίδια η Αντιόχεια, αναφέρεται ότι με εντολή του Σουλτάνου δεν πείραξαν τους χριστιανούς ούτε λεηλάτησαν την πόλη[15].