Το Γκιούρ (ουγγρικά: Győr, προφορά: [ˈɟøːr](βοήθεια·πολυμέσα), γερμανικά: Raab) είναι η σημαντικότερη πόλη της βορειοδυτικής Ουγγαρίας, περίπου στο μέσο της απόστασης ανάμεσα στη Βιέννη και τη Βουδαπέστη, σε ένα από τους σημαντικότερους δρόμους της Κεντρικής Ευρώπης. Το 2014 είχε 128.902 κατοίκους και ήταν η έκτη μεγαλύτερη πόλη της χώρας και ένα από τα επτά κύρια περιφερειακά κέντρα της Ουγγαρίας. Είναι πρωτεύουσα της Περιφέρειας Γκιούρ-Μονσόν-Σοπρόν και της Δυτικής Υπερδουναβίας. Είναι η έκτη μεγαλύτερη πόλη της Ουγγαρίας και ένα από τα επτά κύρια περιφερειακά της κέντρα. Το Γκιούρ είναι κτισμένο στον νότιο βραχίονα του Δούναβη, τον Μοσόν, κοντά στο σημείο όπου συμβάλλουν οι Ράμπα και Ράμπκα.
Ο αρχικός πυρήνας της πόλης βρίσκεται στον λόφο Κάπταλαν, όπου βρίσκονται το επισκοπικό μέγαρο, κτισμένο τον 13ο έως 16ο αιώνα και ο καθεδρικός του Γκιούρ κτισμένος τον 12ο έως 17ο αιώνα, ενώ σώζονται τμήματα του αρχαίου ρωμαϊκού τείχους. Άλλα αξιοθέατα αποτελούν η πλατεία Μπέκσι Καπούτ Τερ με τα μπαρόκ κτίρια και η πλατεία Σέτσενι τερ, όπου βρίσκεται το μοναστήρι των Βενεδικτίνων, πρωτοκατασκευασμένο το 1668.[3]
Ιστορία
Η περιοχή κατά μήκος του ποταμού Δούναβη κατοικήθηκε από διάφορους πολιτισμούς από τα αρχαία χρόνια. Ο πρώτος μεγάλος οικισμός χρονολογείται από τον 5ο αιώνα π.Χ. και οι κάτοικοί του ήταν Κέλτες. Ονόμασαν την πόλη Αρα Μπόνα "Καλό βωμό", που αργότερα συνενώθηκε στο Arrabona, όνομα που χρησιμοποιείτο μέχρι τον 8ο αιώνα. Η συντομευμένη μορφή της εξακολουθεί να χρησιμοποιείται στο γερμανικό (Raab) και το σλοβακικό (Ráb) όνομα της πόλης.
Ρωμαίοι έμποροι μετακόμισαν στην Arrabona κατά τον 1ο αιώνα π.Χ. Γύρω στο 10 μ.Χ. ο ρωμαϊκός στρατός κατέλαβε το βόρειο τμήμα της Δυτικής Ουγγαρίας, που το ονόμασε Παννονία. Αν και η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εγκατέλειψε την περιοχή τον 4ο αιώνα λόγω συνεχών επιθέσεων από τις φυλές που ζούσαν στα ανατολικά, η πόλη παρέμεινε κατοικήσιμη,με παραγωγή κρασιού, δημητριακών και εκτροφή αλόγων.
Περί το 500 στην περιοχή εγκαταστάθηκαν Σλάβοι, το 547 Λομβαρδοί και το 568 ως περίπου το 800 από Άβαροι, εκείνη την εποχή υπό Φράγκικη και Σλαβική επιρροή. Αυτή την περίοδο ονομάστηκε Rabba και αργότερα Raab. Μεταξύ 880 και 894 ανήκε στη Μεγάλη Μοραβία και στη συνέχεια για λίγο στην Ανατολική Φραγκία.
Οι Μαγυάροι κατέλαβαν την πόλη περί το 900 και οχύρωσαν το εγκαταλελειμμένο ρωμαϊκό φρούριο. Ο Στέφανος Α΄, ο πρώτος βασιλιάς της Ουγγαρίας, ίδρυσε εκεί μια επισκοπή. Η πόλη έλαβε το ουγγρικό της όνομα Γκιούρ. Οι Ούγγροι ζούσαν σε σκηνές, αργότερα σε καλύβες, στο σημερινό νοτιοανατολικό τμήμα του κέντρου της πόλης. Η πόλη επηρεάστηκε από όλες τις δοκιμασίες και τα δεινά της ιστορίας της Ουγγαρίας: καταλήφθηκε από τους Μογγόλους κατά την εισβολή τους (1241–1242) και στη συνέχεια καταστράφηκε από τον Τσεχικό στρατό το 1271.
Μετά την καταστροφική Μάχη του Μόχατς ο βαρόνος Τάμας Νάντασντι και ο Κόμης Γκέργκι Τσέσνεκι κατέλαβαν την πόλη για τον βασιλιά Φερδινάνδο Α΄, ενώ ο Ιωάννης Ζαπόλυα προσπαθούσε επίσης να την καταλάβει. Κατά την οθωμανική κατοχή της σημερινής κεντρικής και ανατολικής Ουγγαρίας [4] (1541 - τέλη του 17ου αιώνα) ο διοικητής του Γκιούρ Κρίστοφ Λάμπεργκ πίστευε ότι θα ήταν μάταιο να προσπαθήσει να υπερασπιστεί την πόλη από τον τουρκικό στρατό. Την έκαψε και οι τουρκικές δυνάμεις δεν βρήκαν τίποτα άλλο παρά μαυρισμένα ερείπια, εξ ου και το τουρκικό όνομα για το Γκιούρ, Γιανίκ Καλέ ("καμένο κάστρο").
Κατά την ανοικοδόμηση η πόλη περιτοιχίσθηκε με ένα κάστρο και ένα τείχος, που σχεδιάστηκαν από τους κορυφαίους Ιταλούς οικοδόμους της εποχής. Η πόλη άλλαξε χαρακτήρα αυτά τα χρόνια, με πολλά νέα κτίρια χτισμένα σε αναγεννησιακό ρυθμό, αλλά η κεντρική πλατεία και το πλέγμα των δρόμων παρέμειναν.
Το 1594, μετά τον θάνατο του Κόμη Γιάνος Τσέσνεκι, αρχηγού του ουγγρικού πεζικού, ο οθωμανικός στρατός κατέλαβε το κάστρο και την πόλη. Το 1598 ο ουγγρικός και ο αυστριακός στρατός την ανακατέλαβαν. [5] Κατά την τουρκική κατοχή η πόλη ονομάστηκε Γιανίκ Καλά ("καμένο μέρος", ως αναφορά στις τεράστιες ζημιές που προκλήθηκαν από την πολιορκία). [6]
Το 1683 οι Τούρκοι επέστρεψαν για λίγο, μόνο για να φύγουν αφού νικήθηκαν στη Μάχη της Βιέννης.
Κατά τους επόμενους αιώνες η πόλη ευημερούσε. Το 1743 το Γκιούρ αναβαθμίστηκε σε καθεστώς ελεύθερης βασιλικής πόλης από τη Μαρία Θηρεσία. Εγκαταστάθηκαν εκεί τα θρησκευτικά τάγματα των Ιησουιτών και των Καρμελιτών χτίζοντας σχολεία, εκκλησίες, ένα νοσοκομείο και ένα μοναστήρι.
Στις 14 Ιουνίου 1809, κατά τον Πόλεμο του Πέμπτου Συνασπισμού, εδώ έγινε η Μάχης του Γκιούρ (Μάχη του Ράαμπ), όπου ο στρατός του Εζέν ντε Μπωαρναί νίκησε την ουγγρική «εξέγερση των ευγενών» (πολιτοφυλακή) και ένα αυστριακό σώμα υπό τους Αρχιδούκες Ιωσήφ και Ιωάννη. Οι δυνάμεις του Ναπολέοντα κατέλαβαν το κάστρο και ανατίναξαν μερικά από τα τείχη του. Οι αρχηγοί της πόλης συνειδητοποίησαν σύντομα ότι οι παλιοί προμαχώνες δεν ήταν πλέον χρήσιμοι. Τα περισσότερα από τα τείχη καταστράφηκαν, επιτρέποντας την επέκταση της πόλης.
Στα μέσα του 19ου αιώνα ο ρόλος του Γκιούρ για το εμπόριο αυξήθηκε καθώς ξεκίνησε η κυκλοφορία ατμόπλοιων στον ποταμό Δούναβη. Η πόλη έχασε τη σημασία της για το εμπόριο όταν η σιδηροδρομική γραμμή μεταξύ Βουδαπέστης και Kάνιζα αντικατέστησε την κυκλοφορία στον ποταμό μετά το 1861. Οι δημοτικοί άρχοντες αντιστάθμισαν αυτήν την απώλεια με την εκβιομηχάνιση. Η πόλη ευημερούσε μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν καταστράφηκαν πολλά κτίρια. Ορισμένοι μεγάλης κλίμακας στρατηγικοί βομβαρδισμοί κατέστρεψαν βιομηχανικές και κατοικημένες περιοχές καθώς και το αεροδρόμιο. Αποτέλεσε στόχο επειδή το εργοστάσιο της Rába ήταν ο κύριος παραγωγός τανκ (Turán) και αεροπλάνων (Bf 109). Μία από αυτές τις επιδρομές κατέστρεψε ορισμένα τμήματα του μαιευτηρίου. [7]
Οι δεκαετίες του 1950 και του '60 έφεραν περισσότερες αλλαγές: χτίστηκαν μόνο μεγάλα συγκροτήματα διαμερισμάτων και δεν δόθηκε προσοχή στα παλιά ιστορικά κτίρια. Τη δεκαετία του 1970 ξεκίνησε η ανοικοδόμηση του κέντρου της πόλης. παλιά κτίρια αποκαταστάθηκαν και ανακατασκευάστηκαν. Το 1989 το Γκιούρ κέρδισε το ευρωπαϊκό βραβείο για την προστασία των μνημείων. [Απαιτείται αναφορά]
Ένα εργοστάσιο 100 ετών της Raba στον ποταμό Δούναβη, κοντά στο ιστορικό κέντρο πρόκειται να αντικατασταθεί από μια νέα πολεοδομική, που ονομάζεται Városrét. Η ενότητα μικτής χρήσης θα έχει οικιστικό και εμπορικό τομέα, καθώς και σχολεία, κλινικές και πάρκα.
Το κύριο θέατρο της πόλης είναι το Εθνικό Θέατρο του Γκιούρ, που ολοκληρώθηκε το 1978. Διαθέτει εκτεταμένη κεραμική διακόσμηση από τον Βικτώρ Βαζαρελί.
Η πόλη έχει πολλά ιστορικά κτίρια, για παράδειγμα το κάστρο και τη Λουθηρανική Ευαγγελική εκκλησία.
Κύρια αξιοθέατα
Ο αρχαίος πυρήνας της πόλης είναι ο Λόφος Κάπταλαν στη συμβολή τριών ποταμών: του Δούναβη, του Ράμπα και του Ράμπτσα. Το Πούσπεκβαρ, η κατοικία των επισκόπων του Γκιούρ, μπορεί εύκολα να αναγνωριστεί από τον ανολοκλήρωτο πύργο του. Τα παλαιότερα κτίρια της πόλης είναι ο πύργος-κατοικία του 13ου αιώνα και το Γοτθικό Παρεκκλήσι Ντότσι του 15ου αιώνα. Ο καθεδρικός ναός, αρχικά σε ρωμανικού ρυθμού, ξαναχτίστηκε σε γοτθικό και μπαρόκ ρυθμό.
Το Αρχιαββαείο βρίσκεται περίπου 20 χλμ. έξω από την πόλη.
Ανακαίνιση
Μετά το 2000 η πόλη ξεκίνησε πολλά μεγάλα έργα κατασκευών και ανακαινίσεων.
Οι μεγαλύτερες αλλαγές είναι:
Η υπόγεια διάβαση Nάντορ, που ανακούφισε την κυκλοφοριακή υποδομή του κέντρου της πόλης και έκανε δυνατή την ανακαίνιση της Γέφυρας Μπάρος.
Η ανακαίνιση της Γέφυρας Μπάρος.
Η ανακαίνιση των παλαιών Σοβιετικών στρατώνων και του Σταθμού Λεωφορείων από την εταιρεία Leier.
Η ανάπτυξη του Πανεπιστημίου Σέτσενι Ιστβαν, που είναι στενά συνδεδεμένο με την AUDI Hungária ZRT.
Νεόδμητοι Χώροι Στάθμευσης Αυτοκινήτων, που μειώνουν τον υψηλό φορτίο κυκλοφορίας της περιοχής του κέντρου. (π.χ. γκαράζ József Attila και Dunakapu)
Η ανακαίνιση του κέντρου της πόλης. Πλατεία Σέτσενι, Πλατεία Ντούνακαπου, η περιοχή δίπλα στο Mόσον-Δούναβη και το Ράμπα.
Δωρεάν αστικό λεωφορείο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από όλους για να φτάσει οπουδήποτε στην περιοχή του κέντρου.
Η Στοά Γκιούρ στο Βάροσλιγκετ.
Η Πλατεία Κάλοτσι κοντά στο Πανεπιστήμιο Σέτσενι Ιστβαν.
Η Γέφυρα Γέντλικ, που επέτρεψε την κυκλοφορία μεταξύ των περιοχών Σίγκετ και Ρέβφαλου.
Τα ιαματικά λουτρά Rába Quelle
Οικονομία
Η θυγατρική της AudiAudi Hungaria Zrt. έχει ένα μεγάλο εργοστάσιο στο Γκιούρ, όπου κατασκευάζονται το σπορ Audi TT, το A3 Cabriolet, [8] το A3 Limousine, [9] και πολλοί κινητήρες (1.913.053 το 2007). Το εργοστάσιο άνοιξε το 1994, αρχικά παράγοντας τετρακύλινδρους κινητήρες για τη μάρκα Audi. Στη συνέχεια η επιχείρηση αναπτύχθηκε για τη συναρμολόγηση των Audi TT Coupé και TT Roadster. Τελικά συμπεριλήφθηκαν επίσης κινητήρες 6κύλινδροι και 8κύλινδροι και, μετά την εξαγορά της Λαμποργκίνι, η Audi άρχισε τότε να κατασκευάζει κινητήρες 10κύλινδρους. Εδώ συναρμολογούνται πλήρως 10κύλινδροι για οχήματα Audi, αλλά μόνο τα μπλοκ των κυλίνδρων για τη Λαμποργκίνι. [10] Κινητήρες κατασκευάζονται επίσης για άλλες μάρκες της Volkswagen Group, αλλά πάνω από το 90% των κινητήρων οχημάτων Audi κατασκευάζονται εδώ. [11] Το εργοστάσιο διαθέτει ηλιακή οροφή 12 MW, που παράγει 9,5 GWh / έτος. [12]
Πολιτική
Δήμαρχος του Γκιούρ είναι ο Τσάμπα Αντρας Ντέζι (Φίντες-Xριστιανοδημοκρατικό Λαϊκό Κόμμα).
Το τοπικό δημοτικό συμβούλιο, που εκλέχθηκε στις εκλογές τοπικής αυτοδιοίκησης του 2019, αποτελείται από 23 μέλη, που ανήκουν στα εξής πολιτικά κόμματα και συμμαχίες: [13]
Η πόλη είναι εθνικός κόμβος σιδηροδρομικ;vn και οδικών μεταφορών. Η συγκοινωνιακή-γεωγραφική θέση του Γκιούρ είναι εξαιρετική. Οι πιο σημαντικές σιδηροδρομικές συνδέσεις είναι η σιδηροδρομική γραμμή Βιέννη-Βουδαπέστη και εκείνες από το Σόπρον, το Τσέλντεμελκ και το Βέσπρεμ. Στο Γκιούρ συμβάλλουν πολλές κύριες οδικές διαδρομές (M1, M19, 1, 14, 81, 82, 83, 85) και ο αυτοκινητόδρομος είναι προσβάσιμος από αρκετά μέρη της πόλης. Το αεροδρόμιο Γκιούρ-Περ είναι προσβάσιμο από την πόλη με τον αυτοκινητόδρομο 81, 15 χιλιόμετρα προς το Σέκεσφεχερβαρ. Στο 1734ο χλμ. του Δούναβη βρίσκεται το λιμάνι Γκιούρ-Γκένιου με το πλήρως εξοπλισμένο τερματικό εξυπηρέτησης 25 εκταρίων.
Αθλητισμός
Η πόλη είναι η έδρα του Győri ETO Sport Club, που έχει πολλά αθλητικά τμήματα. Το πιο δημοφιλές άθλημα στην πόλη είναι το χάντμπολ, με την Győri ETO KC να είναι η κύρια ομάδα της πόλης. Η ETO κέρδισε το Τσάμπιονς Λιγκ Γυναικών το 2013, το 2014, το 2017, το 2018 και το 2019 και έφτασε επίσης στον τελικό το 2009, το 2012 και το 2016. Επιπλέον έφτασε στον τελικό του Κύπελλο κυπελλούχων Ευρώπης το 2006 και στους τελικούς το 1999, 2002, 2004 και 2005.
Η Γκιόρι ΕΤΟ ΦΚ είναι μια ομάδα ποδοσφαίρου, προς το παρόν (2020/2021) στη δεύτερη κατηγορία.