Ο Γιαχβέ ή Γιάγκβε ήταν ο θεός του αρχαίου βασιλείου του Ισραήλ και της Ιουδαίας.[1] Η προέλευση της λατρείας του ανάγεται μεταξύ της πρώιμης εποχή του Σιδήρου και ύστερης εποχής του Χαλκού ή και νωρίτερα.[2] Στα αρχαιότερα βιβλικά κείμενα κατέχει ιδιότητες που αποδίδονται συνήθως σε θεότητες της φύσης και του πολέμου, όπως η καρποφορία της γης και η καθοδήγηση του ουράνιου στρατού εναντίον των εχθρών του Ισραήλ.[3]
Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη των μελετητών, οι Ισραηλίτες της εποχής ασπάζονταν την πολυθεϊστική Χαναανιτική θρησκεία και λάτρευαν τον Γιαχβέ παράλληλα με τον Ελ, την Ασερά, τον Βάαλ και άλλες Χαναανικτικές θεότητες.[4] Στους μεταγενέστερους αιώνες, ο Ελ και ο Γιαχβέ συγχωνεύτηκαν και τιμητικά επίθετα που περιείχαν την λέξη Ελ, όπως το Ελ Σαντάι (אֵל שַׁדַּי «Θεός Παντοκράτωρ»), άρχισαν να αποδίδονται αποκλειστικά στον Γιαχβέ. Οι διάφορες άλλες θεότητες ενσωματώθηκαν στον Ιεχωβισμό, την αρχαία θρησκεία του Ισραήλ, στην οποία ο Γιαχβέ είχε περίοπτη θέση χωρίς όμως να απορρίπτεται ακόμη ο πολυθεϊσμός.[4] Σύμφωνα με άλλους μελετητές, η αποκλειστική λατρεία του Γιαχβέ ήταν ευρέως διαδεδομένη πριν από τη Βαβυλωνιακή εξορία και ο Ισραηλιτικός μονοθεϊσμός μπορεί να υπήρχε ακόμη και πριν από την άνοδο της Ηνωμένης Μοναρχίας.[5]
Κατά το δεύτερο μισό της εποχής του Σιδήρου, το κέντρο λατρείας του Γιαχβέ είχε γίνει η Ιερουσαλήμ. Εκεί ο θεός θεωρούταν πως κατοικούσε μέσα στον Ναό που περιείχε την Κιβωτό της Διαθήκης. Κατά το τέλος της Βαβυλωνιακής αιχμαλωσίας, οι Ισραηλίτες σταμάτησαν την λατρεία ξένων θεών και ο Γιαχβέ ανακηρύχθηκε δημιουργός του σύμπαντος και ο ένας αληθινός θεός του κόσμου,[6] θέτοντας τα θεμέλια του Ιουδαϊσμού. Κατά την περίοδο του Δεύτερου Ναού, η αναφορά του ονόματος του Θεού απαγορεύτηκε[7] και άρχισε να υποκαθίσταται από λέξεις, όπως Αδονάι (אֲדֹנָי «Κύριος»). Στην Ρωμαϊκή κατάκτηση και μετά την πολιορκία της Ιερουσαλήμ το 70 μ.Χ. η αρχική προφορά του ονόματος του Θεού είχε ξεχαστεί ολοκληρωτικά.[7]
Το όνομα του Θεού γραφόταν στο παλαιό εβραϊκό αλφάβητο χωρίς φωνήεντα ως 𐤉𐤄𐤅𐤄, το οποίο αποδίδεται ως יַהְוֶה στο σύγχρονο αλφάβητο. Στο λατινικό αλφάβητο μεταγραμματίζεται ως YHWH και ως ΓΧΒΧ στα ελληνικά. Συντετμημένοι τύποι όπως Γιαχ, Γιέχο, Γιο κ.λπ. χρησιμοποιούνται επίσης σε λέξεις, όπως το Αλληλούια.
Το όνομα δεν καταγράφεται ξεκάθαρα σε μη Ισραηλιτικές πηγές και δεν υπάρχει πειστική εξήγηση για την ετυμολογική του προέλευση.[8] Η συχνότερη εξήγηση πως το όνομα προκύπτει από την φράση εχγέχ ασέρ εχγέχ (Είμαι αυτός που είμαι - μετάφραση των Εβδομήκοντα «Ἐγώ εἰμι ὁ ὤν») θεωρείται μεταγενέστερη θεολογική εφεύρεση σε μια εποχή που η αρχική σημασία του ονόματος είχε ξεχαστεί και συχνότερα αποδίδεται σε λαϊκή παρετυμολογία.[9] Η απόδοση ιερότητας στο όνομα, καθώς και η εντολή του να μην εκφέρεται μάταια, οδήγησαν σε αυστηρές απαγορεύσεις στην χρήση του. Ραββινικές πηγές αναφέρουν πως το όνομα προφερόταν μόνο μια φορά τον χρόνο κατά την Ημέρα της Εξιλέωσης,[10] αν και αυτό θεωρείται υπερβολή και είναι πιθανό η χρήση του ονόματος να ήταν συχνότερη κατά τις λειτουργίες. Έξω από τον ναό και τις συναγωγές του υποκατάστατο Αδονάι βρισκόταν σε συχνή χρήση. Με την καταστροφή του ναού το όνομα δεν χρησιμοποιούταν σε λειτουργίες και έως τον 5ο αιώνα μ.Χ. η προφορά του είχε πλέον ξεχαστεί.[11]