Η Βαρωνία του Νικλίου ήταν κρατίδιο υποτελές στο Πριγκιπάτο της Αχαΐας που ιδρύθηκε το 1209 από τον πρίγκιπα Γουλιέλμο Σαμπλίτη. Η τοποθεσία της βαρωνίας βρισκόταν στην Πελοπόννησο στην νότια Αρκαδία με επίκεντρο και πρωτεύουσα το Νίκλι, στην αρχαία Τεγέα.[1] Το Νίκλι (Γαλλική γλώσσα : Nicles, επίσης ονομαζόταν αρχαϊστί Αμύκλαι ή Αμύκλιον) που βρισκόταν σε στρατηγική θέση, ελέγχοντας το πέρασμα ανάμεσα σε Αρκαδία και Λακωνία. Μετά την Μάχη της Πελαγονίας αποτέλεσε το σύνορο ανάμεσα στο Πριγκιπάτο και το Δεσποτάτο του Μυστρά.
Η δημιουργία της Βαρωνίας
Όταν το πριγκιπάτο χωρίστηκε σε 12 υψηλές βαρωνίες, φέουδα και τιμάρια, η υψηλή βαρωνία του Νικλίου μαζί με 6 φέουδα δόθηκε στον Φράγκο ιππότη Γουλιέλμο ντε Μορλαί (Guillaume de Morlay)[2] κι εγκαταστάθηκε σε κάστρο που προϋπήρχε και πολιορκήθηκε από τον Γοδεφρείδο Α΄ Βιλλεαρδουίνο[3][4][5] Ο Γουλιέλμος ντε Μορλαί ήταν άρχοντας στο Νίκλι για πάνω από δύο δεκαετίες. Τον διαδέχτηκε ο γιος του Ούγκο ντε Μορλαί, και αυτόν, μετά το 1280, τον διαδέχθηκε η κόρη του Σασέτ ντε Μορλαί σύζυγος του Αντρουάν ντα Βίλλα. Ο Καρλ Χοπφ τοποθετεί άλλον έναν Γουλιέλμο τον Β΄ βαρώνο του Νικλίου, γιο της Σασέτ με στόχο να καλύψει το κενό μέχρι το 1290.[6] Το Νίκλι γνωστό στην αρχαιότητα σαν Τεγέα, βρισκόταν στις νότιες Αρκαδικές πεδιάδες, το κατέκτησαν οι Φράγκοι με σύντομη πολιορκία λίγο πριν το 1209. Στην θέση του ίδρυσαν ανεξάρτητη Λατινική επισκοπή που διατηρήθηκε μέχρι το 1222 και κατόπιν ενώθηκε με την επισκοπή της Λακεδαίμονος.[7] Με την σημαντική θέση που κατείχε κοντά στα σύνορα με την Λακωνία το Νίκλι έγινε μεγάλο κέντρο συγκεντρώσεων του Φραγκικού στρατού, συνεκλήθηκαν σε αυτό πολλά διάσημα Φραγκικά Συμβούλια όπως το περίφημο «Παρλαμέντο των Κυράδων» (1261).[8] Μετά το 1262 που η Βυζαντινή αυτοκρατορία νίκησε στην Μάχη της Πελαγονίας και κατέλαβε τα μεγάλα κάστρα στην νότια Λακωνία το Νίκλι έγινε κέντρο σκληρών πολεμικών συγκρούσεων. Κατά τη δεκαετία του 1270, υπήρχε στο Νίκλι μόνιμη φρουρά για να εμποδίζει την πρόσβαση των Βυζαντινών στη κεντρική Αρκαδία.[9]
Η καταστροφή
Το 1296 ο Βυζαντινός στρατηγός Ανδρόνικος Ασάν επιτέθηκε και κατέλαβε την πόλη, αλλά επειδή δεν ήταν υπερασπίσιμη την εκθεμελίωσε.[10] Φαίνεται ότι η περιοχή παρέμεινε υπό φραγκική κυριαρχία για μερικά χρόνια ακόμα, αλλά το 1302 βρισκόταν πια σε βυζαντινά χέρια[11]. Ο Ανδρόνικος Ασάν μετέφερε τους άστεγους κατοίκους στο Κάστρο Τσηπιανά και το Κάστρο Μουχλί που ίδρυσε ο ίδιος σε γειτονικούς υπερασπίσιμους λόφους.[12] Μέρος των κατοίκων δραπέτευσε στην μέσα Μάνη, από αυτούς προέρχονται οι Νικλιάνοι.
Σασέτ ντε Μορλαί, κόρη του Γουλιέλμου με το σύζυγό της Αντρουάν ντε Βιλλιέ
1280 - ;
Ο γερμανός ιστορικός Καρλ Χοπφ (Karl Hopf), κατά το συνήθειό του προκειμένου να καλύψει την χρονολογική περίοδο, υπέθεσε την ύπαρξη ενός ακόμα Γουλιέλμου (Β΄), υιού του ιδρυτή και πατέρα του Ούγου[6].