Ο Βαγράτ/Παγκράτιος Γ΄, γεωργιανά: ბაგრატ III Bagrat III, (π. 960 – 7 Μαΐου 1014), από τον Οίκο των Βαγρατιδών-Ιβηρίας(Γεωργίας), ήταν βασιλιάς της Αμπχαζίας από το 978 και μετά (ως Βαγράτ Β΄) και βασιλιάς της Γεωργίας από το 1008 και μετά (ως Βαγράτ Γ΄). Ένωσε αυτούς τους δύο τίτλους, ώστε να κληρονομούνται δυναστικά και -μέσω της κατάκτησης και της διπλωματίας- πρόσθεσε περισσότερα εδάφη στο βασίλειό του, έτσι στην πράξη έγινε ο πρώτος ηγεμόνας του βασιλείου της Γεωργίας. Πριν στεφθεί ο Βαγράτ ως βασιλιάς, είχε επίσης βασιλεύσει στο Κάρτλι ως συγκυβερνήτης με τον πατέρα του Γκούργκεν από το 976 έως το 978.
Το βασίλειο της Αμπχαζίας βρισκόταν τότε υπό την κυριαρχία του Θεοδοσίου Γ΄ του Τυφλού, ενός αδύναμου και δυσοίωνου βασιλιά, ο οποίος ήταν θείος του Βαγράτ Γ΄ από την πλευρά της μητέρας του. Το βασίλειο είχε βυθιστεί σε απόλυτο χάος και φεουδαρχικό πόλεμο. Εκμεταλλευόμενος την κατάσταση, ο πρίγκιπας Kβιρίκε Β΄ του Καχέτι (939–976), περιοχής που είναι τώρα το ανατολικότερο μέρος της Γεωργίας, επιτέθηκε στο Kάρτλι, μέχρι τότε υπό την εξουσία των βασιλέων της Αμπχαζίας, και πολιόρκησε το λαξευμένο σε βράχο οχυρό του Ουπλιστσίχε. Ο Ιοάνε Μαρούσις-ντζε, ο ενεργητικός κυβερνήτη (eristavi) του Kάρτλι, παρότρυνε το 976 τον Δαβίδ Γ΄ του Tάο να πάρει τον έλεγχο της επαρχίας ή να την δώσει στον Bαγράτ Γ΄ ως κληρονομική κτήση. Ο Δαβίδ Γ΄ απάντησε δυναμικά και οι Καχέτιοι αναγκάστηκαν να αποσυρθούν, για να αποφύγουν την αναμέτρηση. Ο Δαβίδ Γ΄ έδωσε το Κάρτλι στον Βαγράτ Γ΄ και τοποθέτησε τον Γκούργκεν ως αντιβασιλιά του. Οι Καχέτιοι επέστρεψαν γρήγορα στην επιθετικότητά τους και συνέλαβαν τον Βαγράτ Γ΄ και τους γονείς του. Ωστόσο ο Δαβίδ Γ΄ επενέβη αμέσως και αποκατέστησε τον θετό του γιο στο Κάρτλι.
Βασιλιάς των Αμπχαζίων
Το 978 ο Iοάνε Μαρούσις-ντζε, με τη βοήθεια του Δαβίδ Γ΄, ανάγκασε τον Θεοδόσιο Γ΄ της Αμπχαζίας να παραιτηθεί από τον θρόνο υπέρ του ανιψιού του Βαγράτ Γ΄. Ο τελευταίος άφησε τη μητέρα του Γκουραντούχτ να κυβερνήσει το Κάρτλι και προχώρησε στο Κουτάισι, για να στεφθεί βασιλιάς των Αμπχαζίων. Η αταξία ήταν ακόμα ανεξέλεγκτη στο βασίλειο, αλλά η καταγωγή του Βαγράτ Γ΄, τόσο από τη δυναστεία των Βαγκρατιδών, όσο και από τις Αμπχαζιανές δυναστείες, τον έκανε αποδεκτή επιλογή για τους ευγενείς του βασιλείου, που είχαν πια κουραστεί από τις εσωτερικές διαμάχες.
Μέσα σε δύο χρόνια ο Βαγράτ Γ΄ ανέλαβε πλήρως τις κυβερνητικές εξουσίες. Αποδείχθηκε ικανός ηγεμόνας και επέτυχε να αποκαταστήσει τον νόμο και την τάξη στο βασίλειό του. Ενώ βρισκόταν στο Κουτάισι, οι αντιπολιτευόμενοι ευγενείς του Κάρτλι, με επικεφαλής τον Κάβταρ Τμπέλι, αγνόησαν την εξουσία της Γκουραντούχτ και διοικούσαν τα φέουδά τους ως ημι-ανεξάρτητοι ηγεμόνες. Όταν ο Βαγράτ Γ΄ επέστρεψε στο Κάρτλι, για να αντιμετωπίσει αυτή την κατάσταση, οι ευγενείς αντέταξαν ένοπλη αντίσταση, αλλά ο βασιλιάς κέρδισε τη μάχη στο Μογκχρίσι και ανάγκασε τους επαναστάτες να υποταχθούν. Τελικά έστρεψε την προσοχή του στον Κλντεκάρι στο Κάτω Κάρτλι, του οποίου ο δούκας Ράτι συνέχιζε να αγνοεί τη βασιλική εξουσία και κυβερνούσε μάλλον ανεξάρτητα.
Οι προετοιμασίες γι' αυτή την αποστολή το 989 προκάλεσαν μεγάλη σύγχυση, καθώς ο Δαβίδ Γ΄ του Τάο είχε παραπληροφορηθεί για τις αληθινές προθέσεις του θετού γιου του. Πεπεισμένος ότι ο τελευταίος σκόπευε να τον απομακρύνει και να τον σκοτώσει, ο Δαβίδ Γ΄ εξαπέλυσε μία αιφνιδιαστική επίθεση και διέλυσε τις δυνάμεις με επικεφαλής τον φυσικό πατέρα τού Βαγράτ Γ΄, τον Γκούργκεν, προτού φτάσει ο ίδιος ο βασιλιάς της Αμπχαζίας. Σύμφωνα με τα Γεωργιανά χρονικά,
«Ο Βαγράτ μετά πήγε [στον Δαβίδ] μόνος του, έπεσε στα πόδια του και ορκίστηκε, ότι πήγαινε εναντίον του Ράτι. [Ο Δαβίδ] το πίστεψε και τον άφησε εν ειρήνη».
Μετά τη συμφιλίωση με τον πατριό του, ο Βαγράτ Γ΄ μπόρεσε τελικά να δεχτεί υποτέλεια από τον Ράτι, ο οποίος εγκατέλειψε το δουκάτο του με το ξίφος του και αποσύρθηκε στη μικρή κληρονομιά του στο Αργκβέτι, στη δυτική Γεωργία. Ο Δαβίδ Γ΄ δολοφονήθηκε από τους ευγενείς του το 1000 και οι κτήσεις του, σύμφωνα με την προηγούμενη συμφωνία, πέρασαν στον Βυζαντινό ΑυτοκράτοραΒασίλειο Β΄ των Μακεδόνων. Ο Βαγράτ Γ΄ και ο Γκούργκεν, που ο δεύτερος βασίλευε τώρα ως βασιλιάς των βασιλέων των Γεωργιανών σε μέρη των νοτιοδυτικών εδαφών του Κάρτλι (994–1008), συναντήθηκαν με τον Βασίλειο Β΄ Βουλγαροκτόνο, αλλά, ανίκανοι να αποτρέψουν την προσάρτηση του βασιλείου του Δαβίδ Γ΄, αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν τα νέα σύνορα. Με την ευκαιρία αυτή, στον Βαγράτ Γ΄ απονεμήθηκε ο Βυζαντινός τίτλος του κουροπαλάτη και στον Γκούργκεν αυτός του μαγίστρου, που στην πραγματικότητα ήταν ανταγωνιστικοί τίτλοι, αφού το αξίωμα που απονεμήθηκε στον γιο ήταν μεγαλύτερο, από εκείνο που απονεμήθηκε στον πατέρα. Αυτό έγινε από τον Αυτοκράτορα, όπως αναφέρουν τα Γεωργιανά χρονικά, για να στραφεί ο Γκούργκεν εναντίον του Βαγράτ Γ΄, αλλά δεν υπολόγισε σοβαρά: "καθώς ο Γκούργκεν ήταν ειλικρινής και έντιμος και έτσι ο [Βασίλειος Β΄] δεν μπόρεσε να υποκινήσει τον φθόνο στην καρδιά εκείνου, αφού ο [Γούργκεν] δεν υπέκυψε στο τέχνασμα [του Βασιλείου] ».
Αργότερα όμως την ίδια χρονιά, ο Γκούργκεν προσπάθησε να πάρει τη διαδοχή του Δαβίδ Γ΄ του Κουροπαλάτη με τη βία, αλλά έπρεπε να υποχωρήσει μπροστά στον Βυζαντινό διοικητή Νικηφόρο Ουρανό, δούκα της Αντιόχειας.
Η ενοποίηση
Το 1008 ο Γκούργκεν απεβίωσε και ο Βαγκάτ Γ΄ τον διαδέχθηκε ως βασιλιάς των βασιλέων των Γεωργιανών και έγινε έτσι ο πρώτος βασιλιάς ενός ενοποιημένου βασιλείου της Αμπχαζίας και της Ιβηρίας (με την ευρεία τους έννοια αυτές οι δύο περιοχές περιλάμβαναν την ίδια την Αμπχαζία/Aβασγία (αρχ. Κολχίδα, Eγκρίσι/Σαμεγκρέλο, Iμερέτι, Σβανέτι, Ράχα-Λεχούμι, Γκούρια, Ατζαρία, κανονικό Kάρτλι, εντεύθεν Τάο, Kλαρτζέτι, Σαβσέτι, Mεσχέτι, και Τζαβαχέτι), ό,τι ήταν εφεξής γνωστό ως Σακαρτβέλο - "όλη η Γεωργία".
Αφού εξασφάλισε την κληρονομιά του, ο Βαγράτ Γ΄ προχώρησε σε διεκδίκηση τού ανατολικότερου Γεωργιανού πριγκιπάτου του Καχέτι και το προσάρτησε το 1010 περίπου, μετά από δύο χρόνια μαχών και επιθετικής διπλωματίας. Αυτό το σημαντικό απόκτημα έφερε το βασίλειο του Βαγράτ Γ΄ στη γειτονιά του εμιράτου των Σαδαδιδών του Aρράν στο σημερινό Αζερμπαϊτζάν, του οποίου ο ηγεμόνας αλ-Φαντλ Α΄ ιμπν Μουχάμαντ (986–1031) επιτέθηκε στο Καχέτι μετά την ενσωμάτωση του Καχέτι στη Γεωργία. Ο Βαγράτ Γ΄ απώθησε αυτή την εισβολή και, σε συμμαχία με τον Γκαγκίκ Α΄ της Αρμενίας (989–1020), εκστράτευσε επιτυχώς εναντίον της πόλης Σαμκίρ των Σαδαδιδών, επιβάλλοντας φόρο υποτέλειας σε αυτή. Ωστόσο η εξωτερική πολιτική του Μπαγκράτ Γ΄ ήταν γενικά ειρηνική και ο βασιλιάς έκανε επιτυχείς ελιγμούς, για να αποφύγει τις συγκρούσεις τόσο με τους Βυζαντινούς, όσο και με τους Μουσουλμάνους γείτονες, παρόλο που το εκείθεν Tάο παρέμεινε σε Βυζαντινά και η Τιφλίδα σε Αραβικά χέρια.
Η βασιλεία του Βαγράτ Γ΄, μία περίοδος υψίστης σημασίας στην ιστορία της Γεωργίας, επέφερε την τελική νίκη των Βαγρατιδών-Γεωργίας στις αιώνιες διαμάχες για την εξουσία. Ανυπομονώντας να δημιουργήσει πιο σταθερή και συγκεντρωτική μοναρχία, ο Βαγράτ Γ΄ εξάλειψε ή τουλάχιστον μείωσε την αυτονομία των δυναστικών πριγκίπων. Στα μάτια του, ο πιο πιθανός εσωτερικός κίνδυνος προερχόταν από τη γραμμή Kλαρτζέτι των Βαγρατιδών, που αντιπροσώπευαν τα εξαδέλφια του βασιλιά Σουμπάτ και Γκούργκεν. Αν και φαίνεται ότι αναγνώριζαν την εξουσία του Βαγράτ Γ΄, συνέχισαν να χαρακτηρίζονται ως βασιλείς και κυρίαρχοι του Κλαρτζέτι. Για να εξασφαλίσει τη διαδοχή τού γιου του Γεωργίου Α΄, ο Βαγράτ Γ΄ παρέσυρε τα εξαδέλφια του -με το πρόσχημα μίας συμφιλιωτικής συνάντησης- στο Κάστρο Πανασκέρτι και τους έριξε στη φυλακή το 1010. Τα παιδιά αυτών κατάφεραν να διαφύγουν στην Κωνσταντινούπολη, αλλά ο Σουμπάτ και ο Γκούργκεν απεβίωσαν υπό κράτηση μέχρι το 1012.
Ο Βαγράτ Γ΄ απεβίωσε το 1014 στο Κάστρο Πανασκέρτι στο Τάο και ενταφιάστηκε στον καθεδρικό ναό της Μπέντια. Αγιοποιήθηκε από τη Γεωργιανή Ορθόδοξη Εκκλησία στις 22 Δεκεμβρίου 2016, με την ημέρα της εορτής του να ορίστηκε στις 7 Μαΐου (N.Η. 21 Μαΐου). [1]