Στις 7 Ιανουαρίου 1814 o Φρειδερίκος ΣΤ΄ της Δανίας (και της Νορβηγίας) συμφώνησε να παραχωρήσει τη Νορβηγία στο Βασιλιά της Σουηδίας, προκειμένου να αποφύγει κατάληψη της Γιουτλάνδης από τα σουηδικά, ρωσικά και γερμανικά στρατεύματα.[4] Στις 14 Ιανουαρίου, με τη Συνθήκη του Κιέλου η Δανία παραχωρούσε τη Νορβηγία στο Βασιλιά της Σουηδίας, ενώ την επόμενη μέρα ο Δανός μονάρχης με μήνυμά του προς το νορβηγικό λαό, τον απάλλασσε από την πίστη του προς αυτόν.[5][6][7]
Όντας στη Νορβηγία, ο Διάδοχος Χριστιανός αποφάσισε να διατηρήσει την ακεραιότητα της χώρας και αν ήταν πιθανόν την ένωσή της με τη Δανία, λαμβάνοντας μέρος σε μια νορβηγική εξέγερση.[3] Ο Βασιλιάς Φρειδερίκος είχε ενημερωθεί για αυτά τα σχέδια σε μια μυστική επιστολή του Δεκεμβρίου του 1813 και πιθανώς να τα στήριζε. Ωστόσο παρέμεινε πιστός στους όρους της Συνθήκης του Κιέλου διατάσσοντας τον Χριστιανό να παραδώσει τα συνοριακά φρούρια και να επιστρέψει στη Δανία. Ο Χριστιανός, όμως, αγνόησε την εντολή του πατέρα του και έδωσε εντολή στα στρατεύματά του να διατηρήσουν τα φρούρια. Ταυτόχρονα αποφάσισε να διεκδικήσει το θρόνο της Νορβηγίας ως νόμιμος κληρονόμος και να δημιουργήσει μια ανεξάρτητη κυβέρνηση με τον ίδιο ως επικεφαλής της. Στις 30 Ιανουαρίου λαμβάνοντας υπόψη διάφορους εξέχοντες Νορβηγούς συμβούλους, υποστήριξε ότι η Νορβηγία είχε το δικαίωμα για αυτοδιάθεση, θέτοντας έτσι τις βάσεις για ένα κίνημα ανεξαρτησίας.[6][7]
Στις 19 Φεβρουαρίου στη Χριστιανία ο Χριστιανός αυτοανακηρύχθηκε Αντιβασιλέας της Νορβηγίας και κήρυξε το σκοπό του για ανεξαρτησία της Νορβηγίας. Η σουηδική κυβέρνηση τον προειδοποίησε αμέσως ότι οι κινήσεις του ήταν παραβίαση της συνθήκης του Κιέλου και ότι έθετε τη Νορβηγία σε πόλεμο με τις συμμαχικές δυνάμεις. Ο Χριστιανός έστειλε επιστολές σε κυβερνήσεις της Ευρώπης, υποστηρίζοντας ότι τα γεγονότα στη Νορβηγία δεν ήταν κάποια συνωμοσία της Δανίας, αλλά ότι εξέφραζαν τη Νορβηγική θέληση για αυτοδιάθεση.[6][7]
Ο Κόμης Χέρμαν Βέντελ Τζάρλσμπεργκ, το πιο εξέχον μέλος της νορβηγικής αριστοκρατίας, επιστρέφοντας από τη Δανία για την προμήθεια τροφίμων, προειδοποίησε τον Αντιβασιλέα Χριστιανό ότι έπαιζε ένα επικίνδυνο παιχνίδι. Όμως, ο Τζάρλσμπεργκ κατηγορήθηκε για συνεννόηση με τη Σουηδία. Η κοινή γνώμη ήταν όλο και πιο επικριτική για την πολιτική του Αντιβασιλέα, ο οποίος κατηγορούνταν για προσπάθειες επανένωσης της Νορβηγίας με τη Δανία.[6][7]
Στις 9 Μαρτίου η σουηδική αντιπροσωπεία στην Κοπεγχάγη απαίτησε να διαγραφεί ο Χριστιανός από τη διαδοχή του δανικού θρόνου και απείλησε ότι οι ευρωπαϊκές δυνάμεις θα έκαναν πόλεμο εναντίον της Δανίας, σε περίπτωση που δεν διαχώριζε τη θέση της από το κίνημα ανεξαρτησίας της Νορβηγίας. Ο Υπουργός Εξωτερικών της Δανίας, Νιλς Ρόζενκραντζ απάντησε ότι η δανική κυβέρνηση σε καμία περίπτωση δεν υποστήριζε τη νορβηγική ανεξαρτησία. Ταυτόχρονα, σουηδικά στρατεύματα είχαν μαζευτεί κατά μήκος των συνόρων με τη Νορβηγία και οι φήμες για εισβολή έφθαναν σε καθημερινή βάση.[6][7]
Στις 17 Μαΐου ο Χριστιανός εξελέγη παμψηφεί Βασιλιάς της Νορβηγίας, με το όνομα Χριστιανός Φρειδερίκος, και μια μέρα αργότερα τέθηκε σε ισχύ το Σύνταγμα της Νορβηγίας.[1][2] Στις 22 Μαΐου ο νεοεκλεγείς Βασιλιάς έκανε θριαμβευτική είσοδο στη Χριστιανία. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 10 Ιουνίου, κήρυξε επιστράτευση στο νορβηγικό στρατό και προέβη σε διανομή πολεμικού υλικού.[6][7]
Στις 30 Ιουνίου, αντιπρόσωποι της Ρωσίας, της Πρωσίας, της Αυστρίας και της Μεγάλης Βρετανίας έφθασαν στη Χριστιανία προκειμένου να πείσουν το Χριστιανό να συμμορφωθεί με τη συνθήκη του Κιέλου.[5] Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων ο Χριστιανός πρότεινε να παραιτηθεί από το θρόνο της Νορβηγίας και να επιστρέψει στη Δανία, υπό τον όρο ότι οι Νορβηγοί θα είχαν λόγο για το μέλλον τους μέσω της εθνικής τους αντιπροσωπείας. Όταν η αντιπροσωπεία μετέφερε τις προτάσεις του Χριστιανού στον Σουηδό μονάρχη, Κάρολο ΙΔ΄ Ιωάννη, εκείνος εξοργισμένος επανέλαβε ότι ο Χριστιανός είτε θα εγκατέλειπε το θρόνο, είτε θα αντιμετώπιζε πόλεμο.[6][7]
Στις 26 Ιουλίου ο σουηδικός στόλος κατέλαβε τα νορβηγικά νησιά Χβάλερ, κηρύσσοντας ουσιαστικά τον πόλεμο στη Νορβηγία. Ο Χριστιανός απέρριψε τις απαιτήσεις της Σουηδίας, με αποτέλεσμα στις 29 Ιουλίου οι σουηδικές ένοπλες δυνάμεις να εξαπολύσουν μία μεγάλης κλίμακας εισβολή εναντίον της Νορβηγίας.[6][7]
Ο Χριστιανός αντιμέτωπος με βαριά ήττα αποφάσισε να δεχτεί την πρόταση ανακωχής της Σουηδίας στις 7 Αυγούστου. Η συμφωνία ειρήνης υπογράφηκε στο Μος στις 14 Αυγούστου 1814.[5] Με βάση του όρους της συμφωνίας, ο Χριστιανός μετέφερε την εξουσία του στο κοινοβούλιο της Νορβηγίας, παραιτούνταν από το θρόνο και επέστρεφε στη Δανία.[5] Ο Χριστιανός παραιτήθηκε από το νορβηγικό θρόνο στις 10 Οκτωβρίου και το κοινοβούλιο της Νορβηγίας από την πλευρά του εξέλεξε στις 4 Νοεμβρίου τον Κάρολο ΙΓ΄ της Σουηδίας για βασιλιά της Νορβηγίας.[1][2][3] Θεωρείται ότι ο Χριστιανός έπεσε σε βαριά κατάθλιψη με αυτές τις εξελίξεις, ενώ κατηγορήθηκε για τη στρατιωτική ήττα.[2]
Στις 13 Δεκεμβρίου 1839 ανέβηκε στο θρόνο της Δανίας ως Χριστιανός Η΄.[2] Οι φιλελεύθεροι είχαν μεγάλες προσδοκίες ότι ο Χριστιανός θα χορηγούσε σύνταγμα, κάτι που ωστόσο δεν έγινε παρά το γεγονός ότι προέβη σε μεταρρυθμίσεις.[1][2] Η στάση του για την αυξανόμενη αναταραχή στα δουκάτα του Σλέσβιχ και Χόλσταϊν συχνά έμοιαζε διστακτική, βλάπτοντας τις θέσεις της Δανίας εκεί.[3][5]
Ο Χριστιανός ευνόησε την αστρονομία, βραβεύοντας με χρυσά μετάλλια την ανακάλυψη κομητών και χρηματοδοτώντας τον Χάινριχ Κρίστιαν Σουμάχερ στη δημοσίευση του επιστημονικού περιοδικού Αστρονομικές Σημειώσεις.[8]
Βλέποντας ότι ο μόνος νόμιμος γιος του, ο μελλοντικός Φρειδερίκος Ζ΄, δεν ήταν σε θέση να αποκτήσει απογόνους, ξεκίνησε διαδικασίες προκειμένου να διασφαλιστεί η γραμμή διαδοχής της Δανίας.[8] Υπολογίζεται, μάλιστα, ότι ο Χριστιανός είχε αποκτήσει δέκα εξωσυζυγικά παιδιά, τα οποία δεν είχαν δικαίωμα επί του θρόνου. Πέθανε το 1848 στα Ανάκτορα Αμάλιενμποργκ από δηλητηρίαση του αίματος και κηδεύτηκε στον Καθεδρικό Ναό του Ροσκίλντε.[2]
Είχε δέκα εκτός γάμου τέκνα, τα οποία ενίσχυε προσεκτικά. Ένα από αυτά υπάρχει η φήμη ότι είναι ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, αλλά υπάρχουν ισχνές ενδείξεις για να αποδειχθεί.