Γεννήθηκε στο Βέλντεκε, κοντά στο Άσσελτ στο σημερινό Βέλγιο. Οι ακριβείς ημερομηνίες γέννησης και θανάτου δεν είναι γνωστές. Πιθανόν γεννήθηκε γύρω στο 1150, γιατί δραστηριοποιήθηκε ως λόγιος από το 1170. Σίγουρα πέθανε μετά το 1184, γιατί αναφέρει ότι ήταν παρών στην αυλική τελετή που οργάνωσε ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος Μπαρμπαρόσα στο Μάιντς την ημέρα της Πεντηκοστής εκείνης της χρονιάς. [4]Πρέπει να πέθανε πριν ο Βόλφραμ φον Έσενμπαχ γράψει το Πάρσιφαλ, έργο που ολοκληρώθηκε μεταξύ 1205 και 1210 γιατί εκεί αναφέρεται ότι ο Βέλντεκε πέθανε πρόσφατα. Πιθανόν ανήκε σε οικογένεια ευγενών, η ύπαρξη της οποίας αναφέρεται σε έγγραφα του 13ου αιώνα. Σίγουρα έλαβε υψηλού επιπέδου εκπαίδευση: αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι χρησιμοποίησε λατινικές πηγές για τα έργα του. Ήταν ιππότης στην αυλή του Χέρμαν Α΄ της Θουριγγίας, όπου ολοκλήρωσε τη Μυθιστορία τουΑινεία, επισκέφτηκε τις αυλές διαφόρων Γερμανών αρχόντων και ταυτόχρονα είχε σχέσεις με την πλούσια εμπορική πόλη του Μάαστριχτ και τον κλήρο της.[5]
Δημιουργία
Το πρώτο του έργο, Σερβάτιους (Servatius, περ. 1170), είναι μια μεταγραφή σε στίχους στη λιμβουργική γλώσσα μιας λατινικής βιογραφίας του Αγίου Σερβάτιου, πολιούχου του Μάαστριχτ. Το πιο αξιόλογο έργο του είναι η Μυθιστορία του Αινεία, ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της γερμανικής γλώσσας: είναι το παλαιότερο αυλικό ειδύλλιο, ένα από τα παλαιότερα κοσμικά έργα και η πρώτη μετάφραση αρχαίου μυθιστορήματος στα γερμανικά που δεν έγραψε κληρικός. Το έγραψε μεταξύ 1170 και 1188 και παρόλο που ήταν Φλαμανδός, επέλεξε τη φραγκονική διάλεκτο της μέσης άνω γερμανικής γλώσσας. Δεν βασίστηκε απευθείας στο λατινικό κείμενο της Αινειάδας του Βιργίλιου, αλλά στην πλοκή της γαλλικής διασκευής που γράφτηκε περίπου το 1160, και τα δύο έργα επικεντρώνονται κυρίως στις ρομαντικές σχέσεις του ήρωα Αινεία με τη βασίλισσα Διδώ και την πριγκίπισσα Λαβίνια και μεταμορφώνουν το αρχαίο έπος του Βιργίλιου σε αυλικό ειδύλλιο που αναλύει λεπτομερώς την ψυχολογία της αγάπης με υπόβαθρο την ιπποτική ζωή.[6]
Ο Χάινριχ φον Βέλντεκε αποκαλείται πατέρας του γερμανικού ιπποτικού έπους και είναι ο εισηγητής του αυλικού ύφους στα γερμανικά. Οι μεταγενέστεροι Γερμανοί ποιητές του Μεσαίωνα - Βόλφραμ φον Έσενμπαχ, Γκότφριντ φον Στράσμπουργκ και άλλοι επιβεβαίωσαν ότι είχαν επηρεαστεί από το ύφος του.
Χάρη στα λυρικά τραγούδια του, γραμμένα υπό την επιρροή Γάλλων τροβαδούρων και τρουβέρων, θεωρείται εξέχων εκπρόσωπος της αυλικής ποίησης, δεξιοτέχνης της κομψής έκφρασης του κύκλου των λεγόμενων ερωτοτραγουδιστών που έγραψαν τραγούδια που υμνούσαν τον αυλικό έρωτα. Έχουν σωθεί περίπου τριάντα ρομαντικά τραγούδια του στο χειρόγραφο Codex Manesse του 1304. [7]