Ο Φορέας Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες (αγγλικά: Body of European Regulators for Electronic Communications με σύντμηση: BEREC) είναι ένας οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης του οποίου αποστολή είναι η ανάπτυξη και εποπτεία της ενιαίας ευρωπαϊκής εσωτερικής αγοράς ηλεκτρονικών επικοινωνιών και παράλληλα η κατοχύρωση υψηλών επιπέδων επενδύσεων, καινοτομίας και προστασίας του καταναλωτή μέσω της αύξησης του ανταγωνισμού.[4] Ιδρύθηκε με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1211/2009 του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2009 και η έδρα του βρίσκεται στη ΡίγαΛετονίας.[5]
Αποστολή
Ο οργανισμός ιδρύθηκε στο πλαίσιο των αποφάσεων για τον προσανατολισμό των διευρωπαϊκών τηλεπικοινωνιακών δικτύων (trans-European telecommunications networks με σύντμηση TEN-Telecoms).[6] Πρέπει να αναπτύσσει και να διαδίδει στις Ευρωπαϊκές Ρυθμιστικές Αρχές (ΕΡΑ) τις βέλτιστες ρυθμιστικές πρακτικές, όπως κοινές προσεγγίσεις, μεθόδους ή κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εφαρμογή του ρυθμιστικού πλαισίου της ΕΕ, να διατυπώνει γνώμες περί σχεδίων αποφάσεων, συστάσεων και κατευθυντηρίων γραμμών της Επιτροπής, να εκδίδει εκθέσεις, να παρέχει συμβουλές, και να υποβάλλει γνωμοδοτήσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.[4]
Καθήκοντα του οργανισμού είναι να εκδίδει αποφάσεις ή γνώμες για σχέδια μέτρων των ΕΡΑ που επηρεάζουν την αγορά, για τις κατευθυντήριες γραμμές, για αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, για διακρατικές αγορές και διασυνοριακές διαφορές. Να μεριμνά για την αποτελεσματική πρόσβαση στον ενιαίο ευρωπαϊκό αριθμό κλήσης έκτακτης ανάγκης «112»[7] και για την αποτελεσματική εφαρμογή του πεδίου αριθμοδότησης 116, ιδιαίτερα της ανοικτής τηλεφωνικής γραμμής για αγνοούμενα παιδιά 116000. Να μεριμνά για την ανάπτυξη κοινών κανόνων και απαιτήσεων για τους παρόχους διασυνοριακών υπηρεσιών και να εποπτεύει για ζητήματα δόλιας ή καταχρηστικής χρήσης πόρων αριθμοδότησης. Να παρακολουθεί και να υποβάλλει εκθέσεις σχετικά με τον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και να δημοσιεύει ετήσια έκθεση σχετικά με τις εξελίξεις στον τομέα[4]
Οργάνωση
Το σώμα του οργανισμού είναι το ρυθμιστικό συμβούλιο που απαρτίζεται από τους διορισμένους υψηλόβαθμους αντιπροσώπους των ΕΡΑ των κρατών μελών (ένας ανά κράτος). Το ρυθμιστικό συμβούλιο διορίζει έναν πρόεδρο και τους αντιπροέδρους του. [4]
Ο οργανισμός μπορεί να συγκροτεί ομάδες εμπειρογνωμόνων.[4]
Η Υπηρεσία
Η Υπηρεσία αποτελείται από μία επιτροπή διαχείρισης και έναν διευθυντή διοίκησης. Ασκεί τα εξής καθήκοντα:
Παρέχει στον Φορέα Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες (BEREC) υπηρεσίες επαγγελματικής και διοικητικής υποστήριξης
Συλλέγει πληροφορίες από τις Ευρωπαϊκές Ρυθμιστικές Αρχές (ΕΡΑ) και ανταλλάσσει και διαβιβάζει πληροφορίες
Διαδίδει στις ΕΡΑ τις βέλτιστες ρυθμιστικές πρακτικές
Συμβάλλει στην προετοιμασία των εργασιών του ρυθμιστικού συμβουλίου
Συγκροτεί τις ομάδες εργασίας εμπειρογνωμόνων, κατόπιν αιτήματος του ρυθμιστικού συμβουλίου και παρέχει υποστήριξη για τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας αυτών των ομάδων[4]
Η επιτροπή διαχείρισης της Υπηρεσίας απαρτίζεται από τους διορισμένους υψηλόβαθμους αντιπροσώπους των ΕΡΑ των κρατών μελών.
Ο διευθυντής διοίκησης διορίζεται από την επιτροπή διαχείρισης για τριετή θητεία, μέσω ανοικτού διαγωνισμού, με κριτήρια την αξία του και τις δεξιότητες και την πείρα του στον τομέα των δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Είναι επικεφαλής της Υπηρεσίας, συμμετέχει στις εργασίες του ρυθμιστικού συμβουλίου του BEREC και της επιτροπής διαχείρισης, επικουρεί την προετοιμασία του σχεδίου προγράμματος εργασίας της Υπηρεσίας για το επόμενο έτος, επιβλέπει την εφαρμογή του ετήσιου προγράμματος εργασίας, εκδίδει εσωτερικές διοικητικές εγκυκλίους και δημοσιεύει ανακοινώσεις, εκτελεί τον προϋπολογισμό και επικουρεί την προετοιμασία του σχεδίου ετήσιας έκθεσης σχετικά με τις δραστηριότητες του BEREC.[4]
Προϋπολογισμός
Τα έσοδα της Υπηρεσίας προέρχονται από επιδότηση από την Κοινότητα, εγγεγραμμένη στα κατάλληλα κονδύλια του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και από χρηματοδοτικές συνεισφορές από τα κράτη μέλη ή από τις ΕΡΑ τους, οι οποίες καταβάλλονται σε εθελοντική βάση. Τα έξοδα της Υπηρεσίας περιλαμβάνουν τις δαπάνες προσωπικού, τις διοικητικές δαπάνες και τις δαπάνες υποδομής και λειτουργίας.[4]