Ο Τομ φον Πρινς (στα Γερμανικά: Tom von Prince) (γεννήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 1866, στο Πορ-Λουί, Μαυρικίου και απεβίωσε στις 4 Νοεμβρίου 1914), στην Τάνγκα, Τανγκανίκα (σημερινή Τανζανία), ήταν υπολοχαγός στην Εταιρεία της Γερμανικής Ανατολικής Αφρικής καθώς και ιδιοκτήτης φυτείας στη Γερμανική Ανατολική Αφρική.
Γεννήθηκε στο Πορ-Λουί, Μαυρικίου στις 9 Ιανουαρίου 1866, πατέρας του ήταν ο Σκωτσέζος Τόμας Χένρι Πρινς (Thomas Henry Prince) και ο οποίος ήταν Βρετανός αστυνομικός κυβερνήτης στη Βρετανική νησιωτική αποικία του Μαυρικίου και η μητέρα του ήταν Γερμανίδα. Μετά τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του, η μητέρα του επέστρεψε στη Γερμανία. Αφότου ορφάνεψε, ο φον Πρινς και η αδελφή του εκπαιδεύτηκαν στην Αγγλία. Αργότερα, η οικογένεια της μητέρας του, τον έφερε στη Γερμανία και τον εισήγαγε στη Στρατιωτική Ακαδημία Kassel (Kadettenanstalt Kassel) για τους νέους Πρώσσους άρρενες αριστοκράτες, στη Λεγκνίτσα (Legnica), Σιλεσία, Πολωνία. Ήταν συμμαθητής με τον μελλοντικό ανώτερό του Πάουλ φον Λέτοβ-Φόρμπεκ. Εδώ, συνάντησε επίσης και με την μέλλουσα σύζυγό του Μαγκνταλέν φον Μάσοβ (Magdalene von Massow).
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Το 1887 εντάχθηκε στον Γερμανικό Αυτοκρατορικό Στρατό και υπηρέτησε στο Αριθ. 99 Πρωσσικό Σύνταγμα Πεζικού, το οποίο ήταν σταθμευμένο πλησίον του Στρασβούργου. Το 1889 συνταξιοδοτήθηκε από τον στρατό, με τον βαθμό του υπολοχαγού· και το 1890 προσχώρησε στην Kaiserliche Schutztruppe, η οποία αρχικά ονομαζόταν Wissmann Truppe, από την οποία αναπτύχθηκε η προστατευτική δύναμη για τη Γερμανική Ανατολική Αφρική. Περί το 1890, ο Τομ φον Πρινς ως υπολοχαγός, συμμετείχε στη Γερμανική Ανατολική Αφρική και προσπαθούσε να ελέγξει την «Οδό των Καραβανιών» για λογαριασμό της Wissmann Truppe. Στην Ανατολική Αφρική, ο Πρινς αρχικά συμμετείχε στην καταστολή των παράκτιων ανταρσιών. Στα επόμενα χρόνια, διηύθυνε στρατιωτικές αποστολές προκειμένου να υποτάξει το λαό των Χέχε (Hehe). Καθώς οι Χέχε, υπό τον Αρχηγό Μκουάουα, είχαν μόνο επιτεθεί και παρενοχλήσει τους Γερμανούς, οδηγώντας στην τρομερή απώλεια του Διοικητή Emil von Zelewski και πολλών από τους άνδρες του, ο Τομ Πρινς στάλθηκε πολύ ενδότερα, στη Λίμνη Νυάσα, μαζί με τον Wynecken, έναν πολιτικό εκπρόσωπο της Επιτροπής κατά της Δουλείας. Εδώ, γνωρίστηκε με τον Wissmann, ο οποίος του δάνεισε τον αρχηγό των σαφάρι Bauer. Οι τρεις τους Prince, Wynecken και Bauer, επρόκειτο να περικυκλώσουν τους Χέχε υπό τον Μκουάουα, με τη βοήθεια περισσοτέρων από 20 Atongas και χιλιάδων στρατιωτών Σάνγκου (Sangu), ορκισμένων εχθρών της φυλής των Χέχε. Κατεδίωξε τον Αρχηγό Μκουάουα, έως ότου τελικά, τον νίκησε και τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την πρωτεύουσά του, όπου αργότερα πέθανε στην ερημιά.
Το κρανίο του νεκρού Μκουάουα φυλάχτηκε από τον Λοχαγό Τομ φον Πρινς, όπου μετά από το αίτημα του μεταγενέστερου Κυβερνήτη Στρατηγού von Liebert, το εμπιστεύτηκε σε κάποιο μουσείο στη Γερμανία.[1]
Ο Πρινς διέκοπτε την υπηρεσία του στην Αφρική, με αρκετές παραμονές στη Γερμανία. Εδώ, νυμφεύθηκε τη Μαγκνταλέν φον Μάσοβ (Magdalene von Massow), η οποία και μετέβη μαζί του στην Αφρική. Το 1896 προήχθη στον βαθμό του Λοχαγού. Ο Πρινς εργάστηκε επίσης, στις περιφερειακές αρχές της Γερμανικής Ανατολικής Αφρικής, μεταξύ άλλων ως Κυβερνητικός Επίτροπος στη Λίμνη Νιάσα και αργότερα στην Περιφέρεια της Ιρίνγκα. Περί το 1900, ο Πρινς αποχώρησε από την προστατευτική δύναμη και την αποικιακή διοίκηση, προκειμένου να εγκατασταθεί ως γαιοκτήμων στην Ανατολική Αφρική. Μαζί με την σύζυγό του, ίδρυσε μια φυτεία πλησίον της περιοχής Σακκαράνι (Sakkarani) στα Ουσαμπάρα Όρη.
To 1906, o Πρινς ανυψώθηκε στην (Πρωσσική) κληρονομική ευγένεια.[2]
Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και η Τάνγκα
Με την εκδήλωση του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Πρινς επέστρεψε στην ενεργό στρατιωτική δράση και διοίκησε δύο Ευρωπαϊκούς λόχους της Γερμανικής Schutztruppe.
Ανακλήθηκε στην ενεργό δράση ως Hauptmann (Λοχαγός) και του ανατέθηκε η διοίκηση των Askaris[Σημ. 2][Υποσημ. 1][Υποσημ. 2] του 13ου Πεδινού Λόχου και της 7ης και της 8ης Schützenkompanien (λόχοι τυφεκιοφόρων, αποτελούμενοι κυρίως από τους υιούς των Γερμανών αποίκων).
Στις 15 Αυγούστου 1914, μετά από παρότρυνση του διοικητή του (τότε Αντισυνταγματάρχη) Πάουλ Έμιλ φον Λέτοβ-Φόρμπεκ, συνοδευόμενος από δυνάμεις Γερμανών και Askari, κατέλαβε (από τους Άγγλους) τη γειτονική πόλη Ταβέτα.[3][Σημ. 3]
Στις 4 Νοεμβρίου 1914, πληγώθηκε θανάσιμα από αδέσποτη σφαίρα[3] κατά τη Μάχη της Τάνγκα στην πάλη εναντίων του Βρετανικού 2nd Loyal North Lancashire Regiment. Η κηδεία του πραγματοποιήθηκε στην Τάνγκα, μαζί με αυτή άλλων 12 Γερμανών αξιωματικών.[4]
Τα ανδραγαθήματα του Πρινς, έκαναν τους Askari του, να του προσδώσουν το υποκοριστικό Bwana Sakarani — ο κύριος άγριος.[Σημ. 4]
↑Schutztruppe (Γερμανικά: ˈʃʊtsˌtʁʊpə (ακούστε) κυριολ. «δύναμη προστασίας»), ήταν η επίσημη ονομασία των αποικιακών στρατευμάτων στα Αφρικανικά εδάφη της Γερμανικής Αποικιακής Αυτοκρατορίας, από τα τέλη του 19ου αιώνα έως το 1918. Παρόμοια με άλλα αποικιακά στρατεύματα, τα Schutztruppen αποτελούνταν από εθελοντές Ευρωπαίους υπαξιωματικούς και αξιωματικούς, όπως επίσης από ιατρούς και κτηνιάτρους. Οι περισσότερες κατεταγμένες σειρές είχαν στρατολογηθεί από τις αυτόχθονες κοινότητες εντός των Γερμανικών αποικιών ή κι'από άλλες περιοχές της Αφρικής.[Παρ. Σημ. 1]
↑ O askari (πληθ. οι askaris), είναι η Αραβικής προέλευσης λέξη των Σουαχίλι για τον στρατιώτη ή τον αστυνομικό.[Παρ. Σημ. 2]
↑ Η Ταβέτα απέχει περί τα 40,23 km (25 μίλια) ΒΑ του Μόσι και ήταν στην άλλη πλευρά των συνόρων, στην Κένυα.[Παρ. Σημ. 3]
↑ Είναι συνήθης πρακτική των ιθαγενών, να προσάπτουν σε κάθε λευκό κάποιο υποκοριστικό, το οποίο θα τον συνοδεύει για το υπόλοιπο της παραμονής του στην γύρω περιοχή.
↑ J M Sinclair (1995). «Askari». Collins English Dictionary. Glasgow: HarperCollins Publishers. σελ. 89. ISBN0-00-470677-3.
↑David F. Burg· Edward L. Purcell· L. Edward Purcell (5 Μαρτίου 2004). «15 August 1914». United States of America: University Press of Kentucky. σελ. 17. Ανακτήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 2019.
Υποσημειώσεις
↑ Κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1960, η λέξη άρχισε να διαχωρίζεται για μεν τον στρατιώτη σε askari, για δε τον αστυνομικό σε polici (προφέρεται: πολίσι).
↑ Στα Ελληνικά υπάρχει το ασκέρι, το οποίο προέρχεται από το Τουρκικόasker που σημαίνει: α. τακτικό ή άτακτο στρατιωτικό σώμα β. τα μέλη μιας οικογένειας (συνήθως πολυμελούς) και γ. πλήθος.[Παρ. Υποσημ. 1]
Παραπομπές υποσημειώσεων
↑ Εμμ. Κριαράς (1995). «ασκέρι». Νέο Ελληνικό Λεξικό, Λεξικό της σύγχρονης Ελληνικής Δημοτικής γλώσσας. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών. σελ. 192. ISBN960-213-326-0.
Παραπομπές
↑D. F. Clyde (1962). «Expansion of the Medical Service Inland». History of the Medical Services of Tanganyika. Dar es Salaam: Government Press. σελ. 14.
↑ 3,03,1David F. Burg· Edward L. Purcell· L. Edward Purcell (5 Μαρτίου 2004). 15 August & 4 November 1914. United States of America: University Press of Kentucky. σελίδες 17 & 34. Ανακτήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 2019.
(Αγγλικά) The First World War in Africa (Oxford, 2004) ISBN 0199257280
(Αγγλικά) German Strategy in the First World War in Wolfgang Elz and Sönke Neitzel: Internationale Beziehungen im 19. und 20. Jahrhundert, pp. 127–144 (2003) ISBN 3-506-70140-1
(Αγγλικά) Chisholm, Hugh (1922). The Encyclopædia Britannica, The Twelfth Edition, Volume 2. New York: The Encyclopædia Britannica Company, LTD.
(Αγγλικά) Tanganyikan Guerrilla by Maj. J.R. Sibley
(Αγγλικά) Army Diary 1899 - 1926 by Col. R. Meinertzhagen, DSO