Ο Τζων Έμεριτς Έντουαρντ Ντάλμπεργκ-Άκτον, 1ος Βαρόνος Άκτον (John Emerich Edward Dalberg-Acton, 1st Baron Acton, 10 Ιανουαρίου 1834 – 19 Ιουνίου1902), γνωστότερος απλώς ως Λόρδος Άκτον, ήταν Άγγλος Ρωμαιοκαθολικόςιστορικός, πολιτικός και συγγραφέας.
Σήμερα είναι ίσως γνωστότερος για το καυστικό του ρητό «Η εξουσία [τείνει να] διαφθείρει, και η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα. Οι μεγάλοι άνδρες είναι σχεδόν πάντοτε κακοί άνθρωποι…». Αυτό το σχόλιο περιέχεται σε μία επιστολή του το 1887 προς έναν Αγγλικανό επίσκοπο.[19]
Οικογένεια και σπουδές
Ο παππούς του Άκτον από την πλευρά του πατέρα του, ο σερ Τζων Φράνσις Άκτον, ήταν μέλος μιας νεότερης γραμμής της αριστοκρατικής οικογένειας των Άκτον, και είχε μεταναστεύσει στη Γαλλία και μετέπειτα στην Ιταλία, όπου κατέστη ναύαρχος και πρωθυπουργός του Βασιλείου της Νεαπόλεως. Μετά την έκλειψη της παλαιότερης γραμμής-κλάδου της οικογένειας, ωστόσο, ο παππούς επέστρεψε στην Αγγλία, καθώς κληρονόμησε τη μεγάλη ακίνητη περιουσία της οικογένειας στο Σρόπσιρ, ως ο νέος «πατριάρχης» της.[20]
Γονείς του Τζων Ντάλμπεργκ-Άκτον ήταν ο σερ Φέρντιναντ Ρίτσαρντ Ντάλμπεργκ-Άκτον, πρωτότοκος γιος του παππού. Ο Φέρντιναντ Ρίτσαρντ νυμφεύθηκε τη Μαρία Λουίζα Πέλιν (Pelline), μοναχοκόρη και κληρονόμο του Έμεριχ Τζόζεφ, 1ου Δούκα του Ντάλμπεργκ, γαλλικής και γερμανικής καταγωγής. Ωστόσο μετά τον πρόωρο θάνατο του Φέρντιναντ Ρίτσαρντ το 1837, η Μαρία Λουίζα ξαναπαντρεύτηκε, τον Γκράνβιλ Τζωρτζ Λέβεσον-Γκόουερ (Leveson-Gower), 2ο κόμη του Γκράνβιλ (1840).[20][21].
Ο Τζων Έμεριχ Έντουαρντ Ντάλμπεργκ-Άκτον γεννήθηκε στη Νάπολη[20] και ανατράφηκε ως Ρωμαιοκαθολικός, εκπαιδευθείς στο Κολέγιο του Όσκοτ στο Μπέρμιγχαμ, υπό τον μελλοντικό καρδινάλιο Νίκολας Γουάισμαν, έως το 1848. Στη συνέχεια μελέτησε ιδιωτικά στο Εδιμβούργο. Τού αρνήθηκαν την εγγραφή στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ επειδή ήταν Ρωμαιοκαθολικός[20], οπότε πήγε στο Μόναχο, όπου σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Εκεί διέμενε στην οικία του Ίγκνατς φον Ντέλινγκερ, θεολόγου και προδρόμου της Παλαιοκαθολικής Εκκλησίας, με τον οποίο διετήρησε από τότε μια ισόβια φιλία.[22] Ο Ντέλινγκερ τού ενεφύσησε μια βαθιά αγάπη για την ιστορική έρευνα και τη συνειδητοποίηση της λειτουργίας της ως κριτικού οργάνου στη μελέτη της κοινωνικοπολιτικής ελευθερίας.[22]
Ο Τζων γνώριζε καλά τις βασικές ξένες γλώσσες και άρχισε από νεαρή ηλικία να συλλέγει μια μεγάλη ιστορική βιβλιοθήκη, την οποία αποσκοπούσε να χρησιμοποιήσει προκειμένου να συγγράψει μια «Ιστορία της ελευθερίας». Στην πολιτική ήταν πάντοτε ένας ένθερμος οπαδός του φιλελευθερισμού.[20]
Σταδιοδρομία
Κάνοντας εκτεταμένα ταξίδια, ο Άκτον πέρασε αθροιστικά πολύ καιρό στα κυριότερα διανοητικά κέντρα, διαβάζοντας την πραγματική αλληλογραφία ιστορικών προσωπικοτήτων.[22] Μεταξύ των φίλων του συγκαταλέγονταν οι Μονταλανμπέρ, Τοκβίλ, Φυστέλ ντε Κουλάνζ, Μπλούντσλι, φον Ζύμπελ και Ράνκε. Το 1855 διορίσθηκε υπασπιστής του εκπροσώπου του βασιλέως στην κομητεία Σρόπσιρ[21], ενώ ένα έτος αργότερα συμπεριλήφθηκε στην αποστολή του Λόρδου Γκράνβιλ στη Μόσχα, που εκπροσώπησε τη Μεγάλη Βρετανία στην τελετή της στέψεως του Τσάρου Αλεξάνδρου Β΄.[20]
Πολιτική
Το 1859 ο Λόρδος Άκτον εγκαταστάθηκε στην οικογενειακή εξοχική έπαυλη «Άλντεναμ Παρκ», στο Μόρβιλ του Σρόπσιρ, αλλά το ίδιο έτος χρειάσθηκε να επιστρέψει στο Λονδίνο, καθώς έγινε μέλος της Βουλής των Κοινοτήτων. Εκεί εξελίχθηκε σε αφοσιωμένο θαυμαστή και οπαδό του Πρωθυπουργού Γουίλιαμ Γκλάντστοουν (εξελληνισμένα «Γλάδστων»). Ωστόσο δεν ήταν δραστήριος ως βουλευτής και η βουλευτική του σταδιοδρομία έληξε μετά τις βουλευτικές εκλογές του 1865, στις οποίες αρχικώς επεκράτησε έναντι του υποψηφίου των Συντηρητικών Χένρυ Χουίτμορ, αλλά ο αντίπαλος ζήτησε επανακαταμέτρηση των ψήφων και τελικώς απέσπασε τη νίκη, διατηρώντας την έδρα του της περιφέρειας Μπρίτζνορθ του Σρόπσιρ.
Ο Άκτον ενδιαφέρθηκε πολύ για τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, θεωρώντας την ομοσπονδιακή δομή τους ως τον τέλειο εγγυητή των ατομικών ελευθεριών. Κατά τον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο τάχθηκε με την πλευρά των Νότιων, επειδή πίστευε ότι υπερασπίζονταν τα δικαιώματα των πολιτειών ενάντια σε μια κεντρική κυβέρνηση, η οποία, όπως πίστευε σε συμφωνία με όλα τα ιστορικά προηγούμενα, θα ολίσθαινε αναπόφευκτα προς την τυραννία. Τα σημειώματά του προς τον Γλάδστωνα πάνω στο θέμα συνέτειναν στο να συμπαθήσουν τους Νότιους πολλά μέλη της βρετανικής κυβερνήσεως. Μετά την ήττα τους, έγραψε στον Ρόμπερτ Λη ότι «θρηνώ για το στοίχημα που χάθηκε στο Ρίτσμοντ πιο βαθειά από όσο επιχαίρω για αυτό που διασώθηκε στο Βατερλώ», προσθέτοντας ότι έκρινε πως «δίνατε μάχες για την ελευθερία μας, την πρόοδό μας και τον πολιτισμό μας».[23] Τη στάση αυτή ασπάζονταν οι περισσότεροι Άγγλοι Ρωμαιοκαθολικοί της εποχής.[24] Οι συντάκτες του συντηρητικού εντύπου Tablet των Ρωμαιοκαθολικών κατάγγελναν τον Αβραάμ Λίνκολν ως «επικίνδυνον ριζοσπάστην», ενώ ο μετέπειτα καρδινάλιος Τζων Χένρυ Νιούμαν, όταν ρωτήθηκε δήλωσε ότι η δουλεία ως θεσμός δεν ήταν «ενδογενώς κακός» και ότι το θέμα θα έπρεπε να εκτιμάται κατά περίπτωση[24].
Το 1869 η Βασίλισσα Βικτώρια έδωσε τίτλο ευγενείας στον Άκτον ως «Βαρόνο Άκτον του Άλντεναμ στην Κομητεία του Σρόπσιρ». Αυτό έγινε κυρίως χάρη στη μεσολάβηση του Γλάδστωνα.[25] Άκτον και Γλάδστων ήταν στενοί φίλοι και αλληλογραφούσαν τακτικά. Ο ποιητής Μάθιου Άρνολντ είχε δηλώσει: «Ο Γλάδστων επηρεάζει όλους όσους βρίσκονται γύρω του εκτός από τον Άκτον. Γιατί είναι ο Άκτον που επηρεάζει τον Γλάδστωνα.»[26]