Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές.Βοηθήστε συνδέοντας το κείμενο με τις πηγές χρησιμοποιώντας παραπομπές, ώστε να είναι επαληθεύσιμο.
Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 20/10/2017.
Η Συμφωνία παραχώρησης αντιτορπιλικών έναντι βάσεων ήταν μια ιστορική διμερής συμμαχική συμφωνία που συνομολογήθηκε μεταξύ των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου στη διάρκεια του Β' Π.Π. Η Συμφωνία αυτή που υπεγράφη στην Ουάσινγκτον στις 2 Σεπτεμβρίου1940, αφορούσε την εκ μέρους των ΗΠΑ παραχώρηση - ανταλλαγή πενήντα αμερικανικών παλαιών κλάσεων αντιτορπιλικών, που παρέμεναν σε κατάσταση ακινησίας έναντι βάσεων σε οκτώ περιοχές - εδάφη βρετανικής κατοχής για 99 χρόνια.
Ιστορικό
Το καλοκαίρι του 1940 η κατάσταση στην Ευρώπη διαφαίνονταν πλέον ιδιαίτερα ζοφερή, για το Ηνωμένο Βασίλειο, μετά και από την κατάρρευση του γαλλικού μετώπου τον Μάιο, που παρέμενε η μόνη εμπόλεμη χώρα στην αντιμετώπιση του γερμανικού επεκτατισμού, ενώ η Ελλάδα είχε ήδη δεχθεί ιταλική πρόκληση με τη βύθιση πολεμικού πλοίου που θα οδηγούσε αργά ή γρήγορα σε ανάπτυξη νέου μετώπου στα Βαλκάνια. Κάτω από εκείνες τις συνθήκες οι πιθανότητες νίκης κατά του Άξονα στη συνέχιση του πολέμου περιορίζονταν δραματικά. Ειδικότερα οι ανάγκες του βρετανικού βασιλικού ναυτικού σε πολεμικά πλοία, μετά την εκκένωση των βρετανικών δυνάμεων από τη Δουνκέρκη, (Γαλλία), στην «Επιχείρηση Dynamo», για την αντιμετώπιση των γερμανικών υποβρυχίων στη μάχη του Ατλαντικού για την ασφαλή μεταφορά εφοδίων, καθώς και στη Μεσόγειο διαγράφονταν τεράστιες.
Η οικονομική και στρατιωτική βοήθεια των ΗΠΑ κρίνονταν ιδιαίτερα αναγκαία, έστω και αν η αμερικανική κοινή γνώμη ήταν αντίθετη σε υπερπόντια εμπλοκή στον πόλεμο και το Κογκρέσο είχε περάσει από τριετίας πράξεις ουδετερότητας, που απαγόρευε μεταφορά ή πώληση όπλων σε εμπόλεμη χώρα. Σημειώνεται ότι εκείνη ακριβώς την περίοδο λόγω των επικείμενων προεδρικών εκλογών ο πρόεδρος Φρανγκλίνος Ρούζβελτ, περιοριζόταν ιδιαίτερα στις αποφάσεις του προκειμένου να αποφύγει φιλοπόλεμους χαρακτηρισμούς.
Όταν όμως τον Αύγουστο ο Αμερικανός πρέσβης στο Λονδίνο Ιωσήφ Κέννεντυ ενημέρωσε τον Λευκό Οίκο για τον κίνδυνο βρετανικής παράδοσης και ο πρωθυπουργός Ουίνστον Τσώρτσιλ επισημαίνοντας την αναγκαιότητα της άμεσης διάθεσης αντιτορπιλικών εξέφραζε τον κίνδυνο οι βρετανικές αποικίες να καταληφθούν από τον Άξονα και να αποτελέσουν εχθρικά εδάφη για τις ΗΠΑ γεννήθηκε η ιδέα της συσχέτισης και της ανταλλαγής.
Η συμφωνία
Έτσι στις 13 Αυγούστου, κατόπιν εισήγησης του υπουργού Εξωτερικών Κόρντελ Χαλ. Ο Ρούσβελτ πρότεινε την παροχή στο Ηνωμένο Βασίλειο 50 αντιτορπιλικών, διαφόρων κατηγοριών, ναυπήγησης περί το τέλος του Α' Π.Π., έναντι παραχώρησης 8 εδαφών βρετανικής κατοχής για δημιουργία αναγκαίων αεροναυτικών βάσεων και για περίοδο 99 ετών χωρίς σχετική μίσθωση, ή ενοίκιο. Η συμφωνία αυτή λεγόμενη και «Ντηλ αντιτορπιλικών» ("Destroyer Deal") ανακοινώθηκε στις 30 Αυγούστου και υπεγράφη τελικά στις 2 Σεπτεμβρίου 1940.
Τα βρετανικά εδάφη που περιελήφθησαν στη συμφωνία παραχώρησης στις ΗΠΑ ήταν η Νέα Γη (νοτιοανατολική και ανατολική περιοχή), οι Βερμούδες καθώς και τα ακόλουθα εδάφη των έξι Βρετανικών Δυτικών Ινδιών, στην περιοχή της Καραϊβικής: η Αγία Λουκία (δυτική ακτή), Αντίγκουα, Βρετανική Γουιάνα, Τζαμάικα (νότια περιοχή), Μπαχάμες (ανατολική περιοχή) και Τρινιντάντ (δυτική ακτή).
Παραλειπόμενα
Είναι γεγονός ότι από την εποχή του μεσοπολέμου η παρουσία βρετανικών αποικιών γύρω από τις νοτιοανατολικές ακτές των ΗΠΑ αποτελούσε τακτικά αντικείμενο εντόνων συζητήσεων από τους λεγόμενους «αγγλόφοβους» Αμερικανούς. Η παρουσία των αποικιών αυτών παρότι δεν αποτελούσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το υπουργείο πολέμου των ΗΠΑ, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του πρώτου έτους του Β' Π.Π., εντούτοις δημιούργησε ανησυχίες μετά και την πτώση του γαλλικού μετώπου που ακολούθησε από την εκκένωση της Δουνκέρκης. Παρά ταύτα οι αγγλοαμερικανικές συνομιλίες για ανάπτυξη νέων αμερικανικών βάσεων με μίσθωση εδαφών στις βρετανικές αποικίες της Καραϊβικής φέρονται να ξεκίνησαν από τον Απρίλιο του 1940, που όμως ναυαγούσαν λόγω εκατέρωθεν διαφωνιών[1]. Η δραματική όμως εξέλιξη του πολέμου επίσπευσε μεν τη σύναψη της εν λόγω συμφωνίας μεταξύ προέδρου των ΗΠΑ και πρωθυπουργού Αγγλίας πλην όμως η εφαρμογή της καθυστέρησε για αρκετούς μήνες, μέχρι την Άνοιξη του επόμενου έτους, λόγω έντονων προβλημάτων που αναδείχθηκαν εκατέρωθεν. Αυτά αφορούσαν ειδικότερα τόσο την ενεργοποίηση των 50 παροπλισμένων επί μακρού χρόνου πολεμικών πλοίων, όσο και την εγκατάσταση των Αμερικανών στα επιλεγμένα από αμερικανική υπηρεσία εδάφη των αποικιών.
Συγκεκριμένα στις 31 Ιουλίου, ο Τσώρτσιλ επαναλαμβάνοντας σε επιστολή του το αίτημα για παραχώρηση «πενήντα ή εξήντα παλαιότερων αντιτορπιλικών», υπαινισσόμενος τον κίνδυνο γερμανικής εισβολής στη Μεγάλη Βρετανία θα μπορούσε να συμβεί ανά πάσα στιγμή σημείωνε: «Κύριε Πρόεδρε, με μεγάλο σεβασμό πρέπει να πω ότι στη μακραίωνη ιστορία του κόσμου, αυτό είναι κάτι που πρέπει να γίνει τώρα». Το αίτημα αυτό συζητήθηκε στη συνεδρίαση του αμερικανικού υπουργικού συμβουλίου που πραγματοποιήθηκε στις 2 Αυγούστου και εκεί συμφωνήθηκε η ανταλλαγή με εδάφη αποικιών για την εγκατάσταση βάσεων. Μοναδική εγγύηση - δέσμευση εκ μέρους της Μ. Βρετανίας φέρεται να ήταν ο υποχρεωτικός επανάπλους των πλοίων στις ΗΠΑ ή τον Καναδά σε περίπτωση ήττας, όρος που έγινε άμεσα αποδεκτός.
Προβληματικά πλοία
Κατ' αρχάς τα προς παραχώρηση αντιτορπιλικά ήταν παλαιών κλάσεων Κάλντγουελ (3), Γουίκις (27) και Κλήμσον (20) που αποκαλούνταν ιδιωματικά «τετραφούγαρα» (εκ του αριθμού των καπνοδόχων που έφεραν) ή και «δωδεκα-εκατότονα» (εκ του εκτοπίσματος 1200 τόνων). Αυτά είχαν ναυπηγηθεί στο τέλος του Α' Π.Π. και ως πλεόνασμα τέθηκαν σε ακινησία με συνέπεια η κατάστασή τους να είναι εξαιρετικά κακή,[2] Εξ αυτών τα 43 παρέλαβε το Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό και 7 το Καναδικό Βασιλικό Ναυτικό. Μέχρι το τέλος Μαΐου του επόμενου έτους 30 μόνο εξ αυτών είχαν καταφέρει να τεθούν σε ενέργεια, γεγονός που έκανε τον Ρούζβελτ να παραχωρήσει δέκα ακόμα περιπολικά σκάφη, ακτοφυλακίδες, για ανθυποβρυχιακή δράση κάλυψης νηοπομπών. Σημειώνεται ότι μέχρι το τέλος του πολέμου από τα αρχικά 50 αντιτορπιλικά, εννέα παραχωρήθηκαν αργότερα στο σοβιετικό ναυτικό, έξι βυθίστηκαν από γερμανικά υποβρύχια και τρία καταστράφηκαν από άλλες αιτίες.
Προβληματικές βάσεις
Τα μεγαλύτερα όμως προβλήματα αναδείχθηκαν στην επιλογή και τον καθορισμό των παραχωρούμενων εδαφών στις οκτώ βρετανικές αποικίες. Αρχικά την πρόθεση παραχώρησης αυτών γνωστοποίησε ο Τσώρτσιλ στις 20 Αυγούστου 1940, ορίζοντας την ίδια ημέρα ειδική μικτή επιτροπή επιτελών για τον προσδιορισμό θέσεων, η οποία εντός μιας εβδομάδας υπέβαλε γενική έκθεση, με προτεραιότητα τη Νέα Γη, το Τρινιντάντ και τις Βερμούδες. Αντίστοιχα στις ΗΠΑ ορίσθηκε ειδική επιτροπή εμπειρογνωμόνων υπό την προεδρία του υποναυάρχου Τζον Γκρήνσλεϊντ για την οριοθέτηση και χωροταξία των υπό δημιουργία βάσεων. Με βάση τη μελέτη των εκθέσεων αυτών, την υπογραφή της συμφωνίας και την έναρξη της εγκατάστασης αμερικανικών τμημάτων-φρουρών ξεκίνησαν αμέσως και οι αντιδράσεις των ιθαγενών κατοίκων, στην ερήμην αυτών παραχώρηση των εδαφών τους, όταν μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις έπρεπε να μετακινηθούν σε άλλες περιοχές. Στις εύλογες διαμαρτυρίες των Αμερικανών, η κυβέρνηση στο Λονδίνο τους παρέπεμψε στους κατά αποικία κυβερνήτες (εκπροσώπους του Στέμματος) για τις επιτόπιες διευθετήσεις που τελικά επιλύθηκαν μετά από μακρές συσκέψεις και την παρέλευση οκταμήνου.
Παραπομπές
↑Η αρχική πρόταση του Ρούζβελτ αφορούσε μίσθωση αεροδρομίων κάποιων αποικιών την οποία μετέφερε στον Τσώρτσιλ ο Βρετανός πρέσβης Μαρκήσιος του Λόνθιαν την οποία απέρριψε ένα μήνα αργότερα ο Τσώρτσιλ. Στις 1 Ιουνίου ο Ρούζβελτ ενέκρινε την αποστολή μεγάλου αριθμού πυρομαχικών στη Βρετανία πλην όμως απέρριψε αίτημα για διάθεση πολεμικών πλοίων.
↑Βρετανός ναύαρχος ομολογούσε ότι δεν είχε δει ποτέ σε τόση άσχημη κατάσταση πολεμικά πλοία.