Ο Σταύρος Κ. Τσάμης - (παπα-Σταύρος Τσάμης) (1870 - 1906) ήταν Μακεδονομάχος ιερέας που έδρασε την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα, κυρίως στην περιοχή της Φλώρινας. Ο Σταύρος Τσάμης υπήρξε έμπιστος συνεργάτης του επισκόπου Γερμανού Καραβαγγέλη, και του καπετάν Κώττα. Έμεινε γνωστός στην Ελληνική ιστορία ως ο οργανωτής και αρχηγός της «Επιτροπής Αγώνα του Πισοδερίου», ως ο επικεφαλής μεγάλου δικτύου πληροφόρησης του Ελληνικού Προξενείου Μοναστηρίου στη περιοχή Κορεστίων και Πρεσπών, και ως ο ιερέας που έθαψε και έκρυψε για χρόνια το κεφάλι του Παύλου Μελά.
Τα πρώτα χρόνια στο Πισοδέρι και στο Μοναστήρι
Γεννήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 1870 στο Πισοδέρι του καζά Φλώρινας[1],[2] Η καταγωγή της οικογενείας του ήταν από την Μοσχόπολη της Βορείου Ηπείρου. Γονείς του ήταν ο Κοσμάς Τσάμης και η Αναστασία (Σία) Γκέρκα, κόρη πλούσιου έμπορου του Μοναστηρίου (τώρα Μπίτολα στη ΠΓΔΜ). Ο πατέρας του, μουχτάρης του Πισοδερίου, το 1870, το 1877 και το 1893 δεν δήλωσε στις Οθωμανικές Αρχές επί τριετία την γέννηση του πρωτότοκου γιού του Σταύρου για να αποφύγει την πληρωμή του ειδικού φόρου (μπεντέλ-ι ασκερί) που πλήρωναν οι χριστιανοί προκειμένου να μη καταταγούν στον Οθωμανικό Στρατό. Έτσι στα επίσημα Οθωμανικά Αρχεία εμφανίσθηκε ως χρονολογία γέννησής του το 1873. Η οικογένειά του εκμεταλλευόταν μεγάλες εκτάσεις αμπελιών και ήταν από τις πιο πλούσιες της περιοχής.[3] Μικρότερος αδελφός του Σταύρου, κατά 10 χρόνια ήταν ο Λάζαρος Τσάμης.
Το 1885 ο Σταύρος γράφθηκε στο Γυμνάσιο Μοναστηρίου, παρακολούθησε τον 3ετη κύκλο μαθημάτων αλλά ποτέ δεν αποφοίτησε από αυτό. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του εκεί, οργανώθηκε στη νεολαία της Ελληνικής Κοινότητας του Μοναστηρίου πρώτα, και έπειτα στην Οργάνωση Νέων Εκδικητών Μοναστηρίου.[4][5] Σκοπός της Οργάνωσης των Εκδικητών ήταν η περιφρούρηση σημαντικών προσώπων της Ελληνικής Κοινότητας του Μοναστηρίου από δολοφονικές επιθέσεις που είχαν ήδη αρχίσει εκ μέρους του Βουλγαρικού Κομιτάτου και ανταπέδιδε η Οργάνωση στους Βουλγάρους. Το 1889 και υπό τον φόβο συλλήψεων από τις Οθωμανικές Αρχές, διέκοψε την δραστηριότητά του στην Οργάνωση και επέστρεψε στο χωριό του.
Η Επιστροφή του Σταύρου Τσάμη στο Πισοδέρι
Από το 1889 έως το 1896 ο Σταύρος ασχολήθηκε με τις οικογενειακές επιχειρήσεις χωρίς μεγάλο ενδιαφέρον. Το 1897 ο Σταύρος αποκατέστησε την επαφή του με την Ελληνική Οργάνωση Νέων Εκδικητών Μοναστηρίου που είχε επαναλάβει τη δράση της μετά και την άφιξη Εξαρχικού Μητροπολίτη στο Μοναστήρι. Το 1899 νυμφεύθηκε την Θωμαή, κόρη του Νικολάου Παπαδάμου και απέκτησε το 1905 την κόρη του Ελευθερία. Το 1900 αποφάσισε να γίνει κληρικός. Στις 17 Φεβρουαρίου 1900 έγραψε στο εξώφυλλο ενός παλιού Ευαγγελίου (έκδοση Βενετία 1788) τα εξής: Εχειροτονήθην ιερεύς το 1900 έτει την 25 Ιανουαρίου εν τω Πανσέπτω Ναώ του εν Κρουσόβω υπό του Πανεριωτάτου Μητροπολίτου Πρεσπών και Αχριδών κ.κ. Ανθίμου του εκ Μετρών.[6]
Αρχή συνεργασίας παπά-Σταύρου και Ελληνικού Προξενείου Μοναστηρίου
Η συμμετοχή του Σταύρου Τσάμη στην Οργάνωση Νέων Εκδικητών του Μοναστηρίου τον είχε οδηγήσει πολλές φορές στο Ελληνικό Προξενείο του Μοναστηρίου. Το 1901 αντικαταστάθηκε ο Έλληνας Πρόξενος Μοναστηρίου Ναπολέων Μπέτζος από τον Σταμάτιο Κιουζέ - Πεζά, που έδειχνε ενδιαφέρον για το εθνικό ζήτημα της Μακεδονίας. Ο νέος ΄Ελληνας Πρόξενος επέστησε τη προσοχή του βαλή Μοναστηρίου στη δραστηριότητα της "Βουλγάρικης Εσωτερικής Οργάνωσης" και ζήτησε την βοήθεια του παπά-Σταύρου Τσάμη , για να αναπτύξει επαφές με τους Αλβανούς μπέηδες της Βορειοδυτικής Μακεδονίας, εκμεταλλευόμενος τις εμπορικές σχέσεις της οικογένειας Τσάμη στη περιοχή [7][8] Πάνω στην αρχή αυτή έδωσε οδηγίες και εντολές για τις ενδεδειγμένες ενέργειες και στον παπά-Σταύρο. Αυτού του είδους η συνεργασία κατέστησε τον παπά-Σταύρο γρήγορα πολύτιμο, έμπιστο και ένθερμο συνεργάτη του Ελληνικού Προξενείου Μοναστηρίου. Όταν τον Μάρτιο του 1901 ανέλαβε καθήκοντα Μητροπολίτη Καστοριάς ο Γερμανός Καραβαγγέλης το Ελληνικό Προξενείο Μοναστηρίου ζήτησε από τον παπά – Σταύρο Τσάμη να συνεργασθεί και με τον Μητροπολίτη.
Ο παπά-Σταύρος στη Βουλγαρική Οργάνωση ΕΜΕ
Με προτροπή του Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη και με την σύμφωνη γνώμη του Έλληνα Προξένου Μοναστηρίου Σταματίου Κιουζέ - Πέζα, ο παπά-Σταύρος εντάχθηκε, μαζί με τον αδελφό του Λάζαρο και άλλα μέλη της Επιτροπής του Πισοδερίου στην Βουλγαρόφιλη Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ), με μοναδικό σκοπό τη συλλογή πληροφοριών για τις κινήσεις και τη δράση του Βουλγάρικου Κομιτάτου [9],[10],[11].Την άνοιξη του 1902 πληροφόρησε το Ελληνικό Προξενείο Μοναστηρίου ότι ο απεσταλμένος του Βουλγαρικού Κομιτάτου βοεβόδαςΒασίλ Τσακαλάρωφ , άριστος γνώστης της ελληνικής γλώσσας από το χωριό Κρυσταλλοπηγή Φλώρινας (Σμαρδέσι), θα επιχειρούσε να περάσει τα Ελληνοτουρκικά σύνορα και να μεταβεί στην Αθήνα για να προμηθευθεί όπλα και ειδικότερα τουφέκια Γκρά για τον εξοπλισμό των Βουλγαρικών αντάρτικων σωμάτων, εν όψει επικείμενης επαναστατικής κινήσεως που προετοιμάζονταν στη Μακεδονία και την Θράκη. Ο Τσακαλάρωφ παρά τις πληροφορίες που είχαν στην διάθεση τους οι Ελληνικές Αρχές, κατόρθωσε να περάσει την Ελληνοτουρκική μεθόριο, να φτάσει στην Αθήνα, να αγοράσει τα όπλα και να διαφύγει από την αποτυχούσα αστυνομική επιχείρηση , αφού όμως αναγνώρισε τα δύο άτομα που τον είχαν καταδώσει στην Ελληνική Χωροφυλακή.[12],[13],[14]. Ο ατυχής χειρισμός της υπόθεσης εκ μέρους των Ελληνικών Αρχών οδήγησε στην πλήρη διάλυση του Ελληνικού δικτύου που είχε διαβρώσει την ΕΜΕΟ αφού οι περισσότεροι εκτελέσθηκαν από τους Βούλγαρους ως προδότες οι δε διασωθέντες κατηγορήθηκαν ως συνεργάτες των Οθωμανών. Έτσι έληξε και η συμμετοχή του παπά-Σταύρου Τσάμη στην ΕΜΕΟ αφού αποκαλύφθηκε ότι ήταν πράκτορας του Ελληνικού Προξενείου Μοναστηρίου.
Η οικογένεια Τσάμη είχε με τον καπετάν Κώττα πολύχρονη φιλική σχέση και εμπορική συνεργασία Αργότερα οι δεσμοί αυτοί, με την βοήθεια του υπαρχηγού του Παρασκευαίδη που ήταν και νονός του παπά-Σταύρου, έγιναν και αγωνιστικοί. Ο καπετάν Κώττας πλαισιώθηκε από μια ομάδα που την αποτελούσαν ο Λάκης Πύρζας, ο Δημήτριος Νταλίπης, ο Βαγγέλης Στρεμπενιώτης, ο Λάκης Νταηλάκης, ο Ναούμ Σπανός, ο Λάζαρος Τσάμης και ο αδελφός του παπά-Σταύρος που συνέδραμε αποφασιστικά τον καπετάν Κώττα στην εξόντωση του Κασήμ αγά.[15] Με επιστολή του στις 26 Φεβρουαρίου 1902 ο παπά- Σταύρος αναφέρει στον ΄Ελληνα Πρόξενο Μοναστηρίου ότι ο Κώττας φέρεται δηλώσας ότι .....οι Χριστιανοί οφείλουν να αλληλοβοηθούν διότι ο σκοπός είναι ιερός και το όφελος κοινόν.[16]. Ο Μητροπολίτης Καραβαγγέλης μετά από μεγάλη προσπάθεια κατάφερε να συναντήσει τον καπετάν Κώττα και να καταλήξουν σε συμφωνία. Ο καπετάν Κώττας, και όχι ο Μητροπολίτης Καραβαγγέλης, ήταν αυτός που έκανε την πρώτη κίνηση προσέγγισης ίσως επειδή ο καπετάν Κώττας ήθελε την βοήθεια του Μητροπολίτη Καραβαγγέλη για να στείλει τους γιούς του στην Αθήνα φοβούμενος την απαγωγή τους από το Βουλγαρικό κομιτάτο, όρο που αποδέχθηκε ο Μητροπολίτης Καραβαγγέλης.[17] Ο Μητροπολίτης Καραβαγγέλης τηρώντας την συμφωνία του με τον καπετάν Κώττα έστειλε τον οπλαρχηγό Ναούμ Σπανό να συναντήσει τον παπά-Σταύρο Τσάμη και να πάνε μαζί να συναντήσουν τον καπετάν Κώττα για να συζητήσουν τις λεπτομέρειες της μεταφοράς των παιδιών του στην Αθήνα. Η συνάντηση έγινε στο δάσος του Ανταρτικού (Ζέλοβο), ο παπά-Σταύρος Τσάμης συνέστησε τον Ναούμ Σπανό
στον καπετάν Κώττα και ο τελευταίος δέχθηκε όπως ο Ναούμ Σπανός συνοδεύσει τους δύο γιούς του στην Αθήνα.[18]
Ο παπά-Σταύρος στην Αθήνα
Μετά τη γνωριμία του με τον 'Ιωνα Δραγούμη, όταν ο τελευταίος διορίστηκε υποπρόξενος του Ελληνικού προξενείου στο Μοναστήρι, και ίδρυσε την Μακεδονική Άμυνα, ο παπά Σταύρος γνώρισε τον δραστήριο πολιτικό και εντάχτηκε στην οργάνωσή του. Τον Νοέμβριο του 1902, πήγε μαζί τον αδελφό του Λάζαρο στην Αθήνα, όπου στο σπίτι της Οικογενείας Δραγούμη, συνάντησε τον μετέπειτα πρωθυπουργό Στέφανο Δραγούμη, τον ΑνθυπολοχαγόΠαύλο Μελά, κ. ά. όπου τους έγινε ενημέρωση για την θέση της Ελλάδας για την Μακεδονία καθώς και των προθέσεων της Βουλγαρίας. Οι αδελφοί Τσάμη ζήτησαν την αποστολή όπλων και εφοδίων για να εξοπλισθούν οι επιτροπές ΄Αμυνας κάθε χωριού.
Τον Φεβρουάριο του 1903 ο παπά-Σταύρος επισκέφθηκε μόνος του την Αθήνα για να ...σκουντήσει τους δικούς μας να ενεργήσουν. όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ΄Ιωνας Δραγούμης στην από 6 Φεβρουαρίου 1903 επιστολή του προς τον Παύλο Μελά [19]. Ο ΄Ιωνας Δραγούμης έδωσε του παπά-Σταύρου συστατική επιστολή ταυτόχρονα όμως ζήτησε από τον Παύλο Μελά να ενθαρρύνει τον παπά-Σταύρο, αποκαλύπτοντάς του την ύπαρξη της Εθνικής Εταιρείας. Ο παπά-Σταύρος εφοδιασμένος με τη συστατική επιστολή του 'Ιωνα Δραγούμη κατέβηκε στην Αθήνα αποφασισμένος να ζητήσει από τους ιθύνοντες της "Άμυνας" να εφοδιάσουν τις Επιτροπές Προστασίας των χωριών των Κορεστίων με όπλα και με χρήματα. πλην όμως δεν πήρε καμία θετική απάντηση στα συγκεκριμένα αιτήματά του για αποστολή βοήθειας -κυρίως όπλων και εφοδίων- στη Μακεδονία.
Σύγκρουση Τσακαλάρωφ και παπά-Σταύρου
Η απόπειρα καταλήψεως του Πισοδερίου, στις 16 Μαρτίου 1903, από τους Τσακαλάρωφ και Μήτρο Βλάχο συνάντησε την άρνηση της "Επιτροπής ΄Αμυνας Πισοδερίου" και του συνόλου των κατοίκων που είχαν συγκεντρωθεί στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής και με εισήγηση του παπά-Σταύρου που έγινε ομόφωνα αποδεκτή αρνήθηκαν την είσοδο του Τσακαλάρωφ στο Πισοδέρι λέγοντάς του ελθέτω λαβέτω [20]. Ο Τσακαλάρωφ χολωμένος αποχώρησε από την περιοχή υποσχόμενος εκδίκηση. Ο παπά-Σταύρος είχε ήδη δεχθεί απειλές για την ζωή του από τον Σεπτέμβριο του 1902 όταν τον είχε προειδοποιήσει ο τότε Πρόξενος Μοναστηρίου Σταμάτης Κιούζε – Πεζάς ότι ....παρά προσώπου αξιόπιστου …πληροφορούμαι ότι κατά τα τέλη Αυγούστου …… αποφάσισαν την δολοφονίαν εμού και του εφημερίου Πισοδερίου παπά-Σταύρου. Και εγώ μεν έλαβον και λαμβάνω τα προσήκοντα προφυλακτικά μέτρα , εθεώρησα όμως σκοπίμον ν΄ ανακοινώσω τα ανωτέρω και εις τον Βαλήν...[21],[22] Η κατάσταση στη περιοχή των Κορεστίων ήταν απελπιστική και σιγά – σιγά έκλεινε προς την Βουλγαρική πλευρά , κυρίως λόγω της απραξίας της Ελληνικής Κυβέρνησης. Ο παπά-Σταύρος έγραψε στις 1 Απριλίου 1903 από το Μοναστήρι στον Παύλο Μελά μεταξύ άλλων τα εξής ....λάβετε τα μέτρα σας και να κάμετε εκείνο το οποίο πρέπει διότι θα πάθωμεν και ημείς ωσάν τους προφονευθέντας ιερείς και διδασκάλους και προκρίτους και διότι το Πισοδέριον και Ζέλοβον είναι προπύργια …και εάν πατήσουν ακόμη εις αυτά τα χωριά χάνεται η επαρχία Πρεσπών , Πελαγονίας και Καστορίας.. Εξειδικεύοντας τα παράπονά του ο παπά-Σταύρος υπογράμμιζε ότι .... πέρασαν τόσαι εβδομάδαι και δεν εκάματε τίποτε.... προφανώς αναφερόμενος στις υποσχέσεις που έλαβε κατά την κάθοδό του στην Αθήνα τον Μάρτιο του 1903, και συνεχίζει ....εαν μεν θα βοηθήτε ολίγον ημάς τότε θα θυσιάσωμεν το παν …εάν δε δεν θέλετε να βοηθήτε τίποτες τώρα εις ταύτην την κρίσιμον ώραν ,τότε να μη παίρνωμεν στον λαιμόν τον εαυτόν μας και τας οικογενείας μας ...και ας όψωνται εν ημέρα κρίσεως οι πατέρες και αρχηγοί του έθνους μας , και κρίμα το άφθονον χρήμα όπου εξόδευσαν έως σήμερον δια την Μακεδονίαν'.[23]
Ο παπά-Σταύρος προειδοποιεί για επικείμενη εξέγερση στη Μακεδονία
Στις 1 Απριλίου 1903 ο παπά-Σταύρος με επιστολή του προειδοποίησε τον Παύλο Μελά για την επικείμενη εξέγερση που οργάνωνε η ΕΜΕΟ στη Μακεδονία και για την τύχη των Ελλήνων της Μακεδονίας όταν θα ξεσπούσε η επανάσταση.[24] Τρείς μήνες μετά, στις 20 Ιουλίου1903, ξέσπασε η Εξέγερση του Ίλιντεν. Με την έκρηξη της εξέγερσης του ΄Ιλντεν το Ελληνικό Προξενείο Μοναστηρίου έχασε την επαφή του με τον παπά-Σταύρο και αυτός με το δίκτυο πληροφόρησης που είχε στήσει στην περιοχή Πρεσπών – Κορεστείων. Το Προξενείο κατόρθωσε να αποκτήσει επαφή με τον παπά-Σταύρο μόλις στις 27 Ιουλίου 1903 όταν ενημερώθηκε από τον παπά- Σταύρο ότι το Πισοδέρι δεν καταλήφθηκε από τους Βούλγαρους[25] παρά το γεγονός ότι είχε δεχθεί επίθεση από τις ένοπλες ομάδες των Παπαχρηστώφ και Παντούρωφ.[26] Η μη συμμετοχή του Πισοδερίου στην εξέγερση του ΄Ιλιντεν, οφείλονταν σε μεγάλο βαθμό [εκκρεμεί παραπομπή], στην θέση που πήρε επί του θέματος ο παπά-Σταύρος, που ήταν σύμφωνη με τις οδηγίες της Ελληνικής Κυβέρνησης που …παραγγέλλει ίνα πάση θυσία αποτραπούν τα ημέτερα χωρία από του να μετάσχουν του Βουλγαρικού Κινήματος … θα έχη ολεθριώτατας και ανεπανόρθωτους δι’ ημέτερα δίκαια συνεπείας… [27] Αυτή η θέση του παπά-Σταύρου προκάλεσε το μίσος της ηγεσίας της εξέγερσης του Ίλιντεν. Για να αποτραπεί η εξόντωση του Ελληνικού στοιχείου ο παπά-Σταύρος εκμεταλλεύθηκε την διακήρυξη του Σουλτάνου που με την …φιλευσπλαχνία του …συγχωρούσε τους φυγάδες και τους καλούσε να επιστρέψουν στις εστίες τους και οι ένοπλοι να παραδώσουν τον οπλισμό τους και ζήτησε από τον Διοικητή του Οθωμανικού στρατού που στρατοπέδευε στο Πισοδέρι, τον Λιβά Ισμαήλ πασά, να περιοδεύσουν μαζί τα χωριά της περιοχής. Το Ελληνικό Προξενείο Μοναστηρίου ενέκρινε την συμμετοχή Ελλήνων Προεστών σε μικτές επιτροπές από Οθωμανούς Αξιωματούχους που θα είχαν ως έργο την επίσκεψη των χωριών της περιοχής Κορεστίων - Πρεσπών και την εξασφάλιση της ασφαλούς επιστροφής των φυγάδων στα χωριά τους και την αποτροπή βιαιοτήτων εκ μέρους των Οθωμανών βασιβουζούκων [28] Έτσι δόθηκε στον παπά-Σταύρο η ευκαιρία να πληροφορήσει την Ελληνική Κυβέρνηση μέσω του Ελληνικού Προξενείου Μοναστηρίου, για την πραγματική, τραγική κατάσταση, που επικρατούσε στα χωριά της περιοχής Κορεστίων - Πρεσπών. Το Οθωμανικό απόσπασμα εισήρχετο σε άδεια χωριά … όπου τα πάντα είχαν μεταβληθεί σε παρανάλωμα του πυρός και είχον μεταβληθή εις σωρόν τεφρών και λίθων....[29]
Υπόθεση Λάζο Ποπτράϊκωφ
Στις 28 Αυγούστου 1903 ο καπετάν Κώττας συνέλαβε τον Αρχηγό του Βουλγαρικού Κομιτάτου της περιοχής Καστοριάς Λάζο Ποπτράϊκωφ και τον καταδίκασε σε θάνατο ως υπαίτιο του θανάτου του παπά του χωριού Χάλαρα Καστοριάς. Τον εκτέλεσε και αφού απέκοψε το κεφάλι του το απέστειλε στον Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη[30],[31].Το Ελληνικό Προξενείο Μοναστηρίου λόγω του υψηλού βαθμού που είχε ο Ποπτράικωφ στην ιεραρχία της Οργάνωσις Καστοριάς του Βουλγαρικού Κομιτάτου αλλά και του θέματος που είχε ανακύψει από την ύπαρξη φωτογραφίας της κομμένης κεφαλής του Ποπτράικωφ επάνω στο γραφείο του Μητροπολίτη Καστοριάς Καραβαγγέλη , θεώρησε σκόπιμο ν΄ αποστείλει τον Οκτώβριο του 1903 τον παπά-Σταύρο στην έδρα του Κώττα για να καταγράψει την εκδοχή του συμβάντος κατά τα λεγόμενα του καπετάν-Κώττα. Ο παπά-Σταύρος απέστειλε δύο επιστολές στον Παύλο Μελά , μέσω του Ίωνα Δραγούμη στις οποίες περιγράφει το συμβάν όπως του το διηγήθηκε ο καπετάν Κώττας.
Ο παπά- Σταύρος στη Κεντρική Ευρώπη
Τον Μάρτιο του 1904 ο Μητροπολίτης Καραβαγγέλης συνέλαβε την ιδέα ανάληψης εκστρατείας, στην Κεντρική Ευρώπη, για την οικονομική ενίσχυση του αγώνα του Μακεδονικού Κομιτάτου και θεώρησε ότι ο βλαχόφων και δραστήριος παπά-Σταύρος, θα γινόταν ευκολότερα αποδεκτός από τις ορθόδοξες βλαχόφωνες κοινότητες της Αυστρουγγαρίας. Ζήτησε από τον παπά-Σταύρο ν΄ αναλάβει αυτή την αποστολή, αυτός την αποδέχθηκε και αναχώρησε την 21 Μαρτίου 1904 για Βιέννη, Βουδαπέστη μέσω Τεργέστης. Απουσίασε από το Πισοδέρι δύο μήνες κατά την διάρκεια των οποίων η οικογένειά του στερείτο ειδήσεών του εντελώς. Αμέσως μετά την επιστροφή του παπά-Σταύρου από την Κεντρική Ευρώπη, τον Ιούλιο του 1904, εκδηλώθηκε απόπειρα δολοφονίας του από Ρουμάνο πράκτορα και έτσι συνειδητοποίησε ότι στους εχθρούς του είχε προστεθεί και το Ρουμανικό Κομιτάτο.
Ο παπά-Σταύρος βοήθησε τον καπετάν Ευθύμιο Καούδη και το σώμα του να ξεγλιστρήσει από παγίδα που του έστησαν οι Βούλγαροι όταν τον Σεπτέμβριο του 1904, το σώμα του καπετάν Ευθύμιου Καούδη, ενεπλάκη σε μάχη με τα Βουλγάρικα αντάρτικα σώματα του Μήτρο-Βλάχου και Αθανάς Καρσάκωφ στο Ανταρτικό (Ζέλοβο). Στη μάχη πήραν μέρος και Πισοδερίτες, με επικεφαλής τον παπά-Σταύρο και τον αδελφό του Λάζαρο Τσάμη , με αποτέλεσμα τον θάνατο 9 ανταρτών της ΕΜΕΟ και την αποχώρηση των υπολοίπων. Αργότερα για την συμμετοχή του παπά-Σταύρου στη Μάχη του Ζελόβου, ο Κρητικός οπλαρχηγός Παύλος Γύπαρης του αφιέρωσε τη μαντινάδα:[32]
Μετά αναχωρήσαμε δια το Πισοδέρι, τους Βλάχους πάλι εβρήκαμε και κάμαμε λημέρι, Εμπιστοσύνη είχαμε πολύ σε Ελληνοβλάχους είχαν και τα καλύβια των στους λόφους και στους βράχους, έδειξαν πάντ΄ ανθρωπιά οι Βλάχοι στον αγώνα, οι φίλοι διακρίνονται στα σκλαβωμένα χρόνια. Είχανε εθνική ψυχή σαν τον Πισοδερίτη, τον παπα-Σταύρο,πούπεσεν με σφαίρες του κομίτη. Ελληνόβλαχος κι΄ο Παπάς, μα Έλληνας στ΄ αλήθεια. γι΄ αυτό δύο σφαίρες έφαε εις τα΄ ανδρικά του στήθεια. Κι ο αδελφός του ήτανε, ο Λάζος, παλληκάρι, Κι΄ οι δυό αποτελούσανε το πιο ανδρικό ζευγάρι, Τους είδα εγώ να πολεμούν στο Ζέλοβο μια μέρα και συνεχάρην τσ΄ αδελφούς, τον έσφιξα την χέρα. Τώρα, τραγούδι εις αυτούς μόνο μπορώ να γράψω, Και έμαθα να τραγουδώ όλους τους ανδρειωμένους, προ πάντων κείνους που έχουνε με σφαίρες σκοτωμένους.
Στις 14 Οκτωβρίου1904 ο υπαρχηγός του Παύλου Μελά Λάκης Πύρζας έφθασε στο Ανταρτικό και ανακοίνωσε στον παπά-Σταύρο και στα μέλη των Επιτροπών ΄Αμυνας των δύο χωριών ότι ο Παύλος Μελάς σκοτώθηκε σε συμπλοκή με τον Οθωμανικό στρατό στο χωριό Μελάς Καστοριάς (Στάτιστα). Ο Πύρζας ζήτησε να αναλάβουν την φροντίδα του νεκρού πλέον Παύλου Μελά , που είχαν κρύψει πρόχειρα κοντά στον τόπο της συμπλοκής, ώστε να μην τον βρουν οι Οθωμανοί. Ανέθεσαν στον Κωνσταντίνο (Ντίνα) Στεργίου το μακάβριο έργο της μεταφοράς της σωρού του Παύλου Μελά στο Ανταρτικό (Ζέλοβο) ενώ ο παπά-Σταύρος ειδοποίησε αμέσως τον Προξενικό υπάλληλο Βασίλειο Αγοραστό. Ο Ντίνας Στεργίου αναγκάσθηκε να κόψει το κεφάλι και να το μεταφέρει κρυμμένο σε ένα δισάκι στο Ανταρτικό την επόμενη ημέρα, όπου το παρέδωσε στον Βασίλειο Αγοραστό που είχε έλθει από το Πισοδέρι μαζί με τον Λάζαρο Τσάμη. Η κεφαλή μεταφέρθηκε με μεγάλη μυστικότητα στον εκκλησία της Αγίας Παρασκευής Πισοδερίου όπου ο παπά-Σταύρος έψαλλε τη νεκρώσιμη ακολουθία και κατόπιν έθαψε [πρώτη ταφή] το κεφάλι κάτω από την Αγία Τράπεζα του παρεκκλησίου του Αγίου Χαραλάμπους παρουσία του αδελφού του Λάζαρου Τσάμη και μελών της Επιτροπής ΄Αμυνας του Πισοδερίου και του προξενικού υπαλλήλου Βασιλείου Αγοραστού.. Λίγες ημέρες αργότερα ο θάνατος του Παύλου Μελά έγινε τίτλος στις πρώτες σελίδες όλων των Αθηναϊκών εφημερίδων. Οι Οθωμανικές Αρχές άρχισαν συστηματικές έρευνες και ανακρίσεις στην περιοχή και ο παπά-Σταύρος φοβούμενος μήπως προδοθεί ή ανακαλυφθεί το σημείο της ταφής της κεφαλής του Παύλου Μελά προχώρησε, λίγες ημέρες αργότερα, στην εκταφή και την εκ νέου ταφή της κεφαλής, αυτή την φορά κάτω από την Αγία Τράπεζα της εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής. Στην [δεύτερη αυτή ταφή] δεν παρευρίσκετο κανείς άλλος. ΄Όταν μετά από μήνες κόπασε ο θόρυβος για τον Παύλο Μελά το εκμυστηρεύθηκε στον αδελφό του Λάζαρο ο οποίος, μετά τον θάνατο του παπά-Σταυρού (το 1906) το γνωστοποίησε στους Ν. Λιάκο και Μ. Χασόπουλο, για να γνωρίζουν κάποιοι που ήταν η κεφαλή του Π,Μελά. Η κεφαλή παρέμεινε κρυμμένη στο Πισοδέρι μέχρι τον Απρίλιο του 1907 όταν ο απεσταλμένος του Μητροπολίτη Καραβαγγέλη, Π.Ζησιάδης, ζήτησε από τον Λάζαρο Τσάμη την κεφαλή για να παραδοθεί στην Ναταλία Μελά που είχε έλθει κρυφά στη Καστοριά, πράγμα που έγινε.[33]
Η δολοφονία του παπά-Σταύρου Τσάμη
Ο παπα-Σταύρος παρασύρθηκε σε δολοφονική ενέδρα στις 27 Αυγούστου 1906 όταν πήρε, από τους καρβουναραίους της Βίγλας, επιστολή γραμμένη σε καλή ελληνική γλώσσα και σύμφωνα με τον κρυπτογραφικό κώδικα που χρησιμοποιούσε το Μακεδονικό Κομιτάτο στις επικοινωνίες του.[34] Με την επιστολή αυτή ο Έλληνας καπετάν Μπέλλος ζητούσε, κατά διαταγή του καπετάν Τσόντου - Βάρδα, συνάντηση με τον παπά - Σταύρο Τσάμη προκειμένου να πάρει πληροφορίες για μια ενέργεια που ετοίμαζε ο καπετάν Μπέλλος στην περιοχή του χωριού Ακρίτα (Μπούφι). Ο παπά- Σταύρος με την συνοδεία άλλων δύο μελών της Επιτροπής Πισοδερίου και τον φιλέλληνα λοχία του Οθωμανικού Φυλακίου Βίγλας Χουσεϊν Ιμπραήμ πήγε στο σημείο συναντήσεως όπου τους συνάντησε ένας άνδρας με στολή Έλληνα αντάρτη και με καλά ελληνικά [ήταν ο Κούζ Ποπντίνωφ] , χαιρέτησε τον παπα-Σταύρο και τους συνοδούς του, και τους δήλωσε ότι ο αρχηγός τους περιμένει στο λημέρι. Η παρέα συνέχισε την πορεία της αργά – αργά επειδή το μονοπάτι ήταν ολισθηρό. Κάποια στιγμή βγήκαν από τις άκρες του μονοπατιού άλλοι αντάρτες και την ίδια στιγμή ο παπά-Σταύρος αντελήφθη ότι ο αντάρτης που ερχόταν από πίσω του είχε πάρει θέση βολής και τον σκόπευε. Οι δύο άνδρες αντιπυροβολήθηκαν αλλά ο παπά-Σταύρος δεν πέτυχε τον στόχο του ενώ ο Ποπντίνοφ τον πέτυχε στο δεξιό του στήθος. Η μάχη γενικεύθηκε και μόνο ο τελευταίος της παρέας εκμεταλλευθείς την απόσταση που τον χώριζε από τους υπόλοιπους της ομάδας απομακρύνθηκε τρέχοντας προς το Πισοδέρι ενώ οι άλλοι δύο σκοτώθηκαν επιτόπου. Ο τραυματισμένος παπά-Σταύρος κατόρθωσε και χώθηκε στο πυκνό δάσος στη θέση Ζιούρκου και κρύφθηκε στην πυκνή βλάστηση. Οι Βούλγαροι αντάρτες ερεύνησαν το δάσος για να βρουν τον παπά-Σταύρο αλλά επειδή οι πυροβολισμοί είχαν ακουσθεί στο στρατιωτικό φυλάκιο της Βίγλας και συνεπώς θα υπήρχε άμεση στρατιωτική επέμβαση, σταμάτησαν τις έρευνες και εγκατέλειψαν την περιοχή αφού προηγουμένως τοποθέτησαν στις τσέπες του Τουρκαλβανού λοχία έγγραφα που ενοχοποιούσαν τον Λάζαρο, αδελφό του παπά-Σταύρου καθώς και άλλα μέλη της Επιτροπής ΄Αμυνας Πισοδερίου [35] και ζήτησαν από τους καρβουναραίους της Βίγλας να συνεχίσουν τις έρευνες . Μία ομάδα εξ αυτών βρήκε τον κρυπτόμενο παπά-Σταύρο και με δύο τσεκουριές του χώρισαν το κεφάλι σε δύο κομμάτια. Οι καρβουναραίοι την άλλη ημέρα το πρωί φόρτωσαν τα πράγματά τους στα μουλάρια τους και έφυγαν προς την Φλώρινα. Ο Χατζηκώτσης έφθασε στο χωριό και σήμανε συναγερμός. οι Οθωμανοί του Στρατιωτικού Φυλακίου της Βίγλας μαζί με τους Πισοδερίτες, που έφερε μαζί του ο Λάζαρος Τσάμης άρχισαν τις έρευνες μέσα στο σκοτάδι που είχε πέσει και βρήκαν τα τρία άψυχα σώματα. Ο Λάζαρος Τσάμης λόγω του φρικτού θεάματος του πτώματος του αδελφού του υπέστη πρόσκαιρη τύφλωση. Την επόμενη ημέρα της δολοφονίας του παπά-Σταύρου , ο Ανδρέας Γώγος επιστρέφοντας από την Φλώρινα στο Πισοδέρι συναντήθηκε με την ομάδα των καρβουναραίων που κατέβαινε από την Βίγλα Πισοδερίου. Αναγνώρισε τις δερμάτινες μπότες του παπά-Σταύρου που φορούσε ένας φτωχός καρβουνιάρης και σε σχετική ερώτηση που τις βρήκε του απάντησε ότι τις αγόρασε. ΄Όταν έφθασε στο Πισοδέρι και πληροφορήθηκε τα της δολοφονίας του παπα-Σταύρου γνωστοποίησε στον καπετάν Τσόντο την στιχομυθία του με τους καρβουναραίους. Ο καπετάν Τσόντος τους κυνήγησε και στις 15 Σεπτεμβρίου 1906 βρήκε, από τους καρβουνιαραίους που αναμείχθηκαν στην δολοφονία του παπα-Σταύρου, τους Πέτρε Σίμων, Στέργιο Γεώργη, Τόντορ Στόγιαν, Τάσκο Στόγιαν, Ίλε Τραίτσεφ και Κώστα Σίμωνα και τους εκτέλεσε [36] επάνω δε στον ομαδικό τους τάφο έβαλε την επιγραφή …όποιος ζητάει παστουρμά, εδώ θε να τον έβρει…[37]
Οι Οθωμανικές αρχές φοβούμενες απόπειρα απαγωγής του νεκρού παπά-Σταύρου διέθεσαν στρατιωτική δύναμη που φρουρούσε τον τάφο του επί σαράντα ημέρες [38]. Το Ελληνικό Προξενείο Μοναστηρίου απέστειλε στο Πισοδέρι μαρμάρινο σταυρό και μαρμάρινη επιτύμβια πλάκα όπου έχουν χαραχθεί οι εξής στίχοι:
ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΜΑΙ ΛΕΥΪΤΗΣ ΥΨΙΣΤΟΝ ΘΥΜΑ ΓΕΝΟΜΕΝΟΣ ΕΘΝΟΥΣ ΕΧΘΙΣΤΟΝ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΑ ΕΚΒΡΑΣΜΑΤΑ ΑΧΡΕΙΟΙ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ ΑΝΑΝΔΡΩΣ ΜΕ ΣΚΟΤΩΣΑΝΕ ΤΗΝ ΜΑΝΝΑ ΜΟΥ ΑΦΗΣΑΝ ΜΟΝΗ. ΣΩΠΑΣΕ ΜΑΝΝΑ ΚΑΙ ΜΗ ΒΑΡΥΟΚΛΑΙΣ, ΘΑΡΘΗ Η ΩΡΑ ΟΠΟΥ ΘΑ ΛΕΣ ΤΟΥΣ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥΣ , ΣΗΚΩ , ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ, ΝΑ ΙΔΗΣ ΩΣ ΑΛΛΟΣ ΚΑΪΝ ΦΕΥΓΟΝΤΑΣ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟΝ ΤΗΣ ΓΗΣ Β.Β. ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΡΑ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΝ Κ. ΤΣΑΜΗΝ ΓΕΝΝΗΘΕΝΤΑ ΜΕΝ ΤΩ 1873, ΦΟΝΕΥΘΕΝΤΑ ΔΕ ΤΗ 27η Αυγούστου 1906 <<ΓΑΙΑΝ ΕΧΕΙ ΕΛΑΦΡΑΝ>>.
↑N.Γ. ΚΟΕΜΤΖΟΠΟΥΛΟΣ, Καπετάν Κώττας, ο πρώτος Μακεδονομάχος . σελ 71 ,Αθήναι 1968
↑Κ.Βακαλόπουλος, Εθνοτική Διαπάλη στη Μακεδονία [1894-1904], εκδ ΗΡΟΔΟΤΟΣ , σελ 26 , ISBN 960-7290-60-7
↑<Ο Πεζάς ήταν ο πρώτος Έλληνας Πρόξενος Μοναστηρίου που εγκατέλειψε το ξεπερασμένο δόγμα της Ελληνοτουρκικής συνεργασίας και θεώρησε ότι μόνο η ένοπλη αντιστασιακή οργάνωση του Μακεδονικού Ελληνισμού θα μπορούσε να μεταβάλει ευνοϊκά τη κατάσταση. [εκκρεμεί παραπομπή]
↑Παύλος Γύπαρης, Οι Πρωτοπόροι του Μακεδονικού Αγώνα, Αθήνα 1962, σ. 167
↑η απο 9 Νοεμβρίου 1959 επιστολή Π.Ζησιάδη προς Γ.Μόδη δημοσιευμένη στο "Σύντομο οδοιπορικό των αρχηγών των ενόπλων σωμάτων της Μακεδονίας του Παύλου Μελά και του Τσόντου Βάρδα κατά τον Μακεδονικό Αγώνα 1902-1908 σελ 13 επ. , εκτ Π.Λιάμπας Φλώρινα 2008
↑B.Τσάμη-Π.Τσάμη. Οι Μακεδονομάχοι αδελφοί Παπά-Σταύρος και Λάζαρος Κοσμά Τσάμης. σελ. 42 επ. Θεσσαλονίκη 1956
↑(Αγγλικά) Douglas Dakin, The Greek Strugle in Macedonia (1897 – 1913), εκδ. Institute for Balkan Studies, Θεσσαλονίκη 1966, σ. 254 note 22
↑Ι.Μιχαηλίδης Στρατιωτικά πρότυπα και κλέφτικη παράδοση: Οργανωτικά προβλήματα και καθημερινή ζωή στα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα, Μακεδονία ιστορία και πολιτισμός, σελ 278, 279 Φλώρινα 1997 Παιδαγωγική Σχολή [Α.Π.Θ.]
↑Αντιγόνη Λ. Τσάμη, Οδοιπορικό του παπά-Σταύρου Τσάμη, Εκατό χρόνια από την δολοφονία του 1906-2006 , Φλώρινα 2005, σελ 24
Αλμπερτ Σόνινσεν ,Αναμνήσεις ενός Μακεδόνα αντάρτη ,Εκδόσεις Πετσίβα , Αθήνα 2004 ,ISBN 960-876-2-2 , σσ. 212,
Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα , Φθινόπωρο του 1904 στη Μακεδονία,Θεσσαλονίκη 1992, ISBN 960-85303-0-X, σσ. 21, 53, 54, 58 - 61 , 69,
Εκκλησιαστική Αλήθεια , 30 , 1906 , σσ. 437, 479
Ι.Μιχαηλίδης Στρατιωτικά πρότυπα και κλέφτικη παράδοση: Οργανωτικά προβλήματα και καθημερινή ζωή στα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα , Μακεδονία ιστορία και πολιτισμός ,Φλώρινα 1997 Παιδαγωγική Σχολή [Α.Π.Θ.], σσ. 278, 279
Henry Noel Brailsford, Μακεδονία, Οι φυλές της και το μέλλον τους, εκδόσεις Οδυσσέας, σ. 193.
Ξενόγλωσσες
Douglas Dakin, {αγγλικά}The Greek Strugle in Macedonia [1897 – 1913], Institute for Balkan Studies, Θεσσαλονίκη 1966, σσ. 120, 137, 174, 183, 224, 254.
Maria Nikolaeva Todorova,{αγγλικά} Balkan identities: nation and memory, New York University Press, ISBN 0814782795, pp. 217–218 et seq