Οι καταβολές της εκκλησίας χρονολογούνται στον 6ο αιώνα. Στη συνέχεια, κατόπιν της ισλαμικής κατάκτησης της Σικελίας, μετατράπηκε σε τζαμί. Έπειτα από την εγκαθίδρυση της νορμανδικής κυριαρχίας επί της Νότιας Ιταλίας, μετατράπηκε εκ νέου σε χριστιανική εκκλησία από τον Ρογήρο Β΄ της Σικελίας, ο οποίος, προς το 1136, την παραχώρησε στους Βενεδικτίνους μοναχούς του Αγίου Γουλιέλμου του Βερτσέλλι.[2]
Η εκκλησία υπέστη σημαντικές τροποποιήσεις κατά τη διάρκεια των επόμενων αιώνων. Μία αναστήλωση, η οποία έλαβε χώρα προς το 1880, επιχείρησε να επαναφέρει την αρχική μεσαιωνική μορφή της.
Αρχιτεκτονική
Η εκκλησία χαρακτηρίζεται από τους λαμπερούς κόκκινους θόλους της, οι οποίοι, εμφανώς, καταδεικνύουν τη διατήρηση των αραβικών επιρροών στη Σικελία κατά την περίοδο της ανακατασκευής της, κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα, υπό τη μορφή του αραβονορμανδικού πολιτισμού. Εντός του, χρονολογούμενου από το 1882, έργου της, Diary of an Idle Woman in Sicily, η Φράνσις Έλιοτ την περιγράφει ως «... πλήρως ανατολίτικη... θα μπορούσε, κάλλιστα, να βρίσκεται στη Βαγδάτη ή τη Δαμασκό».[3] Ωστόσο, το κόκκινο χρώμα των θόλων δεν υφίστατο εξαρχής, καθώς, οι τελευταίοι, αναστηλώθηκαν λαμβάνοντας τη σημερινή μορφή τους στα τέλη του 19ου αιώνα από αρχιτέκτονα, οποίος, έχοντας βρει κομμάτια κόκκινου κονιάματος επί των θόλων, προχώρησε στον χρωματισμό του συνόλου εξ'αυτών σε κόκκινο χρώμα.
Η εκκλησία γειτνιάζει σε μία πλευρά της με τετράγωνη κατασκευή, η οποία, πιθανώς, ήταν πρώην τζαμί. Η εκκλησία ακολουθεί σχέδιο Λατινικού Σταυρού, έχοντας ένα κεντρικό κλίτος και δύο πλευρικά κλίτη, καθώς και τρεις αψίδες. Κάθε ένα εκ των τετράγωνων ανοιγμάτων της οροφής επισκιάζεται από έναν θόλο. Το πρεσβυτέριο, το οποίο καταλήγει σε μία κόγχη, επίσης διαθέτει θόλο.
Το περιστύλιο, το οποίο κοσμείται από έναν πολυτελή κήπο, αποτελεί το καλύτερα διατηρημένο τμήμα του παλαιού μοναστηριού. Διαθέτει σημαντικούς μικρού μεγέθους διπλούς κίονες με κιονόκρανα διακοσμημένα με φυτικά μοτίβα, τα οποία υποστηρίζουν αψιδωτά τόξα. Περιλαμβάνει, επίσης, μία αραβική στέρνα.