Ο Ρούντολφ Γκαντς γεννήθηκε στη Ζυρίχη, το 1877. Σπούδασε βιολοντσέλο με τον Φ. Χέγκαρ (Friedrich Hegar) και πιάνο με τον Ρ. Φρόιντ (Robert Freund) στη Μουσική Σχολή της Ζυρίχης.[9] Έκανε, επίσης, μαθήματα σύνθεσης με τον Σ. Μπλανσέ (Charles Blanchet) στο Ωδείο της Λωζάνης. Από το 1897 έως το 1898, σπούδασε πιάνο με τον Φ. Μπλούμερ (Fritz Blumer) στο Στρασβούργο και, από το 1899 έως το 1900, με τον Φ. Μπουζόνι (Ferruccio Busoni) στο Βερολίνο και τη Βαϊμάρη, και σύνθεση με τον Χ. Ούρμπαν (Heinrich Urban) στο Βερολίνο. Στις 7 Δεκεμβρίου 1899, έκανε το ντεμπούτο του στο πιάνο με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Βερολίνου.[10] Στις 14 Απριλίου 1900, έδωσε με αυτή την ορχήστρα την παγκόσμια πρώτη της δικής του Συμφωνίας Νο. 1. Τον επόμενο μήνα, ο Φ. Ζίγκφελτ (Florenz Ziegfeld) επισκέφθηκε το Βερολίνο και κάλεσε τον Γκαντς να προσχωρήσει στο τμήμα πιάνου του Μουσικού Κολλεγίου του Σικάγου. Έτσι, τον Αύγουστο του 1900, ο Γκαντς εγκαταστάθηκε στην αμερικανική μεγαλούπολη.
Ο Γκαντς[11] εντάχθηκε στο τμήμα πιάνου και έγινε μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Μουσικού Κολλεγίου του Σικάγου, από το φθινόπωρο του 1900 μέχρι την άνοιξη του 1905.[12]
Στις 20 Μαρτίου 1903, ο Γκαντς έκανε το αμερικανικό ορχηστρικό ντεμπούτο του, ως σολίστ πιάνου, με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Σικάγου υπό τον Τ. Τόμας (Theodore Thomas), στην πρώτη συναυλία της ορχήστρας με τη Συμφωνία Νο. 1 του Β. ντ’ Εντί (Vincent d'Indy), στο «Θέατρο Οντιτόριουμ» της πόλης. Στις 5 Μαρτίου 1905, ο Γκαντς έγινε ο πρώτος πιανίστας που έπαιξε Ραβέλ στις ΗΠΑ.[13]
Από το φθινόπωρο του 1905 έως την άνοιξη του 1908, ο Γκαντς έζησε στη Νέα Υόρκη και ξεκίνησε συναυλίες σε ολόκληρη τη Βόρεια Αμερική, την Ευρώπη και την Κούβα. Το 1908, πήγε στο Βερολίνο για να διδάξει και να εμφανιστεί ως πιανίστας. Έπαιξε για πρώτη φορά Β. ντ’ Εντί και Μπέλα Μπάρτοκ στο Βερολίνο και Μωρίς Ραβέλ και Τζον Άλντεν Κάρπεντερ (John Alden Carpenter) στο Λονδίνο. Με την έκρηξη του Α Παγκοσμίου Πολέμου, το 1914, ο Γκαντς επέστρεψε στη Νέα Υόρκη και δίδαξε στο Ινστιτούτο Μουσικής Τέχνης (αργότερα, «Σχολή Τζούλιαρντ»).
Από το 1921 έως το 1927 διετέλεσε διευθυντής της Συμφωνικής Ορχήστρας του Σαιντ Λούις και κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για να τη φέρει στις κορυφαίες ορχήστρες του κόσμου. Ως τέταρτος διευθυντής αυτής της ορχήστρας, ο Γκαντς ήταν υπεύθυνος για την οικοδόμηση και την εκπαίδευση ενός νέου συμφωνικού ακροατηρίου.[10] Οι πρώτες ηχογραφήσεις της ορχήστρας, οι καινοτόμες συναυλίες για παιδιά και εφήβους, καθώς και τα πολλά ταξίδια που έκανε στις ΗΠΑ, αποτέλεσαν τις πηγές για αυτό το νέο ακροατήριο. Κατά τη διάρκεια των έξι σεζόν του, το 21% της μουσικής που παρουσιάστηκε, περιελάμβανε πρεμιέρες της Ορχήστρας του Σαιντ Λούις σε, μεταξύ άλλων: την Ισπανική Ραψωδία του Ραβέλ, τη Συμφωνία Νο. 4 του Μάλερ, τα Συντριβάνια της Ρώμης του Ρεσπίγκι, τη Συναυλία του Λονδίνου του Βων Ουίλιαμς, τη Ζωή ενός Ήρωα του Στράους και το Πουλί της Φωτιάς του Στραβίνσκι.[9] Ενώ βρισκόταν στο Σαιντ Λούις, ξεκίνησε ως επίτιμο μέλος της μουσικής αδελφότητας «Phi Mu Alpha Sinfonia», το 1924, στο Πανεπιστήμιο του Μισσούρι.
Το 1928 επέστρεψε για να διδάξει στο Μουσικό Κολέγιο του Σικάγου, υπηρετώντας ως πρόεδρος από το 1934 ως το 1954. Από το 1930 έως το 1933, ίδρυσε και διηύθυνε την Εθνική Μικρή Συμφωνία (που μετονομάστηκε σε Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα) με τη χορηγία του NBC, για την προώθηση της σύγχρονης μουσικής. Οργάνωσε τη Συμφωνική Ορχήστρα της Ομάχα από το 1936 έως το 1941. Ένα ανακοινωθέν του «Associated Press», το 1938, κατονόμασε τον Γκαντς ως, « δύναμη ενός (1) ατόμου στην αμερικανική μουσική» και ως «έναν από τους πιο επιτυχημένους μουσικούς για παιδιά».[13]
Από το 1939 ως το 1948 ήταν μόνιμος διευθυντής των Συναυλιών για Νέους, με τη Συμφωνική Ορχήστρα της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης και του Σαν Φρανσίσκο και από το 1944 με το 1946 με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Σικάγου. Από το 1946 έως το 1948 ήταν μουσικός διευθυντής της Συμφωνικής του Γκραν Ράπιντς (Grand Rapids Symphony) στο Μίσιγκαν, η οποία ήταν τότε μια κοινοτική ορχήστρα.
Στις 20 Φεβρουαρίου του 1941, ο Γκαντς παρουσίασε το δικό του Κοντσέρτο για πιάνο σε Μιb Μείζονα, op. 32, με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Σικάγου υπό τον Φ. Στόκ (Frederick Stock), σε παγκόσμια πρεμιέρα του, για την 50ή επέτειο της Ορχήστρας. Οι περισσότερες από τις μουσικές συνθέσεις του Γκαντς διατηρούνται στη «Βιβλιοθήκη Νιούμπερι», στο Σικάγο. Πέθανε στο Σικάγο, σε ηλικία 95 ετών, στις 2 Αυγούστου 1972. Μια εφημερίδα έγραψε: «Ένας τελευταίος σύνδεσμος με τον Λιστ έφυγε».[13]
Κυριότερα έργα
Κουαρτέτο σε Ντο Ελάσσονα (1896)
Συμφωνία αρ. 1 σε Μι Μείζονα, έργο 1 (1900)
Κομμάτι Κοντσέρτου σε Σι Ελάσσονα, για πιάνο και ορχήστρα, έργο 4 (1901)
Παραλλαγές πάνω σε ένα Ελβετικό λαϊκό τραγούδι (1910)
Τρεις συνθέσεις για πιάνο, έργο 10
Επτά λιντ, έργο 15 (1902-8)
Έντεκα Αγγλικά τραγούδια, έργο 18 (1908)
Έξι λιντ, έργο 22 (1909-14)
Στη Βασίλισσα των Σειρήνων, για φωνή και πιάνο, έργο 18 (1908)
Δύο κομμάτια κοντσέρτου, έργο 29
Συμφωνικές παραλλαγές, πάνω σε ένα θέμα του Μπραμς, έργο 21
Εικόνες Ζώων, σουίτα για πιάνο (1932, αδημοσίευτο)
Τραγούδια του Μπέρνετ-Πρόβινς, 4 ρομάντσες για φωνή και πιάνο (1906, 1959)
Κοντσέρτο για πιάνο σε Μιb μείζονα, έργο 32 (1941)