O Πέτρος Α΄ γεννήθηκε στο οικογενειακό ("Παλαιό") ανάκτορο των Μεδίκων της Via Larga (νυν Παλάτσο Μέντιτσι Ρικκάρντι, στην Φλωρεντία, στις 14 Ιουνίου 1416.
Ήταν ο πρωτότοκος γιος του Κόζιμο των Μεδίκων του Πρεσβύτερου και της Κοντεσίνας ντε' Μπάρντι,[2] κόρης του Αλεσάντρο ντε Σότσο Μπάρντι, κόμη του Βέρνιο.[4]
Κατά τη διάρκεια της ζωής του πατέρα του δεν έπαιξε καθοριστικό ρόλο, λόγω της ασθενούς υγείας του, από όπου και το παρωνύμιο ο ποδάγρας. Έτσι ο Κόζιμο όρισε διάδοχο τον δεύτερο γιο του Τζοβάνι, αλλά απεβίωσε το 1463, ένα έτος πριν τον πατέρα τους. Το 1461 ο Πέτρος Α΄ εκλέχθηκε Σημαιοφόρος (Gonfaloniere), δηλ. ένας από τους 9 στο Συμβούλιο (Signoria). Η ουρική αρθρίτιδα τον κρατούσε συχνά καθηλωμένο στο κρεβάτι του[5] και το υπνοδωμάτιό του έγινε το γραφείο του, όπου διεξήγε τις πολιτικές συναντήσεις· έτσι το παλάτσο Μέντιτσι έγινε η έδρα της κυβέρνησης.[5]
Μόλις πήρε την Τράπεζα των Μεδίκων από τον πατέρα του, έκανε οικονομική επιθεώρηση, όπου βρήκε καθυστερημένα δάνεια. Πολλά από αυτά ανήκαν σε υποστηρικτές των Μεδίκων και ο πατέρας του τα είχε αφήσει στατικά. Όταν ο Πέτρος Α΄ απαίτησε την εξόφλησή τους, αυτοί χρεοκόπησαν και πήγαν με αυτούς που ήταν αντίθετοι με τους Μεδίκους. Δεν ήταν λαμπρός τραπεζίτης όπως ο πατέρας του, πάντως η επιχείρηση κύλισε ομαλά κατά την διεύθυνσή του.
Ως κυβερνήτης της Φλωρεντίας πρόλαβε ένα πραξικόπημα εναντίον του υπό τους Πίτι, Σοντερίνι, Νερόνι, Ακιαϊουόλι και τον εξάδελφό του Πιερφραντσέσκο τον Πρεσβύτερο, με στρατό του Μπόρσο των Έστε δούκα της Μόντενα και του αδελφού του Έρκολε Α΄ των Έστε. Σώθηκε διότι ο γιος του Λαυρέντιος ανακάλυψε ότι συνωμότες είχαν μπλόκο στο δρόμο, περιμένοντας τον πατέρα του να πάει στη βίλα στο Καρέτζι για να τον εξοντώσουν. Οι συνωμότες δεν αναγνώρισαν τον Λαυρέντιο, που ειδοποίησε τον πατέρα του. Το ίδιο ανεπιτυχές ήταν και ένα πραξικόπημα που υποστηρίχτηκε από τη Βενετία με στρατό του Μπαρτολομέο Κορλεόνι. Σκοπός τους ήταν να επαναφέρουν τη Δημοκρατία στον πρότερο τρόπο διακυβέρνησης από το Συμβούλιο των 9 και όχι από έναν των Μεδίκων.
Το 1467 ο Πέτρος Α΄ υποστήριξε τον Γκαλεάτσο Μαρία Σφόρτσα ως νέο δούκα του Μιλάνου. Η Βενετία δυσαρεστήθηκε και κήρυξε πόλεμο. Οι δύο πόλεις συμμάχισαν με το Παπικό κράτος και τη Νάπολη και νίκησαν τη Βενετία και τον στρατό του Κορλεόνι στη μάχη του Μολινέλα.
Ως προστάτης της Τέχνης παρήγγειλε μία Προσκύνηση των Μάγων στο παλάτσο Μέντιτσι στον Μπενότσο Γκοτσόλι. Ο ζωγράφος περιέλαβε τον Πέτρο και τους δύο γιους του μέσα στο έργο. Είχε πιο εκλεκτικό γούστο από τον πατέρα του, προτιμώντας και έργα από την Ολλανδία και τη Φλάνδρα. Επίσης συνέχισε να συλλέγει σπάνια βιβλία, προσθέτοντας πολλά στη Βιβλιοθήκη του.
Απεβίωσε το 1469 από την ουρική αρθρίτιδα και από πνευμονία και τάφηκε στο ναό του Σαν Λορέντζο, δίπλα στον αδελφό του Τζοβάνι. Ο τάφος του παραγγέλθηκε από τους γιους του στον Αντρέα ντελ Βερρόκκιο.
Οικογένεια
Το 1444[6] νυμφεύτηκε τη Λουκρητία Τορναμπουόνι, κόρη του ευγενούς Φραντσέσκο ντι Σιμόνε Τορναμπουόνι και είχε τέκνα:[4]
Μπιάνκα π. 1445-1505, παντρεύτηκε τον Γουλιέλμο Πάτσι.[4]
Maria Grazia Pernis· Laurie Adams (2006). Lucrezia Tornabuoni de' Medici and the Medici Family in the Fifteenth Century. Νέα Υόρκη: Peter Lang. ISBN9780820476452.
Tomas, Natalie (2003). The Medici Women: Gender and Power in Renaissance Florence. Άλντερσοτ (Χαμσάιρ): Ashgate. ISBN0754607771.
Walter, Ingeborg (2009). «Medici, Piero de'». Dizionario Biografico degli Italiani 73 (στα Ιταλικά). Treccani, La cultura italiana. Ανακτήθηκε στις 2 Μαρτίου 2017.