Ο πρίγκιπας του Χόμπουργκ (γερμανικά: Prinz Friedrich von Homburg), με πλήρη τίτλο Ο πρίγκιπας Φρίντριχ φον Χόμπουργκ ή Η μάχη του Φέρμπελιν, είναι το τελευταίο θεατρικό έργο του Χάινριχ φον Κλάιστ, που γράφτηκε το 1809-1810, λίγους μήνες πριν από το θάνατό του. Παρουσιάστηκε το 1821 στη Βιέννη, μετά τον θάνατο του συγγραφέα. Δεν ανέβηκε στη σκηνή κατά τη διάρκεια της ζωής του επειδή η πριγκίπισσα Μαρία Άννα της Έσσης-Χόμπουργκ, στην οποία ο Κλάιστ το παρουσίασε με αφιέρωση, το θεώρησε προσβλητικό για την τιμή της οικογένειας.[1]
Πρόκειται για μια ιστορία τιμωρίας για ανυπακοή στους ανωτέρους εν καιρώ πολέμου: στη μάχη με τους Σουηδούς, ο πρίγκιπας του Χόμπουργκ έχει τη διαταγή να εμπλακεί στη μάχη μόνο κατόπιν εντολής, αλλά την παραβιάζει και η τολμηρή του επίθεση φέρνει τη νίκη. Όμως, ο εκλέκτορας τον καταδικάζει σε θάνατο για ανυπακοή. Αργότερα, μετά από προσφυγές της αγαπημένης του πρίγκιπα, των αξιωματικών του στρατού και των αυλικών, ο εκλέκτορας του δίνει χάρη.[2]
Στα απομνημονεύματά του[4] το 1751, ο Φρειδερίκος ο Μέγας αναφέρει ότι ο πρίγκιπας της Έσσης-Χομβούργου επιτέθηκε αυθαίρετα και βιαστικά στη μάχη του Φέμπερλιν το 1675 - και κέρδισε τη μάχη. Όμως, τα πραγματικά ιστορικά γεγονότα που αποτέλεσαν τη βάση του θεατρικού έργου έχουν ελάχιστα κοινά στοιχεία με την ιστορική προσωπικότητα, εκτός από το όνομα. Στην πραγματικότητα, ο Φρειδερίκος του Χόμπουργκ το 1675 ήταν ήδη ένας ώριμος άνδρας, ανάπηρος με ένα πόδι, παντρεμένος για δεύτερη φορά. Στη μάχη του Φέμπερλιν ηγήθηκε μιας αναγνωριστικής επιδρομής και, χωρίς διαταγές, ενεπλάκη στη μάχη. Μετά τη νίκη, ο εκλέκτορας δυσαρεστήθηκε για την παραβίαση των διαταγών, αλλά δεν υπήρξε δίκη ούτε θανατική ποινή. Ωστόσο, ο Κλάιστ τον χρησιμοποίησε ως πηγή και ανέπτυξε ελεύθερα το υλικό τοποθετώντας τον ήρωα μεταξύ ηρωισμού και δειλίας, ονείρου και δράσης.[5]
Το έργο ακολουθεί τα κλασικά πρότυπα, έχει πέντε πράξεις, είναι γραμμένο σε στίχους και τηρεί τις ενότητες του κλασικού θεάτρου. Ωστόσο πολλά μοτίβα και ο ήρωας είναι ρομαντικά, έτσι κατατάσσεται ανάμεσα στα δύο κυρίαρχα ρεύματα της εποχής του, τον κλασικισμό της Βαϊμάρης και τον ρομαντισμό.
Ιστορικό υπόβαθρο
Την εποχή που γράφτηκε το έργο, κατά την περίοδο των Ναπολεόντιων πολέμων, υπήρχαν και άλλες περιπτώσεις ανυπακοής στην ιστορία της Πρωσίας που θα μπορούσαν να έχουν χρησιμεύσει ως έμπνευση για το τελευταίο έργο του Κλάιστ:
Η αδυναμία και η παθητικότητα του Πρώσου βασιλιά Φρειδερίκου Γουλιέλμου Γ΄ απέναντι στον Ναπολέοντα, ο οποίος συνέχιζε να επεκτείνει τις κατακτήσεις του, προκάλεσε δυσαρέσκεια σε πολλούς εκείνη την εποχή. Μπροστά στην απειλή που παρουσίαζαν οι Γάλλοι για την ίδια την ύπαρξη της χώρας προέκυψε ένα κύμα πρωσικού πατριωτισμού, στο οποίο ο Κλάιστ δεν ήταν αδιάφορος με το έργο του να είναι ελάχιστα συγκαλυμμένη πολεμική προπαγάνδα: μια έκκληση στον Πρώσο βασιλιά να διώξει τους Γάλλους από τη χώρα, όπως ακριβώς έκανε ο Μεγάλος Εκλέκτορας με τους Σουηδούς. Ο νεαρός πρίγκιπας Λουδοβίκος Φερδινάνδος της Πρωσίας επιτέθηκε στον εχθρό με δική του πρωτοβουλία στη μάχη του Ζάαλφελντ το 1806. Η επίθεση ήταν ανεπιτυχής, κατέληξε σε ήττα και ο Λουδοβίκος Φερδινάνδος σκοτώθηκε στη μάχη. Ωστόσο, πολλοί επαίνεσαν το θάρρος και τη θυσία του για την πατρίδα και έγινε εθνικός ήρωας. Το 1809 υπό τη διοίκηση του ταγματάρχη Φέρντιναντ φον Σιλ πραγματοποιήθηκαν πολλές αυθαίρετες στρατιωτικές ενέργειες κατά των Γάλλων κατακτητών. Ο Σιλ βρήκε πολλούς οπαδούς και υποστηρικτές ανάμεσα σε αυτούς που ένιωθαν προδομένοι από την έλλειψη αντίστασης του βασιλιά.[2]
Ο Τίτος Λίβιος αναφέρει μια καταδίκη για νικηφόρο αγώνα που έγινε όμως κατά παράβαση εντολών: ο ύπατοςΤίτος Μάνλιος Τορκουάτος διέταξε να αποκεφαλίσουν τον γιο του που σκότωσε σε μονομαχία τον αρχηγό εχθρικού στρατού επειδή το έκανε παραβιάζοντας τις διαταγές των ανωτέρων του.
Υπόθεση
Το έργο διαδραματίζεται το 1675 στο Βραδεμβούργο. Ο κύριος χαρακτήρας είναι ο νεαρός πρίγκιπας Φρειδερίκος Β΄ της Έσσης-Χόμπουργκ, στρατηγός στην υπηρεσία του Μεγάλου εκλέκτορα του Βραδεμβούργου Φρειδερίκου Γουλιέλμου. Είναι ένας ονειροπόλος νεαρός, κρυφά ερωτευμένος με την ανιψιά του εκλέκτορα πριγκίπισσα Ναταλία. Εξουθενωμένος μετά από μια μακρά εκστρατεία, λίγο πριν το πολεμικό συμβούλιο που πρόκειται να συζητήσει την επόμενη μάχη, βρίσκεται στον φεγγαρόφωτο κήπο και υπνοβατεί. Στο όνειρό του εξομολογείται δυνατά τον έρωτά του στη Ναταλία. Αρκετοί ευγενείς είναι παρόντες και ο Μεγάλος Εκλέκτορας κάνει ένα αστείο βάζοντας ένα γάντι στα χέρια του πρίγκιπα.
Ξυπνώντας από το όνειρό του, ο πρίγκιπας μένει έκπληκτος με το γάντι στο χέρι του. Όταν αρχίζει το πολεμικό συμβούλιο και διανέμονται καθήκοντα και δίνονται οδηγίες, ο πρίγκιπας είναι τόσο αναστατωμένος από την εμφάνιση της πριγκίπισσας, που αποδεικνύεται ότι το μυστηριώδες γάντι είναι δικό της, που δεν προσέχει τη διαταγή: δηλαδή, να μην επιτεθεί στον εχθρό χωρίς ρητή εντολή. Σε αντίθεση με τη διαταγή και τις συμβουλές των αξιωματικών του, ο πρίγκιπας δίνει εντολή στο σύνταγμά του να επιτεθεί και επιτυγχάνει μια καθαρή νίκη κατά των Σουηδών στη μάχη του Φέμπερλιν.[6]
Ωστόσο, ο εκλέκτορας ενδιαφέρεται για το νόμο και την τάξη και κυρίως για τη στρατιωτική πειθαρχία. Ανεξάρτητα από τη νίκη, ο πρίγκιπας συλλαμβάνεται επειδή παραβίασε τις διαταγές, δικάζεται στο στρατοδικείο και καταδικάζεται σε θάνατο. Στην αρχή δεν καταλαβαίνει, μόνο η είδηση ότι ο εκλέκτορας είχε πράγματι υπογράψει τη θανατική ποινή του και η θέα του τάφου που προοριζόταν για αυτόν τον κάνει να αντιληφθεί πόσο σοβαρή είναι η κατάσταση. Στη διάσημη και αμφιλεγόμενη «σκηνή του φόβου του θανάτου», ο πρίγκιπας εκλιπαρεί για τη ζωή του, έτοιμος να εγκαταλείψει ό,τι αγαπά. Όταν ο εκλέκτορας μαθαίνει την αντίδρασή του, αντί να τον συγχωρήσει, του θέτει έναν όρο: εάν μπορεί να χαρακτηρίσει ειλικρινά την καταδίκη του άδικη, θα του δοθεί χάρη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο πρίγκιπας να συνειδητοποιήσει την ενοχή του και να αναγνωρίσει την ετυμηγορία ως δίκαιη: νικά τον φόβο του θανάτου και είναι έτοιμος να «δοξάσει» την ποινή με αυτοκτονία. Η Ναταλία τον παρακαλεί να δεχθεί τη χάρη, αλλά παραμένει αμετάπειστος.[7]
Η Ναταλία ανακαλεί τώρα το σύνταγμα του συνταγματάρχη Κότβιτς να επιστρέψει για να υποστηρίξει τη χάρη του πρίγκιπα. Με τη γενική πίεση που του ασκείται, ο εκλέκτορας είναι πρόθυμος να ακούσει τους αξιωματικούς του. Ο Κότβιτς είναι της άποψης ότι αυτό που τελικά μετράει στο πεδίο της μάχης είναι η νίκη, επομένως δεν υπάρχει κατηγορία κατά του πρίγκιπα, αντίθετα, αποδίδει ευθύνες στον ίδιο τον εκλέκτορα, ο οποίος προκάλεσε τη σύγχυση και τη συνακόλουθη ανυποταξία του πρίγκιπα με το αστείο που του έκανε και και ως εκ τούτου φέρει την ευθύνη ο ίδιος. Τέλος, ο εκλέκτορας ρωτά τους αξιωματικούς αν συνεχίζουν να εμπιστεύονται την ηγεσία του πρίγκιπα - στο οποίο όλοι απαντούν καταφατικά.
Ο πρίγκιπας, όμως, δεν μαθαίνει για τη χάρη, αλλά οδηγείται με δεμένα μάτια στον κήπο του παλατιού και περιμένει τη μοιραία σφαίρα. Αντίθετα, η Ναταλία τοποθετεί ένα δάφνινο στεφάνι στο κεφάλι του. Ο πρίγκιπας λιποθυμά, αλλά τον ξυπνάει ο ήχος των κανονιών. Όταν ρωτάει αν ήταν όλα απλώς ένα όνειρο, ο Κότβιτς απαντά: «Ένα όνειρο, τι άλλο;»[8]
Το έργο προσφέρει αντιφατικές προσεγγίσεις στην ερμηνεία και εξακολουθεί να συζητείται αμφιλεγόμενα έως σήμερα. Η τελευταία σκηνή είναι αντίγραφο της αρχικής στον κήπο και συχνά η πλοκή έχει ερμηνευτεί απλώς ως ένα όνειρο.
Υποδοχή
Το τελευταίο έργο του Κλάιστ δεν δημοσιεύτηκε ούτε ανέβηκε στη σκηνή όσο ζούσε ο Κλάιστ. Ο συγγραφέας το αφιέρωσε στην πριγκίπισσα Μαρία Άννα της Έσσης-Χόμπουργκ, δισέγγονη του πρωταγωνιστή και σύζυγο του πρίγκιπα Γουλιέλμου της Πρωσίας. Η πριγκίπισσα ένιωσε την τιμή της οικογένειάς της να θίγεται από την απεικόνιση ενός προγόνου της που εκλιπαρούσε για τη ζωή του και το απαγόρευσε. Σε μια συντομευμένη έκδοση με τον τίτλο Ημάχη του Φέμπερλιν έκανε πρεμιέρα στη Βιέννη το 1821, αλλά μετά από τέσσερις μόνο παραστάσεις αποσύρθηκε όταν ο Αρχιδούκας Κάρολος το απαγόρευσε. Το 1828 παίχτηκε για πρώτη φορά στο Βερολίνο, πάλι σε συντομευμένη μορφή, αλλά μετά από τρεις παραστάσεις επίσης απαγορεύτηκε.
Το έργο συνάντησε αντίσταση και αργότερα. Η σκηνή του φόβου του θανάτου εθεωρείτο εδώ και καιρό ακατάλληλη για τη σκηνή και πάντα αποκόπτονταν από τον σκηνοθέτη. Η υπνοβασία του πρίγκιπα και το αστείο του εκλέκτορα επικρίθηκαν επίσης επειδή επρόκειτο για στυλ κωμωδίας που παραβίαζε τους κανόνες συμπεριφοράς των τραγικών αριστοκρατικών μορφών, θεατρική σύμβαση που υπήρχε έως λίγο πριν από τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο.
Ωστόσο, κατά τη διάρκεια του Τρίτου Ράιχ, με μια σειρά από σημαντικές τροποποιήσεις για να το προσαρμόσουν στις σύγχρονες συνθήκες, έγινε πολύ δημοφιλές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την σχεδόν ολοκληρωτική παραμέλησή του την περίοδο μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο αλλά σταδιακά επέστρεψε στη γερμανική σκηνή και πλέον θεωρείται κλασικό έργο της γερμανικής λογοτεχνίας.
Διασκευές
Το έργο ενέπνευσε την όπερα Der Prinz von Homburg του Χανς Βέρνερ Χέντσε (πρεμιέρα 1960). Έχει επίσης διασκευαστεί αρκετές φορές για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, πιο πρόσφατα σε δύο ιταλικές παραγωγές: Il principe di Homburg, σε σκηνοθεσία Γκαμπριέλε Λάβια (1983) και Il principe di Homburg, σε σκηνοθεσία Μάρκο Μπελλόκκιο (1997).
Μετάφραση στα ελληνικά
Ο πρίγκιπας του Χόμπουργκ, μετάφραση: Κλέανδρος Καρθαίος, εκδόσεις Πατάκης, 2005 [9]
Ο πρίγκιπας του Χόμπουργκ, μετάφραση: Τζένη Μαστοράκη, εκδόσεις Γράμματα, 2008 [10]