Ο Σον Θόρντον, πρώην πυγμάχος επιστρέφει στη γενέτειρά του, το Ίνισφρι, ένα χωριουδάκι στην Ιρλανδία, μετά από χρόνια παραμονής στην Αμερική. Ο Σον επιστρέφει στη γη των προγόνων του τόσο για να αναζητήσει τις ρίζες του, όσο και για να ξεφύγει από το παρελθόν κι από τους προσωπικούς του δαίμονες. Φτάνοντας στο Ίνισφρί γνωρίζει τα έθιμα της Ιρλανδικής υπαίθρου που είναι τόσο διαφορετικά από τα αμερικάνικα, ερωτεύεται την πανέμορφη Μέρι Κέιτ Ντάναχιου (Μορίν Ο' Χάρα) κι έρχεται σε αντιπαλότητα με τον αδερφό της Γουίλ (Βίκτορ Μακ Λάγκλεν), έναν άξεστο άνθρωπο που κάνει ότι περνάει από το χέρι του για να κρατήσει χώρια το ζευγάρι. Οι κάτοικοι του Ίνισφρι και ειδικά ο αξιαγάπητος μεθύστακας Μίκελιν Όγκι Φλιν (Μπάρι Φιτζέραλντ) υποδέχονται τον Σον στη μικρή αυτή ιρλανδική κοινότητα και τον βοηθούν να κερδίσει την καρδιά της Μέρι Κέιτ...
Πληροφορίες Παραγωγής
Ο Ήσυχος Άνθρωπος αποτελεί ίσως την πιο προσωπική ταινία του Τζον Φορντ, καθώς η παραγματοποίησή της αποτέλεσε όνειρο ζωής για το σκηνοθέτη που προσπαθούσε επί χρόνια να πραγματοποιήσει. Όλα ξεκίνησαν το 1933 όταν ο Φορντ διάβασε το άρθρο του Μωρίς Γουόλς στην εφημερίδα Saturday Evening Post κι αποφάσισε να αποκτήσει τα δικαιώματα έχοντας την ιδέα του να γυρίσει ταινία βασισμένη σε εκείνο το άρθρο. Το 1936 ο Ford κατάφερε να αποκτήσει τα δικαιώματα του άρθρου και απευθύνθηκε στις μεγαλύτερες κινηματογραφικές εταιρίες παραγωγής προκειμένου να του παρέχουν χρηματική βοήθεια για να γυρίσει την ταινία. Όλοι όμως οι παραγωγοί πίστευαν ότι το σενάριο δεν ήταν ιδιαίτερα εμπορικό κι ότι δε θα προσέλκυε κόσμο στις κινηματογραφικές αίθουσες. Παρόλα αυτά ο Φορντ δεν εγκατέλειψε ποτέ το όνειρό του και το 1945 δέσμευσε τον Τζον Γουέιν και την Μορίν Ο'Χάρα να πρωταγωνιστήσουν στο αϋλοποίητο ακόμη project του, το οποίο άρχισε να πραγματοποιείται το 1950, όταν μετά από προτροπή του Τζον Γουέιν, ο οποίος είχε υπογράψει συμβόλαιο με μια μικρή εταιρία παραγωγής την Republic Pictures, αποφάσισε να ζητήσει τη βοήθεια του διευθυντή της Republic, Χέρμπερτ Γέιτς. Η προσπάθειά του απεδείχθη καρποφόρα καθώς ο Γέιτς συμφώνησε να χρηματοδοτήσει το εγχείρημα του Φορντ, δεσμεύοντάς τον όμως να γυρίσει πρώτα το Ρίο Γκράντε (Rio Grante), μια ταινία που θα απέφερε σίγουρα κέρδη στην εταιρία τα οποία θα κάλυπταν την ζημία πιθανής εμπορικής αποτυχίας του Ο Ήσυχος Άνθρωπος. Έτσι ο Φορντ γύρισε το Rio Grante, που σηματοδότησε την πρώτη συνεργασία του Τζον Γουέιν με τη Μορίν Ο'Χάρα και το οποίο έγινε μεγάλη εμπορική επιτυχία. Αυτό ώθησε το Ford να ξεκινήσει τις διαδικασίες για τα γυρίσματα του Ο Ήσυχος Άνθρωπος έχοντας στη διάθεση του προϋπολογισμό της τάξης των 1.750.000 δολαρίων. Για τη συγγραφή του σεναρίου του Ο Ήσυχος Άνθρωπος επιστρατεύτηκε ο συγγραφέας του Η κοιλάδα της κατάρας Ρίτσαρντ Λιούελιν, ο οποίος έγραψε μια νουβέλα βασισμένος στο άρθρο του Γουόλς. Πάνω σ'αυτή τη νουβέλα βασίστηκε με τη σειρά ο Φρανκ Νάτζεντ για να γράψει το σενάριο της ταινίας.
Γυρίσματα
Τα γυρίσματα της ταινίας έγιναν στην Ιρλανδία και χαρακτηρίστηκαν από δυσκολίες που είχαν να κάνουν περισσότερο με τον αγώνα του ιρλανδικού λαού ώστε να αποκτήσει την ελευθερία του. Ο Φορντ αποφάσισε να παραλείψει τις αναφορές πάνω στο θέμα, δίνοντας ειρηνικό ύφος στην ταινία του και παρουσιάζοντας μια φιλήσυχη κοινωνία προτεσταντών και καθολικών που ζουν σε πλήρη αρμονία μεταξύ τους. Γίνεται μόνο μια αναφορά στον ΙΡΑ μόνο προς το τέλος της ταινίας.
Διανομή Ρόλων
Το cast της ταινίας απαρτίζεται σχεδόν αποκλειστικά από ηθοποιούς ιρλανδικής καταγωγής, ανάμεσα στους οποίους κι οι δυο αδερφοί της Ο'Χάρα, Τσαρλς Φιτσίμονς και Τζέιμς Ο' Χάρα. Επίσης ο Μπάρι Φιτζέραλντ που υποδύεται τον καθολικό και πνευματώδη μεθύστακα Μικελίν Όγκι Φλιν και ο Άρθουρ Σιλντς που υποδύεται τον προτεστάντη αιδεσιμότατο Σίριλ Σνάφι Πλέιφεαρ ήταν αδέρφια. Ο Μπάρι Φιτζέραλντ ήταν ήδη κάτοχος ενός όσκαρ για την ταινία Ο Δρόμος της Αγάπης (Going My Way) το 1944.
Εμπορικότητα
Η ταινία έκανε εισπράξεις της τάξεως των 3.200.000 δολαρίων στις Η.Π.Α. τη χρονιά της πρώτης της προβολής.[3]
Βραβεία Όσκαρ
Η ταινία έγινε τεράστια κριτική και εμπορική επιτυχία χαρίζοντας στον Τζον Φορντ το τελευταίο του Όσκαρ Σκηνοθεσίας, το οποίο ήταν το 4ο στη σειρά μετά τα Ο Καταδότης (The Informer, 1935), Τα Σταφύλια της Οργής (The Grapes Of Wrath, 1940) και το Η κοιλάδα της κατάρας (How Green Was My Valley, 1941). Η ταινία ήταν επίσης υποψήφια, μαζί με το Το τρένο θα σφυρίξει τρεις φορές (High Noon) του Φρεντ Τσίνεμαν, για το όσκαρ καλύτερης ταινίας το οποίο έχασαν από το πλέον ξεχασμένο σήμερα Το Όγδοο Θαύμα (The Greatest Show On Earth, 1952) του Σέσιλ Μπι ΝτεΜιλ.[4][5]