O Μπαμπ, (γεννηθείς Σιγίντ Αλί Μοχάμετ Σιράζι,περσικά: سيد علی محمد شیرازی, 20 Οκτωβρίου 1819 – 9 Ιουλίου 1850) ήταν ο ιδρυτής του Μπαμπισμού, και μία από τις κεντρικές μορφές της Μπαχάι Πίστης.
Ο Μπαμπ ήταν ένας έμπορος από το Σιράζ στο Ιράν των Κατζάρ ο οποίος το 1844, στην ηλικία των 24, ισχυρίστηκε ότι είναι ένας αγγελιοφόρος του Θεού. Ανέλαβε τον τίτλο του Μπαμπ (αραβικά: باب), που στα αραβικά σημαίνει «Πύλη» ή «Θύρα», μια αναφορά που σχετίζεται με την υπόσχεση για τον ερχομό του Μαχντί ή του αλ-Κα'ιμ με τους Δωδεκατιστές. Βρέθηκε σε αντιπαράθεση με την περσική κυβέρνηση, που κατέληξε σε εκτέλεση αυτού και χιλιάδων από τους ακόλουθούς του, που αναφέρονταν ως Μπαμπί.
Ο Μπαμπ έγραψε πολυάριθμες επιστολές και βιβλία στα οποία δήλωσε τις αξιώσεις του και όρισε τις διδασκαλίες του. Εισήγαγε την ιδέα για Εκείνον τον οποίον ο Θεός θα φανερώσει, έναν μεσσία που θα φέρει ένα μήνυμα μεγαλύτερο από το δικό του.[5]
Για τους Μπαχάι, ο Μπαμπ ανέλαβε έναν ρόλο σαν του Προφήτη Ηλία ή του Ιωάννη του Βαπτιστή, ενός προκάτοχου ή πρόδρομου που άνοιξε τον δρόμο για τη θρησκεία τους. Ο Μπαχαολλά, ο ιδρυτής της Μπαχάι Πίστης, ήταν ακόλουθος του Μπαμπ και το 1863, 13 χρόνια μετά τον θάνατο του τελευταίου, ισχυρίστηκε ότι είναι η εκπλήρωση της προφητείας του Μπαμπ.
Ζωή
Παιδική ηλικία
Ο Μπαμπ γεννήθηκε την 20 Οκτωβρίου 1819 (1 Μουχάραμ 1235 Ε.Ε.) στο Σιράζ, σε μια μεσαία αστική τάξη εμπόρων της πόλης και ονομάστηκε Αλί Μοχάμετ. Ο πατέρας του ήταν ο Μωάμεθ Ριντά, και η μητέρα του ήταν η Φατιμί (1800-1881), η κόρη ενός επιφανούς εμπόρου στο Σιράζ, η οποία αργότερα ακολούθησε τους Μπαχάι. Ο Μπαμπ ορφάνεψε σε πολύ νεαρή ηλικία, όταν πέθανε ο πατέρας του, και τον μεγάλωσε ο θείος από την πλευρά της μητέρας του, ο Χατζι Μίρτσα Σιγίντ Αλί, ένας έμπορος.[6][7] Ένας απόγονος του Μωάμεθ, σαγίντ, μέσω του Χουσείν ιμπν Αλί και από τους δύο γονείς του.[8][9][10] Στο Σιράζ ο θείος του τον έστειλε στο μακτάμπ, δημοτικό σχολείο, όπου έμεινε για 6-7 χρόνια.[11][12] Κάποια στιγμή μεταξύ την ηλικία των 15 - 20 μπήκε στην οικογενειακή επιχείρηση του θείου του, έναν εμπορικό οίκο, και έγινε έμπορος στην Ιρανική πόλη Μπουσέχρ, κοντά στον Περσικό Κόλπο.[6][11] Κάποια από τα πρώτα συγγράμματά του δείχνουν ότι δεν του άρεσε η δουλειά και προτιμούσε να ασχολείται με τη μελέτη της θρησκευτικής λογοτεχνίας.[11] Ένας από τους ακόλουθούς του τον περιέγραψε ως «πολύ ολιγόλογος, και δεν άρθρωνε ούτε λέξη εκτός αν ήταν απολύτως απαραίτητο. Ούτε καν που απαντούσε στις ερωτήσεις μας. Ήταν συνεχώς απορροφημένος στις σκέψεις του, και επανειλημμένα προκατειλημμένος με τις προσευχές και τους στίχους του. Περιγράφεται ως ωραίος άντρας με μια λεπτή γενειάδα, ντυμένος με καθαρά ρούχα, και φορώντας ένα πράσινο σάλι και ένα μαύρο τουρμπάνι.»[13]
Ένας Άγγλος γιατρός περιέγραψε τον νεαρό ως εξής: «Ήταν ένας πολύ πράος και εκλεπτυσμένος άνθρωπος, μάλλον μικρός σε ανάστημα και πολύ ανοιχτόχρωμος για Πέρση, με μια μελωδική απαλή φωνή που με εντυπωσίασε πολύ».[14]
Γάμος
Το 1842 παντρεύτηκε την Καντίτζι-Μπαγκουμ (1822-1882), όταν εκείνος ήταν 23 και εκείνη 20.[15] Ήταν η κόρη ενός επιφανούς εμπόρου στο Σιράζ. Ο γάμος τους αποδείχθηκε ευτυχισμένος[16] και έφεραν στον κόσμο ένα παιδί, ένα αγόρι με το όνομα Αχμάντ, που πέθανε το έτος που γεννήθηκε, το 1843.[16] Η εγκυμοσύνη έβαλε σε κίνδυνο τη ζωή της Καντίτζι, και δεν έκανε άλλα παιδιά. Το νεαρό ζευγάρι ζούσε σε ένα ταπεινό σπίτι στο Σιράζ, μαζί με τη μητέρα του Μπαμπ. Αργότερα, η Καντίτζι ακολούθησε τους Μπαχάι.
Το κίνημα των Σεϊκχιστών
Τη δεκαετία του 1790 στην Περσία, ο Σέικχ Αχμάντ (1753-1826) ξεκίνησε ένα θρησκευτικό κίνημα εντός των Δωδεκατιστών του Σιιτικού Ισλάμ. Οι οπαδοί του, που έγιναν γνωστοί ως Σεικχιστές, περίμεναν την επικείμενη εμφάνιση του αλ-Κα'ιμ του Αλ αλ-Μπαήτ (Οίκος του Προφήτη), ή αλλιώς του «Μαχντί». Μετά τον θάνατό του, τον Σέικχ Αχμάντ διαδέχθηκε ο Καζίμ Ραστί (1793-1843).
Το 1841 ο Μπαμπ πήγε για προσκύνημα στο Ιράκ, και για επτά μήνες έμεινε κυρίως μέσα και γύρω από την Καρμπάλα.[17] Ίσως εκεί συνάντησε τον Καζίμ Ραστί, ο οποίος του έδειξε μεγάλη εκτίμηση.[18] Πιστεύεται ότι παρευρέθηκε σε ορισμένες από τις διαλέξεις του Καζίμ Ραστί, αλλά δεν υπάρχουν πολλά γραπτά τεκμήρια γι'αυτήν την περίοδο.[15]
Μέχρι το τέλος της ζωής του, τον Δεκέμβριο 1843, ο Καζίμ Ραστί συμβούλευε τους οπαδούς του να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να αναζητήσουν τον Μαχντί, ο οποίος, σύμφωνα με τις προφητείες του, θα εμφανιζόταν σύντομα.[18] Ένας από τους οπαδούς του, ο Μούλα Χουσάιν, κατόπιν ολονυκτίας σαράντα ημερών σε ένα τζαμί, ταξίδεψε στο Σιράζ, όπου συναντήθηκε με τον Μπαμπ.[19]
Συνάντηση με τον Μούλα Χουσάιν
Η πρώτη εμπειρία θρησκευτικής έμπνευσης που ανέφερε ο Μπαμπ, με μάρτυρα τη γυναίκα του, χρονολογείται από το βράδυ της 3ης Απριλίου 1844.[20] Η πρώτη κοινή σύνδεση του Μπαμπ με την αίσθηση της αποστολής του, ήρθε με την άφιξη του Μούλα Χουσάιν στο Σιράζ. Το βράδυ της 22ας Μαΐου, ο τελευταίος βρισκόταν στο σπίτι του Μπαμπ κατόπιν πρόσκλησης του ίδιου, και του μίλησε για την πορεία του στην αναζήτηση ενός διαδόχου για τον Καζίμ Ραστί, του Αναμενόμενου. Ο Μπαμπ αξιώθηκε αυτήν τη θέση, και του φορέα της θεϊκής γνώσης,[15] και ο Μουλά Χουσάιν έγινε ο πρώτος που αποδέχτηκε τις αξιώσεις του ως μία εμπνευσμένη μορφή και πιθανού διαδόχου του Καζίμ Ραστί.[18][15] Ο Μπαμπ απάντησε ικανοποιητικά σε όλες τις ερωτήσεις του και πολύ γρήγορα έγραψε παρουσία του ένα μεγάλο ταφσίρ (ἐξήγησις) για το σούρα «Γιουσούφ», που ονομάστηκε Καγιούμου λ'Ασμά, και θεωρείται το πρώτο έργο του Μπαμπ που αποκαλύφθηκε.[18]
Τα Γράμματα των Ζωντανών
Ο Μουλά Χουσάιν έγινε ο πρώτος μαθητής του Μπαμπ. Μέσα σε πέντε μήνες, άλλοι 17 μαθητές του Καζίμ Ραστί αναγνώρισαν τον Μπαμπ ως Φανέρωση του Θεού.[21] Ανάμεσά τους, μια γυναίκα, η Φατιμί Ζαρίν Ταζ Μπαραγκάνι, μία ποιήτρια, που αργότερα έλαβε το όνομα Ταχίρε, η Αγνή. Αυτοί οι 18 μαθητές αργότερα έγιναν γνωστοί από τα Γράμματα των Ζωντανών (κάθε ψυχή περιείχε ένα γράμμα από το Πνεύμα του Θεού, τα οποία συνδυάζονταν για να σχηματιστεί η Λέξη) και ανέλαβαν το καθήκον να διαδώσουν τη νέα πίστη (που νοείται ως επιστροφή ή συνέχιση της Πίστης του Αβραάμ) σε όλο το Ιράν και το Ιράκ.[22] Ο Μπαμπ έδωσε έμφαση στον πνευματικό σταθμό αυτών των 18 ατόμων, οι οποίοι, μαζί με τον ίδιο, σχημάτισαν την πρώτη «Ενότητα» της θρησκείας του[23] σύμφωνα με τον αραβικό όρο ουαχιντ, ενότητα που με χρήση του αριθμητικού συστήματος αμπτζαντ έχει μια αριθμητική τιμή ίση με 19. Το βιβλίο του Μπαμπ, το Περσικό Μπαγιάν, δίνει τη μεταφορική ταυτότητα των Γραμμάτων των Ζωντανών ως τους Δεκατέσσερις Αλάνθαστους των Δωδεκατιστών του Σιιτικού Ισλάμ: τον Μωάμεθ, τους Δώδεκα Ιμάμηδες, και την Φάτιμα, και τους τέσσερις αρχάγγελους.[23] Παράλληλα με τους πρώτους μαθητές του Χριστού, τους Δώδεκα Αποστόλους.[24]
Κηρύγματα - Διδασκαλία
Στα πρώτα του γραπτά, ο Μπαμπ φαίνεται πως παρουσιάζει τον εαυτό του ως την πύλη (μπαμπ) προς τον Κρυφό Δωδέκατο Ιμάμη, και αργότερα αρχίζει ρητά να αναγορεύεται τη θέση αυτού του κρυμμένου Ιμάμη και ενός νέου αγγελιοφόρου από τον Θεό.[25] Αντί να εκφράζει μία αποσπασματική ή εξελισσόμενη συνείδηση, ο Σαϊέντι αναφέρει ότι τα έργα του Μπαμπ είναι ενιαία στο σύνολό τους, και ότι η σταδιακή αποκάλυψη της ταυτότητας του Μπαμπ ορίστηκε από την αρχή της ενότητας στην πολυμορφία.[25]
Στα πρώτα γραπτά συγγράμματα του Μπαμπ, η τιμητική ταυτότητα που αξιώθηκε ήταν αλάνθαστη, αλλά λόγω της υποδοχής του λαού, δίνουν την εντύπωση ότι δεν αποτελεί πάρα μόνο την πύλη για τον Κρυφό Δωδέκατο Ιμάμη.[25] Στον κύκλο του από τους πρώτους πιστούς, ο Μπαμπ ήταν διφορούμενος όσον αφορά την ακριβή του κατάσταση, και σταδιακά τους εκμυστηρεύτηκε τη θέση του όχι απλά ως μόνο μια πύλη προς τον Κρυμμένο Ιμάμη, αλλά ως η Φανέρωση αυτού και του Κα'ιμ καθαυτού.[26] Στις πρώτες συναντήσεις του με τον Μούλα Χουσάιν, ο Μπαμπ περιέγραψε τον εαυτό του ως Αφέντη και τον Έναν Εκλεκτό. Δεν θεωρούσε τον εαυτό του απλά ως διάδοχο του Καζίμ Ραστί, αλλά αξιώθηκε μία προφητική θέση, ένα είδος εκπροσώπου, εξουσιοδοτημένου όχι μόνο από τον Κρυμμένο Ιμάμη αλλά και μέσα από τη Θεία αρχή.[27] Τα πρώτα του κείμενα όπως ο «Σχολιασμός για το Σούρα του Ιωσήφ» ήταν γραμμένα στην Κορανική γλώσσα που υπαινισσόταν θεία παρέμβαση και ταυτιζόταν καλά με τον Ιμάμη.[22][28] Όταν ο Μούλα Αλί-Μπαστάμι, το δεύτερο Γράμμα των Ζωντανών, δικάστηκε στη Βαγδάτη για το κήρυγμα του Μπαμπ, οι κληρικοί μελέτησαν τον Σχολιασμό για το Σούρα του Ιωσήφ, αναγνώρισαν την αξίωση της θείας αποκάλυψης και παράθεσαν τεκμήρια αυτού.[28]
Ωστόσο, κατά την πρώιμη φάση των δηλώσεών του στο κοινό, για τον τίτλο μπαμπ τονίστηκε η σημασία της πύλης που οδηγεί στον Κρυμμένο Ιμάμη, καθώς ο Μπαμπ είχε συμβουλέψει τους πρώτους πιστούς του να μην αποκαλύψουν πλήρως τα διδάγματά του ή το όνομά του.[29] Ο τρόπος προσέγγισης μέσω αξίωσης μίας ταπεινότερης θέσης αποσκοπούσε στο να δημιουργήσει μια αίσθηση προσμονής για την εμφάνιση του Κρυμμένου Ιμάμη, καθώς και στην αποφυγή της δίωξης και της φυλάκισης, επειδή μια δημόσια διακήρυξη για τη θέση του μαχντί θα μπορούσε να επιφέρει μια γρήγορη θανατική καταδίκη.[29] Μετά από μερικούς μήνες, καθώς ο Μπαμπ επιβεβαιώθηκε περαιτέρω για την αποδοχή και την προθυμία μεταξύ των πιστών του και του κοινού, σταδιακά μετατόπισε την κοινωνική του θέση προς αυτήν του κρυμμένου Ιμάμη.[29] Μετέπειτα στα τελευταία χρόνια της ζωής του ανακοίνωσε τη θέση του ως Φανέρωση του Θεού. Όταν δικάστηκε, με τόλμη παρουσίασε τον εαυτό του, με την παρουσία του Διαδόχου στον θρόνο της Περσίας και άλλων διακεκριμένων ατόμων, ως τον Εκλεκτό.[29][30] Τελικά, στο τελευταίο του γραπτό έργο, το Χαίκαλ αλ-ντιν,[31] αξιώθηκε την «ουσία του Θεού», το ντατου'λαχ.[32] Κατά τους πρώτους μήνες των δημόσιων λόγων του, με την υιοθέτηση προσεκτικής πολιτικής κατάφερε τη μέγιστη προσοχή του κοινού με την ελάχιστη αντιφατικότητα.[29]
Εν τούτοις, το σταδιακό ξετύλιγμα των ισχυρισμών του προκάλεσε κάποια σύγχυση, τόσο στο κοινό όσο και μεταξύ των πιστών του. Ορισμένοι από τους πρώτους ακόλουθούς του τον είχαν αναγνωρίσει άκριτα ως αγγελιοφόρο του Θεού με θεία εξουσία, και αυτό επέφερε διαφωνίες στην κοινότητα των Μπαμπιστών.[29] Μολονότι ο Μπαμπ ήθελε να μεταδώσει το μήνυμά του με διακριτικότητα, πολλοί από τους ακόλουθούς του, όπως η Ταχίρε, διακήρυξαν ανοιχτά τον ερχομό του Κρυμμένου Ιμάμη και του Μαχντί όπως είχε υποσχεθεί.[29]
Ταξίδια και φυλάκιση
Κατόπιν της αναγνώρισής του από τα 18 Γράμματα των Ζωντανών, ο Μπαμπ και το 18ο Γράμμα, ο Κουντούς, ξεκίνησαν ένα ταξίδι για προσκύνημα στη Μέκκα και τη Μεδίνα, τις ιερές πόλεις του Ισλάμ.[33] Στο Κάαμπα της Μέκκας, ο Μπαμπ αξιώθηκε δημοσίως το Κα'ιμ,[34] και έγραψε στον Σαρίφ της Μέκκας, τον Θεματοφύλακα του Κάαμπα, διακηρύσσοντας την αποστολή του. Μετά το προσκύνημα, ο Μπαμπ και ο Κουντούς επέστρεψαν στο Μπουσέχρ του Ιράν.[35]
Λίγο καιρό μετά, τα κηρύγματα των Γραμμάτων των Ζωντανών ήρθαν σε αντιπαράθεση με τον Ισλαμικό κλήρο, οπότε ο Κυβερνήτης της Σιράζ διέταξε τη σύλληψη του Μπαμπ. Ο Μπαμπ, όταν ενημερώθηκε για την επικήρυξή του, τον Ιούνιο 1845, έφυγε από το Μπουσέχρ για το Σιράζ, παρουσίασε τον εαυτό του στις αρχές και τέθηκε σε κατ ' οίκον περιορισμό στο σπίτι του θείου του, μέχρις ότου ξέσπασε μια επιδημία χολέρας στην πόλη τον Σεπτέμβριο του 1846.[33] Όταν αφέθηκε ελεύθερος αναχώρησε για το Ισφαχάν. Εκεί, πολλοί ήρθαν να τον δουν στο σπίτι του ιμάμη τζουμ'α, επικεφαλής του τοπικού κλήρου που ήταν συμπαθής. Μετά από μια άτυπη συγκέντρωση, όπου ο Μπαμπ διαλέχθηκε με τον τοπικό κλήρο και επέδειξε την ταχύτητά του στη γρήγορη και άμεση ρήμα, η δημοτικότητά του πέταξε.[36] Μετά τον θάνατο του κυβερνήτη του Ισφαχάν και υποστηρικτή του Μπαμπ, Μανουχερ Χαν Γκορτζι, οι κληρικοί της επαρχίας άσκησαν πίεση στον Βασιλιά της Περσίας, Μοχάμαντ Σαχ Κατζάρ, ώστε να διατάξει τον Μπαμπ να έρθει στην Τεχεράνη τον Ιανουάριο του 1847.[37] Αφού πέρασε αρκετούς μήνες σε ένα στρατόπεδο έξω από την Τεχεράνη, και προτού συναντήσει τον Σαχ, ο Πρωθυπουργός φυλάκισε τον Μπαμπ στο Ταμπρίζ, στο βορειοδυτικό άκρο της χώρας.[33]
Με την πάροδο 40 ημερών στο Ταμπρίζ, ο Μπαμπ μεταφέρθηκε στο φρούριο του Μάκου στην επαρχία Αζερμπαϊτζάν του Ιράν κοντά στα τουρκικά σύνορα. Κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του εκεί, ο Μπαμπ άρχισε τη συγγραφή του πιο σημαντικού του έργου, του Περσικού Μπαγιάν, που έμεινε ανολοκλήρωτο. Με αυξανόμενη τη δημοτικότητα του Μπαμπ στο Μάκου ακόμα και ο κυβερνήτης του Μάκου προσηλυτίστηκε, και τον Απρίλιο 1848 ο πρωθυπουργός τον μετέφερε στο φρούριο του Τσεχρίκ.[38] Και εκεί, όμως, αυξήθηκε η δημοτικότητα του Μπαμπ, τόσο ώστε οι δεσμοφύλακες χαλάρωσαν τους περιορισμούς του. Εκείνη την περίοδο ο Ακα Μπαλα Μπιγκ Σισβάνι Νακσμπάντι ζωγράφισε το πορτρέτο του Μπαμπ.[39] Στη συνέχεια, ο Πρωθυπουργός διέταξε να φέρουν τον Μπαμπ πίσω στο Ταμπρίζ, όπου η κυβέρνηση κάλεσε τις θρησκευτικές αρχές να δικάσουν τον Μπαμπ για βλασφημία και αποστασία.[33]
Η Δίκη
Η δίκη, στην οποία παρευρέθηκε ο Εστεμμένος Πρίγκιπας, πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο του 1848 και συμμετείχε πληθώρα κληρικών. Ανέκριναν τον Μπαμπ σχετικά με τη φύση των ισχυρισμών του, τις διδασκαλίες του, και του ζήτησαν να δείξει θαύματα που αποδεικνύουν τη θεϊκή του εξουσία. Τον παραίνεσαν να αποκηρυχθεί τις αξιώσεις του. Υπάρχουν εννέα σωζόμενες εκθέσεις των μαρτύρων που παρευρέθηκαν στη δίκη, εκ των οποίων ορισμένες ίσως προέρχονται από μια παλαιότερη πηγή. Οι 6 από τις εκθέσεις προέρχονται από Μουσουλμανικούς λογαριασμούς, και εκφράζουν δυσμένεια για τον Μπαμπ.[40] Υπάρχουν 62 ερωτήσεις που αναφέρονται στις 9 εκθέσεις, εκ των οποίων οι 18 εμφανίζονται σε 1 έκθεση, οι 15 σε δύο, οι 8 σε τρεις, οι 5 σε τέσσερις, οι 13 σε πέντε, και οι 3 σε έξι. Με μη συμπεριλαμβανόμενες τις απαντήσεις «ναι» και «δεν απάντησε», απομένουν μόνο 35 απαντήσεις, εκ των οποίων οι 10 εμφανίζονται σε 1 έκθεση, οι 8 σε δύο, οι 6 σε τρεις, οι 3 σε τέσσερις, οι 2 σε πέντε, και 5 σε έξι. Στις 9 εκθέσεις των μαρτύρων υπάρχει μόνο μία απάντηση στην οποία ο Μπαμπ δηλώνει ότι «εγώ είμαι το άτομο που περιμένατε για χίλια χρόνια».[40]
Η δίκη δεν κατέληξε σε τελεσίδικο αποτέλεσμα. Μερικοί κληρικοί ζήτησαν τη θανατική ποινή, αλλά η κυβέρνηση ζήτησε επιείκεια στην κρίση τους, επειδή ο Μπαμπ ήταν δημοφιλής. Η κυβέρνηση ζήτησε από ιατρικούς εμπειρογνώμονες να κηρύξουν τον Μπαμπ τρελό, προκειμένου να αποτρέψουν την εκτέλεσή του, και για να κατευνάσει το θρησκευτικό ιερατείο διέδωσε φήμες για μετάνοια του Μπαμπ και ανάκληση των δηλώσεών του.[41]
Ο Σεΐχ-ουλ Ισλάμ, ένας προασπιστής της αντιμπαμπιστικής εκστρατείας, που δεν βρισκόταν στη δίκη του Μπαμπ, εξέδωσε μία θανατική ποινή υπό όρους αν διαγνωστεί ότι ο Μπαμπ είναι λογικός. Εκδόθηκε ένα φετβά που καταδίκαζε τον Μπαμπ για αποστασία με τη δήλωση: «Η μετάνοια δεν είναι αποδεκτή από έναν αδιόρθωτο αποστάτη, και η εκτέλεση σου αναβλήθηκε μόνο από αμφιβολία για τη λογική του μυαλού σου.»[41]
Ο γιατρός του πρίγκιπα, Ουίλιαμ Κόρμίκ, εξέτασε τον Μπαμπ και συμμορφώθηκε με το αίτημα της κυβέρνησης να βρει βάσιμους λόγους για την επίδειξη επιείκειας.[40] Η διάγνωσή του έσωσε τον Μπαμπ από την εκτέλεση για λίγο καιρό, αλλά οι κληρικοί επέμειναν ότι χρήζει σωματικής τιμωρίας, οπότε ο Μπαμπ τιμωρήθηκε με μαστίγωμα στα πόδια - είκοσι βουρδουλιές στα πέλματα των ποδιών του.[41]
Η ανυπόγραφη και αχρονολόγητη επίσημη κυβερνητική έκθεση αναφέρει ότι, κατόπιν του ξυλοδαρμού ο Μπαμπ προφορικώς και γραπτώς ανακάλεσε, απολογήθηκε και δήλωσε ότι δεν θα συνεχίσει να ισχυρίζεται αξιώσεις θεότητας.[42] Το έγγραφο της αυτοαναίρεσής του γράφτηκε λίγο μετά τη δίκη του στο Ταμπρίζ.[40] Μερικοί συγγραφείς πιστεύουν ότι οι ισχυρισμοί έγιναν για να ντροπιάσουν τον Μπαμπ και να υπονομεύσουν την αξιοπιστία του για το κοινό, και ότι η γλώσσα αυτού του εγγράφου διέφερε κατά πολύ από το συνηθισμένο στυλ του Μπαμπ, και φαινόταν προκομμένο από τις αρχές.[41]
Ο ανατολιστής Έντουαρντ Γκράνβιλ Μπράουν έλαβε αντίγραφα των εγγράφων της δίκης από τον Ιππόλυτο Ντρέυφους-Μπάρνι, τον πρώτο Γάλλο Μπαχάι. Το έγγραφο της ανάκλησης του Μπαμπ συμπεριλήφθηκε στο βιβλίο του Μπράουν με τίτλο: Πηγές για τη Μελέτη της Θρησκείας των Μπαμπί, όπου ο ίδιος αναφέρει, «[Το έγγραφο], ανυπόγραφο και αχρονολόγητο, υποτίθεται ότι γράφτηκε δια χειρός του Μπαμπ και αποτελεί πλήρη αναίρεση και παραίτηση από κάθε υπεράνθρωπη αξίωση που ίσως ισχυρίστηκε. Δεν είναι σαφές το σε ποιους απευθύνεται, ή εάν αναφέρεται στην ανάκληση της τελευταίας παραγράφου [της έκθεσης της κυβέρνησης] ή άλλου εγγράφου. Ο γραφικός χαρακτήρας, μολονότι είναι χαριτωμένος, δεν είναι ευανάγνωστος...»[43] Ακολουθεί μια μετάφραση από το σχετικό τμήμα του εγγράφου:
Ουδέποτε ζήτησα κάτι αντίθετο προς το Θέλημα του Θεού, και, αν λέξεις ενάντιες στη Θεία χάρη του κύλησαν από την πένα μου, θα ήταν ακούσια ανυπακοή, και σε κάθε περίπτωση μετανοώ και ζητώ συγχώρεση από Αυτόν. Αυτός ο υπηρέτης δεν έχει καμία γνώση για οποιαδήποτε υπεράνθρωπη αξίωση. Ζητώ τη συγχώρεση του Θεού του Κυρίου μου και μετανοώ σε αυτόν [την ιδέα] ότι θα έπρεπε να μου αποδοθεί οποιαδήποτε [Θεία] Αποστολή. Όσον αφορά ορισμένες προσευχές και λέξεις που έφυγαν από τη γλώσσα μου, δεν υπαινίσσονται καμία τέτοια Αποστολή, και οποιαδήποτε αξίωση για ιδιαίτερη απόδοση της Αγιότητάς του την Απόδειξη της Αγάπης (στο όνομα της Ειρήνης!) είναι αβάσιμος ισχυρισμός, που δεν έχει προβάλει ποτέ αυτός ο υπηρέτης.[44]
Μετά τη δίκη, ο Μπαμπ διατάχθηκε να επιστρέψει στο φρούριο της Τσεχρίκ.
Η Εκτέλεση
Στα μέσα του 1850 ο νέος πρωθυπουργός, ο Αμίρ Καμπίρ,[45] διέταξε την εκτέλεση του Μπαμπ, πιθανώς κατόπιν αποτυχημένων εξεγέρσεων των Μπαμπί και με τη δημοτικότητα του κινήματος να φθίνει. Έφεραν τον Μπαμπ πίσω στη Ταμπρίζ από το Τσεχρίκ για θανάτωση με τυφεκισμό από εκτελεστικό απόσπασμα. Τη νύχτα πριν από την εκτέλεσή του, ενώ βρισκόταν στο κελί του, ένας νεαρός Μπαμπί, ο Μωάμεθ-Αλί "Ανις" από το Ζονούζ, έπεσε στα πόδια του Μπαμπ και ικέτεψε να μαρτυρήσει μαζί του, τότε αμέσως συνελήφθη και τοποθετήθηκε στο ίδιο κελί με τον Μπαμπ.
Το πρωί της 9ης Ιουλίου 1850 (28 Σα'μπαν 1266 Ε.Ε.), τον έφεραν στην αυλή του στρατώνα, όπου παρευρίσκονταν χιλιάδες άνθρωποι που συγκεντρώθηκαν για να παρακολουθήσουν την εκτέλεση. Ο Μπαμπ και ο Ανίς δέθηκαν σε έναν τοίχο και ένα μεγάλο απόσπασμα από στρατιώτες ετοιμάστηκαν να πυροβολήσουν.[46] Πολλές αναφορές από αυτόπτες μάρτυρες και Δυτικούς διπλωμάτες διηγούνται το αποτέλεσμα.[47] Δόθηκε η διαταγή για πυρ. Οι αναφορές διαφέρουν στις λεπτομέρειες, αλλά συμφωνούν στο ότι η πρώτη ομοβροντία απέτυχε να σκοτώσει τον Μπαμπ, αντίθετα οι σφαίρες έκοψαν τα σχοινιά που τους συγκρατούσαν στον τοίχο.[48] Ήρθε ένα δεύτερο απόσπασμα και δόθηκε εκ νέου η διαταγή για πυρ. Αυτή τη φορά ο Μπαμπ σκοτώθηκε.[46] Στην παράδοση των Μπαμπί και των Μπαχάι, η αποτυχία της πρώτης ομοβροντίας να σκοτώσει τον Μπαμπ θεωρείται ένα θαύμα. Σύμφωνα με Ιρανικές πηγές, τα απομεινάρια του Μπαμπ και του Ανίς πετάχτηκαν σε ένα χαντάκι και φαγώθηκαν από σκυλιά, μια ενέργεια που καταδικάστηκε από τον Τζάστιν Σειλ, τότε Βρετανού Υπουργού στην Τεχεράνη.[46]
Οι πηγές των Μπαχάι υποστηρίζουν ότι τα λείψανα τους μυστικά διασώθηκαν από μια μερίδα Μπαμπί, οι οποίοι στη συνέχεια τα έκρυψαν. Με τον καιρό τα λείψανα μεταφέρθηκαν με μυστικότητα και σύμφωνα με τις οδηγίες αρχικά του Μπαχαολλά, και μετά του Αμπντόλ-Μπαχά, μέσω του Ισφαχάν, στο Κερμανσάχ, τη Βαγδάτη, τη Δαμασκό, τη Βηρυτό, και στη συνέχεια μέσω θαλάσσης στην Άκρα, στην πεδιάδα κάτω από το Όρος Κάρμηλος το 1899.[49] Την 21η Μαρτίου 1909, τα λείψανά του ενταφιάστηκαν σε έναν ειδικό τύμβο, στο Μαυσωλείο του Μπαμπ, που εγέρθηκε για τον σκοπό αυτό από τον Αμπντόλ-Μπαχά, στο Όρος Κάρμηλος στη σημερινή Χάιφα του Ισραήλ.[50] Στην περιοχή του, το Παγκόσμιο Κέντρο Μπαχάι υποδέχεται τους επισκέπτες να περιηγηθούν στους κήπους.
Η Διαδοχή
Στα πιο επιφανή συγγράμματά του, ο Μπαμπ υπαινίχθηκε την παρουσία του Εκλεκτού, αυτόν «Τον Οποίον ο Θεός θα φανερώσει», και ότι ο ίδιος ήταν «μόνο ένα δαχτυλίδι στο χέρι Αυτού, Τον Οποίον ο Θεός θα φανερώσει.» Τα 20 χρόνια που ακολούθησαν τον θάνατο του Μπαμπ, πάνω από 25 άτομα ισχυρίστηκαν ότι βρίσκονται στη θέση του Εκλεκτού, με πιο σημαντικό τον Μπαχαολλά.
Προτού πεθάνει ο Μπαμπ έστειλε μια επιστολή στον Μίρτσα Γιαχιά, Σουμπ-ι-Αζαλ, που για πολλούς θεωρείται σαν διαθήκη.[51] Σε αυτήν αναγνώριζε τον διορισμό του Σουμπ-ι-Αζάλ ως ηγέτη της κοινότητας των Μπαμπί μετά τον θάνατό του, και ζητούσε να υπακούσουν τον Εκλεκτό όταν αυτός εμφανιστεί.[52] Εκείνον τον καιρό ο Σουμπ-ι-Αζαλ, έφηβος ακόμα, δεν είχε ασκήσει ποτέ εξουσία ηγεσίας στο κίνημα των Μπαμπί, και εξακολουθούσε να ζει στο σπίτι του μεγαλύτερου αδερφού του, του Μπαχαολλά. Παράλληλα, υπήρχαν υποψίες ότι ο διορισμός αποσκοπούσε στο να τραβήξει την προσοχή μακριά από τον Μπαχαολλά και να επιτρέπεται μεγαλύτερη ευχέρεια στις επικοινωνίες μεταξύ των πιστών και του ηγέτη τους. Ήδη στο Σιιτικό Ισλάμ υπάρχουν πολλές ιστορίες για κρυφούς ηγέτες, και τους εκπροσώπους τους που ασκούν την πραγματική εξουσία. Παράδειγμα αυτού είναι η ιστορία των τεσσάρων Μπαμπ.
Το 1852 ο Μπαχάολλα, ενώ ήταν φυλακισμένος στην Τεχεράνη, δέχθηκε επίσκεψη από μία «Κόρη του Παραδείσου», που συμβολικά σηματοδότησε την έναρξη της αποστολής του ως Αγγελιοφόρου του Θεού. Έντεκα χρόνια αργότερα στη Βαγδάτη, έκανε την πρώτη του δημόσια δήλωση και τελικά αναγνωρίστηκε από τη συντριπτική πλειοψηφία των Μπαμπί ως "Εκείνος, τον Οποίον ο Θεός θα φανερώσει". Οι οπαδοί του άρχισαν να αυτοαποκαλούνται Μπαχάι.[53]
Ο Σουμπ-ι-Αζαλ συνέχισε να ζει μαζί ή κοντά στον Μπαχαολλά σε όλη την περίοδο της εξορίας του από το Ιράν στη Βαγδάτη και μετά στην Κωνσταντινούπολη και την Αδριανούπολη, μολονότι η αξίωση του Μπαχαολλά ως μια Εκδήλωση του Θεού, το 1863 κατέστησε αμφισβητήσιμη τη θέση του Σουμπ-ι-Αζάλ ως αρχηγού της κοινότητας των Μπαμπί. Τον Σεπτέμβριο 1867, στην Αδριανούπολη, οι ισχυρισμοί των αντίζηλων για την εξουσία εξελίχτηκαν σε κρίση. Ο Σουμπ-ι Αζαλ προκάλεσε τον Μπαχαολλά να ανταγωνιστούν σε μια δοκιμή για τη θεία θέληση σε ένα τοπικό τζαμί στην Αδριανούπολη, έως που «ο Θεός θα εξαφανίσει τον απατεώνα». Ο Μπαχαολλά δέχτηκε και προσήλθε στο Τέμενος Γιαβούζ Σελίμ στην καθορισμένη ώρα, αλλά ο Σουμπ-ι-Αζαλ απέτυχε να εμφανιστεί.[54]
Οι οπαδοί του Σουμπ-ι-Αζαλ έγιναν γνωστοί ως Αζαλίτες ή Αζάλι Μπαμπί. Για τους Μπαμπί που δεν αποδέχτηκαν τον Μπαχάολλα, ο Σουμπ-ι-Αζαλ παρέμεινε ο αρχηγός τους μέχρι τον θάνατό του το 1912, και η διαδοχή στους Αζάλι παρέμεινε επίμαχη. Στις πηγές των Μπαχάι αναφέρεται ότι οι 11 από τους 18 «μάρτυρες» που διορίστηκαν από τον Σουμπ-ι-Αζαλ για να επιβλέπουν την κοινότητα των Μπαμπί έγιναν Μπαχάι, όπως και ο γιός του. Ο άνδρας που δήθεν διορίστηκε ως διάδοχος του Σουμπ-ι-Αζαλ, ο Χαντι-ι-Νταβλατ-Αμπαντί, μετέπειτα αποκηρύχτηκε δημόσια την πίστη του στον Μπαμπ και στον Σουμπ-ι-Αζαλ.[55]
Ο Μπαχαολλά προέκυψε πιο επιτυχημένος και η συντριπτική πλειοψηφία των οπαδών του Μπαμπ εγκατέλειψε τον Σουμπ-ι-Αζαλ και έγιναν Μπαχάι. Σήμερα υπάρχουν αρκετά εκατομμύρια Μπαχάι, και εκτιμάται ότι υπάρχουν περί τους 1000 Αζαλίτες στο Ιράν.[56]
Διδασκαλίες
Οι διδασκαλίες του Μπαμπ έχουν τρία μεγάλα στάδια, έκαστο με μια κυρίαρχη θεματική εστίαση. Οι πρώιμες διδασκαλίες του επικεντρώθηκαν στην ερμηνεία του για το Κοράνι και το χαντίθ. Αυτή η ερμηνευτική διάθεση συνεχίστηκε σε όλα τα τρία στάδια της διδασκαλίας του, αλλά με μία μετατόπιση της έμφασης προς φιλοσοφική αποσαφήνιση και τελικά προς νομοθετικές απόψεις. Στο δεύτερο φιλοσοφικό στάδιο, ο Μπαμπ δίνει μια εξήγηση για τη μεταφυσική της ύπαρξης και της δημιουργίας, και στο τρίτο νομοθετικό στάδιο ενοποιούνται οι μυστικιστικές και ιστορικές αρχές του.[57] Μια ανάλυση των συγγραμμάτων του Μπαμπ σε όλα αυτά τα στάδια δείχνουν ότι οι διδασκαλίες του κινήθηκαν από μια κοινή αρχή με πολλαπλές διαστάσεις και μορφές.[58]
↑Amanat, Abbas (2000). «Resurgence of Apocalyptic in Modern Islam». Στο: Stein, Stephen J., επιμ. The Encyclopedia of Apocalypticism, vol. III: Apocalypticism in the Modern Period and the Contemporary Age. New York: Continuum. σελίδες 241–242. ISBN0-8264-1255-6.
↑Denis MacEoin (1992). The Sources for Early Bābī Doctrine and History. Leiden: Brill. σελ. 177. ISBN90-04-09462-8. Muhammad 'Alí Faydí's Hadrat-i Nuqta-yi Ulá (Tehran, 132 B.E./1976-77): "This work contains an interesting account of the single portrait of the Báb painted by Áqa Bálá Big Shíshvání Naqshbandí during Shírazí's stay in Urúmiyya in 1848 (pp. 367–74). This painting is now kept in the Bahá'í archives in Haifa..."
↑Κύριε Justin Σιλ, Queen Victoria's Έκτακτος Απεσταλμένος και Πληρεξούσιος Υπουργός στην Τεχεράνη, έγραψε ο Henry John Temple, 3rd Viscount Palmerston, ο Βρετανός υφυπουργός Εξωτερικών, στις 22 ιουλίου 1850, όσον αφορά την εκτέλεση. Η επιστολή, που βρέθηκαν στην αρχική του μορφή ως έγγραφο Φ. ο. 60/152/88 στα αρχεία του Foreign Office στο Δημόσιο αρχείο στο Λονδίνο.
↑Ορισμένοι λογαριασμοί πω Anís υπέκυψε στον θάνατο, την πρώτη volley, άλλο ότι ο Báb στάλθηκε από ένα σπαθί. Βλέπεις ο Firuz Kazemzadeh, Κάζεμ Kazemzadeh, και ο Χάουαρντ Garey, "Το Báb: Λογαριασμοί του Μαρτυρίου του", σε Παγκόσμια Τάξη, vol. 8, αριθ. 1 (Πτώση, 1973), 32. Όλοι οι λογαριασμοί, ακόμη και η Μουσουλμανική αυτά, συμφωνώ ότι η Báb επέζησε από την πρώτη volley.