Η μονή του Σωτήρoς του Φάρου ή του Σωτήρος του Ακρωτηρίου[1] (ιταλ.Monastero Santissimo Salvatore in lingua phari) ήταν σπουδαία βυζαντινή σταυροπηγιακή μονή[2], η οποία βρισκόταν στη χερσόνησο του φάρου, στην είσοδο του λιμανιού της Μεσσήνης, στη Σικελία.
Φθονώντας την ευημερία της μονής της Παναγίας Οδηγήτριας του Ροσάνο (Santa Maria Patir), που είχε ιδρυθεί από τον Βασιλειανό μοναχό Βαρθολομαίο του Σίμερι, οι Βενεδικτίνοι μοναχοί της Αγίας Τριάδας της Μιλήτου τον κατηγόρησαν για αίρεση. Ο τότε κόμης και μετέπειτα βασιλιάς της Σικελίας Ρογήρος Β΄ τον κάλεσε και, χωρίς να τον καταδικάσει, του εμπιστεύτηκε τη δημιουργία ενός νέου μοναστηριού στη Μεσσήνη, στην τοποθεσία Φάρος ή του Γραφέως[4], το 1122[5].
Ο Βαρθολομαίος ξεκίνησε τον σχεδιασμό της νέας μονής, αλλά πέθανε το 1130 και η κατασκευή της μονής ολοκληρώθηκε το 1132[1] υπό την καθοδήγηση του μαθητή του Λουκά της Μεσσήνης[5], ο οποίος έφτασε από τη Μονή Οδηγήτριας με σαράντα εννέα μοναχούς[4].
Με εντολή του Ρογήρου Β΄, η μονή ονομάστηκε «αρχιμανδριτική» και από το 1133 υπήχθησαν σε αυτήν συνολικά 45 μονές (32 στη Σικελία, 13 στην Καλαβρία)[6], που έφτασαν κάποια στιγμή και τις 62[3]. Έγινε έτσι ένα από τα τέσσερα ιταλικά κέντρα, στα οποία υπάγονταν οι μονές του ορθόδοξου τυπικού (τα άλλα ήταν οι μονές της Παναγίας Οδηγήτριας στο Ροσάνο, του Αγίου Νικολάου στο Οτράντο και της Θεοτόκου Κρυπτοφέρρης)[7]. Έτσι ο ηγούμενος της Μονής του Σωτήρος, που έφερε και τον τίτλο του αρχιμανδρίτη[2], ήταν από την εκλογή του πατέρας και προεστώς και των μοναστηριών που εξαρτώνταν από αυτήν και επέλεγε τους ηγουμένους τους. Είχε επίσης εξουσίες αστικής και κανονικής δικαιοσύνης[4] και δεν υπόκειτο στον Λατίνο επίσκοπο Μεσσήνης[5].
Η μονή έλαβε πολλά αγαθά και προνόμια, τα οποία την κατέστησαν σημαντικό ιδιοκτήτη στο νησί[5]. Τέθηκε υπό την προστασία Παπών και Νορμανδών ηγεμόνων μέχρι την παρακμή της, μετά την κατάκτηση της Σικελίας από τους Ανδεγαυούς το 1266[7]. Οι οπαδοί του Σικελικού Εσπερινού, που επιδίωκαν τον χωρισμό της Καλαβρίας από τη Σικελία, επηρέασαν και την ισχύ του μοναστηριού.
Εξελίχθηκε σε πολιτιστικό κέντρο, καθώς λειτουργούσε σχολή καλών τεχνών και καλλιγραφίας, αλλά και μεγάλη βιβλιοθήκη με συγγράμματα, που είτε έρχονταν από τις εξαρτημένες από αυτή μονές, είτε παράγονταν στο σκριπτόριό της[3]. Σε διάφορες επιδρομές έπαιξε σημαντικό αμυντικό ρόλο λόγω της θέσης της[3].
Τον 16ο αιώνα, ο Κάρολος Κουίντος διέταξε να κατεδαφιστεί η μονή και να χτιστεί ένα φρούριο στη στρατηγική της θέση. Αναζητήθηκε έτσι νέα τοποθεσία και επελέγη ένα σημείο ακριβώς απέναντι στο λιμάνι, όπου ξαναχτίστηκε[3]. Το 1783 ένας σεισμός κατέστρεψε τη Μονή του Αγίου Βαρθολομαίου Τρυγώνας στην Αγία Ευφημία του Ασπρομόντε και οι μοναχοί που επέζησαν ήλθαν και εντάχθηκαν στη Μονή του Σωτήρος[8].
Το 1866, το νεοσυσταθέν Ιταλικό Κράτος κατέσχεσε την εκκλησιαστική περιουσία. Η Μονή του Σωτήρος λειτουργούσε ως τον μεγάλο σεισμό του 1908, ο οποίος την κατέστρεψε ολοσχερώς, σκοτώνοντας και όσους μοναχούς δεν είχαν ήδη διασκορπιστεί[2]. Όταν αργότερα στη θέση της κτίστηκε το κτίριο, που σήμερα φιλοξενεί το Περιφερειακό Μουσείο (Museo Regionale), ανακαλύφθηκε κρύπτη κάτω από τον ναό, με 16 εσοχές που προορίζονταν για τάφους[3]. Η Μονή επεικονίζεται από τον Αντονέλλο ντα Μεσσίνα στο φόντο του έργου του «Σταύρωση», το οποίο βρίσκεται σήμερα στο Σιμπίου της Ρουμανίας[3].