Η μονή Χαλέπας είναι ορθόδοξο μοναστήρι το οποίο βρίσκεται στο δήμο Μυλοποτάμου, Κρήτη. Είναι αφιερωμένη στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Έχει φρουριακό χαρακτήρα. Οι παλαιότερες αναφορές στη μονή χρονολογούνται από τα μέσα του 16ου αιώνα, όταν ήταν γυναικεία μονή. Η μονή καταστράφηκε το 1646, αλλά επανασυστάθηκε το 1673, αυτή τη φορά ως αντρική. Η μονή ερήμωσε τελείως στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.
Ιστορία
Η μονή δεν είναι γνωστό πότε ιδρύθηκε. Οι παλαιότερες αναφορές στη μονή γίνονται σε νοταριανά έγγραφα του 1555-1625, τα οποία αναφέρονται στην περιουσία της μονής.[1] Η μονή τότε ήταν γυναικεία, όπως και η κοντινή μονή της Αγίας Μαρίνας, σε απόσταση περίπου 500 μέτρων. Και οι δύο μονές καταστράφηκαν από τους Οθωμανούς το 1646, κατά τη διάρκεια του Κρητικού Πολέμου. Το γεγονός αναφέρεται από τον Ρεθυμνιώτη ποιητή Μαρίνο Τζανέ Μπουνιαλή.[2]
Η μονή Χαλέπας επανασυστάθηκε το 1673 από τον ιερομόναχο Ιερεμία Σγουρού, όπως αναφέρει η επιγραφή στο υπέρθυρο της εισόδου της μονής. Το μοναστήρι αυτή τη φορά ήταν ανδρώο. Το 1676 η μονή έγινε σταυροπηγιακή, αλλά ήταν μετόχι της μονής Βωσάκου. Το 1783 η μονή αντάλλαξε δώρα με τον μητροπολίτη Κρήτης Mάξιμο Προγιαννακόπουλο, οπότε και πιθανόν είχε γίνει ανεξάρτητη. Στις αρχές του 18ου αιώνα τόσο η μονή Βωσάκου όσο και η μονή Χαλέπας έχασε τον σταυροπηγιακό τους καθεστώς, αλλά το ανέκτησαν το 1790-1791. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821, η μονή είχε ηγούμενο τον Νέστορα Κοκκινίδη, ο οποίος ήταν χαΐνης και μαζί με άλλους μοναχούς είχαν συγκροτήσει ανεξάρτητο αντάρτικο σώμα. Στα τέλη Αυγούστου 1822, οι Τουρκοαιγύπτιοι, οι οποίοι προέλαυναν προς ανατολάς, στρατοπέδευσαν για λίγο στο χώρο της μονής, όπου δέχθηκαν επίθεση από Μυλοποταμίτες και Ανωγειανούς, με αποτέλεσμα η μονή να υποστεί καταστροφές.[1]
Η μονή συνέχισε να λειτουργεί και το 1841 ήταν μία από τις 41 ενεργές μονές της Κρήτης. Το 1850 το σταυροπηγιακό καθεστώς της ανανεώθηκε.[1] Κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1866 η μονή αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες και οι χώροι της, σύμφωνα με τον Άγγλο δημοσιογράφο Ιλλαρίων Σκίνερ, παρείχαν άσυλο σε οικογένειες προσφύγων.[3] Το 1868 η μονή πούλησε ένα μεγάλο αγρόκτημα και αργότερα ένα σπίτι στο Ηράκλειο. Η μονή συμμετείχε στην επανάσταση του 1897. Η μονή ερημώθηκε το 1960, με το θάνατο του τελευταίου μοναχού. Ο νέος της ηγούμενος τελούσε τα καθήκοντά του από την μονή Δισκουρίου.[1]
Η μονή έχει χαρακτηριστεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο από το 1979.[4] Τα κτίριά της βρίσκονται υπό αναστήλωση.[1]
Περιγραφή
Η μονή βρίσκεται σε λόφο πάνω από το χωριό Τσαχιανά, στους πρόποδες του Ψηλορείτη. Έχει φρουρικό χαρακτήρα, με κεντρική αυλή. Σήμερα η είσοδος στη μονή γίνεται από διαβατικό (πυλώνα) το οποίο βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά του συγκροτήματος και φέρει επιγραφή με την χρονολογία του 1673. Η αρχική είσοδος του μοναστηριού δεν είναι γνωστό που ήταν.[1] Η μονή είναι οργανωμένη σε δύο επίπεδα, με το πάνω επίπεδο να περιλαμβάνει την κεντρική αυλή, γύρω από την οποία βρίσκονται το καθολικό, Το ηγουμενείο, τα κελιά και κοινόχρηστοι χώροι βρίσκονται στη νοτιοανατολική πλευρά και η τραπεζαρία. Στο κάτω επίπεδο, που βρίσκεται δυτικότερα, είναι οι σταύλοι, το ελαιοτριβείο και οι αποθήκες.[5]
Το καθολικό της μονής βρίσκεται στην ανατολική άκρη της κεντρικής αυλής. Είναι δίκλιτος ναός με το ένα κλίτος αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος και το άλλο στη Γέννηση του Ιησού. Ο παλιός δίκλιτος ναός περιβάλλεται από την ημιτελή οικοδομή ενός νεότερου ναού η οποία άρχισε στις αρχές του 20ού αιώνα από τον ηγούμενο Ιάκωβο Πλουμή. Καθώς η μονή ήταν τότε ακόμη ενεργή αποφασίστηκε ο παλαιός ναός να μην κατεδαφιστεί πρωτού ολοκληρωθεί ο νέος. Οι εργασίες στο νέο ναό σταμάτησαν το 1912. Το παλαιό καθολικό έχει αποκατασταθεί, όπως και το παλαιό τέμπλο του.[1]
Δυτικά του διαβατικού της εκκλησίας βρίσκεται ξερή σήμερα πέτρινη κρήνη με γλυπτά στοιχεία.[5] Η κρήνη κατασκευάστηκε το 1759, επί ηγουμενίας Mαξίμου Bεργίτση.[1]
Εικόνα
Το καθολικό της μονής, όπως φαίνεται από την κεντρική αυλή