Η Μονή Παναγίας Εικοσιφοινίσσης είναι ιστορικό μοναστήρι βρισκόμενο στον δήμο Αμφίπολης του Νομού Σερρών, κοντά στα όρια με τους Νομούς Καβάλας και Δράμας. Εκκλησιαστικά, υπάγεται στην Ιερά Μητρόπολη Δράμας. Είναι κτισμένο σε υψόμετρο 753 μέτρων, στη βόρεια πλευρά του όρους Παγγαίου.
Η ίδρυση
Η ίδρυση της Μονής ανάγεται στα χρόνια του επισκόπου Φιλίππων Σώζοντος, ο οποίος έλαβε μέρος στη Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Χαλκηδόνα της Μικράς Ασίας (451 μ.Χ.). Κατά την παράδοση, ο επίσκοπος Σώζων ίδρυσε, περί το 450 μ.Χ., Ναό και μοναστικό οικισμό στη θέση Βίγλα, πλησίον της Μονής. Ο μοναστικός οικισμός αυτός εγκαταλείφθηκε με την πάροδο των ετών και η Μονή ιδρύθηκε ουσιαστικά από τον Όσιο Γερμανό, τον 8ο αιώνα.
Αν και η ονομασία φαίνεται να προέρχεται από τις λέξεις είκοσι + φοίνισσα, πρόκειται για παρετυμολογικό σχηματισμό από το προγενέστερο οικωνύμιο Κοσίνιτσα, κι αυτό με τη σειρά του προέρχεται από τη σλαβικής προέλευσης λέξη кошница / košnica < кош / koš (καλάθι) + -ница / -nica (τόπος).[1]
Παλαιότερα υπήρξαν κάποιες χαριτωμένες αλλά οπωσδήποτε λανθασμένες απόπειρες εξήγησης του δυσνόητου οικωνυμίου.
Ο ηγούμενος της μονής Χρύσανθος το 1782 αναφέρει ότι, ενώ ο Όσιος Γερμανός, μετά την ανέγερση του μοναστηριού, αναζητούσε κατάλληλη σανίδα, για να γίνει η εικόνα της Θεοτόκου, εκείνη με θαυματουργικό τρόπο τού προσέφερε την μέχρι και σήμερα σωζόμενη εικόνα της, που άστραφτε κι εξέπεμπε «φοινικούν», δηλαδή κοκκινωπό φως. Έτσι επικράτησε ο όρος «Εικοσιφοίνισσα» (εικών φοίνισσα → Εικοσιφοίνισσα)[2]. Κατά μια άλλη ισχνότερη εκδοχή ο κτήτωρ της μονής, Άγιος Γερμανός, βρισκόταν σε μια μικρή όαση έξω από τη μονή του Τιμίου Προδρόμου στους Αγίους Τόπους, όπου είχε είκοσι φοίνικες· εκεί έλαβε εντολή από άγγελο της Θεοτόκου για την ανέγερση της μονής και σε ανάμνηση της τοποθεσίας την ονόμασε «Παναγία η Εικοσιφοίνισσα».[3]
Ο πρώτος κτήτορας
Κατά την παράδοση, ο Όσιος Γερμανός, αφού μόνασε στην Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου, στον Ιορδάνη ποταμό, εγκατέλειψε την Παλαιστίνη και με όραμα ήρθε στη θέση Βίγλα του Παγγαίου περί το 718. Εκεί ανακάλυψε τα ερείπια των παλαιών κτισμάτων που είχε χτίσει ο Σώζων. Ξεκίνησε να ανεγείρει νέα Μονή, αλλά τα χρήματα που είχε συγκεντρώσει για την ανέγερση της Μονής δεν επαρκούσαν για να εξοφλήσει τους τεχνίτες, με αποτέλεσμα αυτοί να τον οδηγήσουν αιμόφυρτο στη Δράμα για να δικαστεί. Στο δρόμο συνάντησαν τον πληγωμένο Άγιο οι Κωνσταντινουπολίτες αξιωματούχοι Νικόλαος και Νεόφυτος, οι οποίοι μετέβαιναν στη Σερβία ως απεσταλμένοι του Αυτοκράτορα Βασιλείου Α΄ του Μακεδόνα. Αυτοί εξόφλησαν τους τεχνίτες και ελευθέρωσαν τον Άγιο, ενώ αργότερα πούλησαν και οι ίδιοι την περιουσία τους και μόνασαν στη Μονή, κοντά στον Άγιο Γερμανό. Ο Βίος του Αγίου Γερμανού διασώζεται στο χειρόγραφο κώδικα 19 του ερμαρίου 59 της Λαυρεντιανής Βιβλιοθήκης της Φλωρεντίας.[4][5]
Η νεότερη ιστορία
Για αρκετούς αιώνες η ιστορία της Μονής Εικοσιφοινίσσης είναι άγνωστη. Αρχαιολογικές ενδείξεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι κατά τον 11ο αιώνα κτίστηκε ξανά το Καθολικό της Μονής. Η Μονή έγινε Σταυροπηγιακή με σιγίλια των Πατριαρχών Συμεών Α΄ και Μαξίμου Γ΄, εξαρτήθηκε δηλαδή απευθείας από τον Οικουμενικό Πατριάρχη.[7][8]
Η Μονή έζησε νέα εποχή ακμής όταν το 1472 σε αυτή εγκαταβίωσε ο παραιτηθείς Οικουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος Α΄, ο οποίος με τη δράση και την περιουσία του της έδωσε πνοή ζωής. Για το λόγο αυτό ονομάστηκε δεύτερος Κτήτωρ της Μονής και η Εκκλησία τον ανακήρυξε Άγιο. Έζησε στη Μονή έως το 1488, οπότε επανεξελέγη από Σύνοδο που συνεκλήθη από τον Σουλτάνο Βαγιαζήτ Β΄. Το 1490 παραιτήθηκε λόγω γήρατος και επέστρεψε στην ίδια Μονή μέχρι το τέλος της ζωής του το 1492.
Πατριαρχικά σιγίλια υπέρ της Μονής εξέδωσαν οι Οικουμενικοί Πατριάρχες: Ιερεμίας Α΄ (1544), Μητροφάνης Γ΄ (1567) και Ιερεμίας Β΄ ο Τρανός (1573). Το 1610 επισκέφθηκε τη Μονή ο Μητροπολίτης Μυρέων Ματθαίος, ο οποίος συνέγραψε τον Παρακλητικό Κανόνα της Παναγίας Αχειροποιήτου. Το 1798, μετά την πρώτη του Πατριαρχία, έμεινε ως εξόριστος στη Μονή ο μετέπειτα εθνομάρτυρας και άγιος Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄.
Οι καταστροφές και το μαρτύριο των 172 μοναχών
Κατά την Τουρκοκρατία, η συμβολή της Μονής στη διατήρηση της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού υπήρξε ανεκτίμητη, ενώ κατά την ιστορική της διαδρομή καταστράφηκε πολλές φορές από Τούρκους και Βούλγαρους επιδρομείς. Στις 25 Αυγούστου 1507, οι Τούρκοι έσφαξαν 172 μοναχούς[9] της Μονής, διότι είχαν ενοχληθεί από τη δράση τους υπέρ της διατήρησης της ελληνικότητας του πληθυσμού της περιοχής. Τρία χρόνια μετά, 10 μοναχοί από την Ιερά Μονή ΒατοπαιδίουΑγίου Όρους, ήλθαν στη Μονή για να την ανασυστήσουν.
Η συμβολή στην Ελληνική Επανάσταση και την Παιδεία
Κατά την εποχή της Επανάστασης του 1821, η Μονή είχε καταστεί πνευματικό και εθνικό κέντρο της Ανατολικής Μακεδονίας και οι ηγούμενοί της είχαν στενή συνεργασία με τους ηγέτες της Επαναστάσεως (Νικοτσάρας, Εμμανουήλ Παπάς) στη Βόρεια Ελλάδα. Η Μονή έπαθε σοβαρές ζημιές από σεισμό του 1829, αποτεφρώθηκε το 1854 και το 1864 επιδημία πανώλης αποδεκάτισε την αδελφότητά της. Μέχρι το 1843 λειτουργούσε εκεί σχολή, ονομαζόμενη Σχολή των Κοινών Γραμμάτων ή Ελληνική Σχολή. Σε αυτή τη Σχολή φοίτησε από το 1839 ως μαθητής και ο μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης Νεόφυτος Η', γι΄αυτό και αργότερα στο πτυχίο του από τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης αναγράφεται ως Εικοσιφοινισσιώτης.
Η διακονία του Αγίου Προκοπίου Λαζαρίδη
Ο άγιος Προκόπιος Λαζαρίδης επίσκοπος Αμφιπόλεως (μετέπειτα Μητροπολίτης Ικονίου), μετέβη στη Μονή το 1898 ως έξαρχος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, με σκοπό την αποκατάσταση της ενότητας και της ειρήνης μεταξύ της μοναστικής αδελφότητας. Ο ίδιος αργότερα εξελέγη Μητροπολίτης Ικονίου, από όπου και καταγόταν, και μαρτύρησε το 1923 στη Μικρά Ασία.[10]
Η αρχιερατεία του Αγίου Χρυσοστόμου Δράμας, Φιλίππων και Ζιχνών
Ο Άγιος Χρυσόστομος Μητροπολίτης Δράμας, Φιλίππων και Ζιχνών[6], μετέπειτα Σμύρνης όπου και μαρτύρησε, μερίμνησε ιδιαίτερα για την ηθική και υλική ενίσχυση της Ιεράς Μονής κατά την αρχιερατεία του στην Ιερά Μητρόπολη Δράμας, Φιλίππων και Ζιχνών[6] που διήρκησε από το 1902 έως το 1910. Με στήριξη του Μητροπολίτη Χρυσοστόμου λειτουργούσε στη Μονή Γεωργική Σχολή με τρεις γεωπόνους.
Η σύληση των κειμηλίων από τον κατοχικό βουλγαρικό στρατό
Κατά τη Β΄ Βουλγαρική Κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας οι δολοφονίες και οι βιαιότητες που διέπραττε ο βουλγαρικός κατοχικός στρατός ήταν πολλές. Ανάμεσα σε αυτές ήταν και η δολοφονία, του γέροντος μοναχού Μακαρίου, προηγουμένου της Μονής, που σφαγιάσθηκε στις 3 Οκτωβρίου 1916.
Τη Μεγάλη Δευτέρα 27 Μαρτίου 1917, στρατιώτες του βουλγαρικού κατοχικού στρατού με επικεφαλής τον Βούλγαρο κομιτατζή Πανίτσα, εισήλθαν στη Μονή και αφού βιαιοπράγησαν κατά των μοναχών, άρπαξαν τα περισσότερα κειμήλια και τα μετέφερε στη Βουλγαρία, όπου κατακρατούνται μέχρι σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Σόφιας. Στο σκευοφυλάκιο της Μονής ήταν αποθησαυρισμένα πολλά και σημαντικά κειμήλια, ενώ ιδιαίτερα αξιόλογη ήταν η βιβλιοθήκη της, η οποία το 1917 αριθμούσε 1.300 τόμους βιβλίων, από τα οποία τα 400 ήταν χειρόγραφες μεμβράνες.
Τον Ιούνιο του ιδίου έτους (1917), Βούλγαροι στρατιώτες οδήγησαν τους μοναχούς σε ομηρία. Ορισμένοι από τους μοναχούς δεν άντεξαν τις συνθήκες και πέθαναν στη φυλακή. Όσοι μοναχοί επιβίωσαν στην ομηρία, επέστρεψαν στις 10 Οκτωβρίου 1918, μετά την ήττα των Βουλγάρων και Γερμανών.[11]
Η ελληνική πολιτεία αντέδρασε αμέσως στη σύληση και αρπαγή των κειμηλίων. Έτσι στις 31 Μαρτίου 1917, τέσσερις ημέρες μετά τη ληστρική επιδρομή, ο τότε Νομάρχης Δράμας Ν. Μπακόπουλος υπέβαλε διαμαρτυρία προς τις κατοχικές βουλγαρικές αρχές χωρίς όμως αποτέλεσμα. Το 1918, μετά την απελευθέρωση της περιοχής από τη Β΄ Βουλγαρική Κατοχή, το θέμα επιστροφής των κειμηλίων συζητήθηκε στην Ελληνική Βουλή. Ακολούθως, η ελληνική κυβέρνηση απαίτησε την εφαρμογή της Συνθήκης του Νεϊγύ (1919), σύμφωνα με την οποία έπρεπε να επιστραφούν όλα τα πολιτιστικά αγαθά που είχαν κλαπεί κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών. Το 1923 ο καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας και ο διευθυντής του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών Γεώργιος Σωτηρίου μετέβη στη Σόφια για να ζητήσει την επιστροφή των κλαπέντων αντικειμένων (907 ιερά λατρευτικά αντικείμενα, 430 χειρόγραφους κώδικες, 467 αρχέτυπα, κ.ά.), αλλά επεστράφησαν μόνον 7.[12]
Όπως αποκαλύφθηκε τις τελευταίες δεκαετίες, τα περισσότερα από τα κειμήλια κατακρατούνται παράνομα σήμερα στη Σόφια, στο Κέντρο Σλαβοβυζαντινών Σπουδών Ivan Dujev και στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Βουλγαρίας, ενώ κάποια άλλα πουλήθηκαν ή έφτασαν με άλλους τρόπους, μέσω Βουλγαρίας, σε βιβλιοθήκες εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και ιδιωτικές συλλογές της Ευρώπης και των ΗΠΑ.
Σημειωτέον πως οι Βούλγαροι απέσπασαν παράνομα όχι μόνο τα κειμήλια της Μονής Εικοσιφοινίσσης, αλλά και πλήθος έτερων ελληνικών κειμηλίων από τη Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών και τις Μονές Παναγίας Καλαμούς και Παναγίας Αρχαγγελιώτισσας Ξάνθης. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, οι Ιερές Μητροπόλεις καθώς και οι αρχές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχουν διατυπώσει επισήμως αίτημα για την επιστροφή των κλαπέντων ελληνικών κειμηλίων.[13]
Εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας της Ιεράς Μονής Εικοσιφοινίσσης, από τα κειμήλια που συλήθηκαν από τους Βούλγαρους κατακτητές κατά τα έτη 1916-1918, 1941-1944 και κατακρατούνται στη Σόφια.
Κειμήλια της Ιεράς Μονής Εικοσιφοινίσσης που συλήθηκαν από τους Βούλγαρους κατακτητές κατά τα έτη 1916-1918, 1941-1944 και κατακρατούνται στη Σόφια.
Αρτοφόριο της Ιεράς Μονής Εικοσιφοινίσσης, από τα κειμήλια που συλήθηκαν από τους Βούλγαρους κατακτητές κατά τα έτη 1916-1918, 1941-1944 και κατακρατούνται στη Σόφια.
Η πυρπόληση της Μονής
Οι Βούλγαροι κατέλαβαν για τρίτη φορά την Ανατολική Μακεδονία (μετά το 1916 και το 1918) στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο κατοχικός βουλγαρικός στρατός εισέβαλε στη Μονή, κράτησε σε περιορισμό τον ηγούμενο Γρηγόριο και τους δώδεκα μοναχούς και ακολούθως πυρπόλησε τη μονή με αποτέλεσμα να καταστραφούν τα οικοδομήματα στις 12 Ιουλίου 1943.
Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο ηγούμενος Γρηγόριος Κατσιβάκης έκτισε το Ηγουμενείο και έναν μικρό ξενώνα με προσωπική εργασία και βοήθεια πιστών. Αποτέλεσε, μέχρι την κοίμησή του το 1956, τον τελευταίο ηγούμενο της Μονής ως ανδρώας.
Η αναβίωση
Η ανασύσταση της Μονής και η αναβίωση του μοναχισμού σε αυτήν, πραγματοποιήθηκε από τον Μητροπολίτη Δράμας Διονύσιο Κυράτσο, αμέσως μετά την ενθρόνισή του το 1965. Όταν ανέλαβε Μητροπολίτης Δράμας η Μονή παρουσίαζε εικόνα εγκατάλειψης και ερήμωσης. Με μέριμνά του εγκαταστάθηκε στη Μονή γυναικεία αδελφότητα και πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες εργασίες συντήρησης και ανέγερσης κτισμάτων.[14]
Η Μονή σήμερα
Σήμερα η Μονή είναι γυναικεία και αριθμεί 23 μοναχές. Πανηγυρίζει τη μνήμη του πρώτου κτήτορά της Αγίου Γερμανού και των δύο Κωνσταντινουπολιτών αξιωματούχων Νικολάου και Νεοφύτου, στις 22 Νοεμβρίου και την επομένη ημέρα τη μνήμη του δεύτερου κτήτορά της, Αγίου Διονυσίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Γιορτάζει επίσης στις 15 Αυγούστου, στη μνήμη της Παναγίας, στις 14 Σεπτεμβρίου, στη μνήμη της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού και στις 21 Νοεμβρίου, στη μνήμη των Εισοδίων της Θεοτόκου. Μπροστά από τη Μονή υπάρχει το μνημείο των 172 Μοναχών που έσφαξαν οι Τούρκοι το 1507.
Το 2011 επεστράφη, μετά από ενέργειες της Μητροπόλεως Δράμας, τμήμα του ιερού Λειψάνου του Αγίου Διονυσίου (δεύτερου κτήτορος της Μονής), από τη Βουλγαρία. Το λείψανο είχε κλαπεί επί Βουλγαρικής Κατοχής, μαζί με πληθώρα άλλωνν κειμηλίων που παραμένουν έως σήμερα στη Σόφια (στο Κέντρο Σλαβοβυζαντινών Σπουδών Ivan Dujev και στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Βουλγαρίας). Επίσης, το 2016 επεστράφη στη Μονή, με τη συμβολή της Αρχιεπισκοπής Αμερικής, μια σπάνια χειρόγραφη Καινή Διαθήκη 674 σελίδων, γραμμένη τον 9ο αιώνα, η οποία είχε κλαπεί το 1917 από τους Βούλγαρους και είχε καταλήξει να βρίσκεται στη Λουθηρανική Θεολογική Σχολή του Σικάγου στις Η.Π.Α. Αποτελεί το παλαιότερο παγκοσμίως πλήρες χειρόγραφο της Καινής Διαθήκης.[18][19][20][21][22]
Το κτηριακό συγκρότημα
Ολόκληρη η Μονή περιβάλλεται από ψηλό τείχος και στο κέντρο της βρίσκεται ο Ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου. Στο πρώτο και κύριο μέρος της Μονής βρίσκεται το καθολικό, το οποίο είναι το παλαιότερο κτίσμα της, το Ηγουμενείο, τα κελιά των μοναζουσών, το αρχονταρίκι, το παρεκκλήσιο της Αγίας Βαρβάρας με το αγίασμα, το μουσείο, η τράπεζα και τα εργαστήρια κεντητικής και αγιογραφίας. Στο δεύτερο μέρος των κτηριακών εγκαταστάσεων της Μονής περιλαμβάνονται τα τρία κτήρια των ξενώνων, το πρεσβυτέριο για το λειτουργό Ιερέα της Μονής και το παρεκκλήσιο της Ζωοδόχου Πηγής.
Το Καθολικό
Το Καθολικό τιμάται στα Εισόδια της Θεοτόκου. Ο ρυθμός του είναι σταυροειδής τρουλαίος σύνθετος τετρακίονος. Αποτελείται από τον εξωνάρθηκα, τον εσωνάρθηκα και τον κυρίως Ναό. Οι τρούλοι του Καθολικού στηρίζονται σε 4 μαρμάρινους κίονες. Η περίτεχνη λιθόγλυπτη κυρίως είσοδος του καθολικού κατασκευάσθηκε το 1838. Ο εξωνάρθηκας είναι ολόκληρος αγιογραφημένος και απεικονίζει ολόσωμους τους κτήτορες. Το τέμπλο του Καθολικού είναι βαρύτιμο ξυλόγλυπτο, κατασκευάσθηκε από Χιώτες τεχνίτες και χρειάστηκαν 22 χρόνια (1781 – 1803) για να ολοκληρωθεί. Ξυλόγλυπτο επίσης είναι το προσκυνητάρι της Παναγίας και ο δεσποτικός Θρόνος. Στο δεξιό μέρος του Καθολικού υπάρχει προθήκη, μέσα στην οποία υπάρχουν αργυρές λειψανοθήκες, στις οποίες φυλάσσονται δεκάδες Ιερά Λείψανα.
Παραπομπές
↑«Εικοσιφοίνισσα (είκοσι + φοίνισσα < φοινίσσουσα) “που έχει είκοσι διαφορετικές αποχρώσεις του χρώματοςβυσσινί” αντί του Κοσίνιτσα, “τόπος σε σχήμακαλαθιού”». Χαράλαμπος Π. Συμεωνίδης, Ετυμολογικό λεξικό των νεοελληνικών οικωνυμίων, εκδ. Κέντρο Μελετών της Ιεράς Μονής Κύκκου, Θεσσαλονίκη 2010, ISBN 978-960-92762-1-4, σελ. 947, λήμμα Μονή Εικοσιφοινίσσης.
Μητροπολίτου Δράμας Διονύσιου Κ. Κυράτσου «Ιστορία και Θαύματα Παναγίας Εικοσιφοινίσσης», έκδοση της Ιεράς Μονής Εικοσιφοινίσσης, Δράμα 2003
Δρ. Θεοχάρη Μ. Προβατάκη «Η Μονή Εικοσιφοίνισσας η Αχειροποίητος του Παγγαίου Όρους», έκδοση της Ανώνυμης Τεχνικής Εταιρείας «Μηχανική», Αθήνα 1998
Βασίλη Άτσαλου «Η ονομασία της Ιεράς Μονής της Παναγίας της Αχειροποίητου του Παγγαίου, της επονομαζομένης της Κοσινίτσης ή Εικοσιφοινίσσης», έκδοση του ιστορικού αρχείου του Δήμου Δράμας, Δράμα 1995