Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν.Μπορείτε να βοηθήσετε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Υλικό που είναι ατεκμηρίωτο μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί.
Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 07/03/2021.
Η Ιερά Μονή Παλιανής είναι γυναικείο σταυροπηγιακό μοναστήρι της Κοινότητος Βενεράτου του Δήμου Ηρακλείου στην Περιφερειακή Ενότητα Ηρακλείου της Κρήτης. Η θέση του είναι σε υψόμετρο 280 μ. Δεν είναι κοινοβιακή. Οι μοναχές που ζουν στη μονή αποζούν από τις εργασίες τους, κεντώντας υφάσματα, κουβέρτες και υπάρχει διαρκή έκθεση με πλεκτά και κεντήματα. Ο ναός έχει τρία κλίτη. Αποτελεί ένα από τα παλαιότερα μοναστήρια της Κρήτης και ανάγεται στην πρώτη βυζαντινή περίοδο.
Περιγραφή
Ο τρίκλιτος ναός είναι αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου (κέντρο), στον Άγιο Παντελεήμονα (βόρειο) και στους Τρεις Ιεράρχες (νότιο). Στη βόρεια πλευρά βρίσκεται το παρεκκλήσιο των Αγίων Αποστόλων. Το κύριο κλίτος είναι καμαροσκέπαστο. Τα κλίτη διαιρούνται με μαρμάρινους κίονες, με βυζαντινής τεχνοτροπίας κιονόκρανα και με φύλλα ακάνθου, όπου στηρίζονται τα τόξα που χωρίζουν τα κλίτη.
Ιστορικά στοιχεία
Ο σημερινός ναός άρχισε να κτίζεται το 1826 στη θέση παλαιού, ο οποίος είχε ερειπωθεί κατά την Επανάσταση του 1821. Από τη σφαγή κατάφερε να διασωθεί μόνο η μοναχή Παρθενία, η οποία και συνετέλεσε στην αποπεράτωση του ναού το 1860. Υπέστη ζημίες κατά το σεισμό του 1856. Έπειτα από την επισκευή του άλλαξε η παλιά μορφή του ναού. Το υπέρθυρο της εισόδου του νάρθηκα είναι παλιό μάρμαρο. Σε αυτό παριστάνεται ο Ευαγγελισμός σε ανάγλυφη μορφή. Ένα από τα κιονόκρανα φέρει μονόγραμμα με σταυρό , το οποίο χρονολογείται από τη βυζαντινή περίοδο.
Το μοναστήρι αναφέρεται από το 14ο αιώνα με τα ονόματα Παλαιά, Πάλαι και Πάλα, που επιβεβαιώνουν την παλαιότητα της Μονής, η οποία ήδη από την εποχή εκείνη θεωρούνταν παλιά. Στο γεγονός αυτό οφείλεται και η σημερινή ονομασία της μονής.
Υπαγόταν ως σταυροπηγιακή στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Το 1304 ο Πατριάρχης προσπάθησε να κρατήσει το μοναστήρι στη δικαιοδοσία του. Ωστόσο, επειδή είχε πολλά κτήματα, προσέλκυσε το ενδιαφέρον του λατινικού Κλήρου της Κρήτης και με απόφαση του Πάπα Κλήμεντα Δ΄ , η μονή καταλήφθηκε από το Λατίνο Αρχιεπίσκοπο Κρήτης. Αυτή η αυθαιρεσία πυροδότησε την αντίδραση της κρατικής εξουσίας των Βενετών και δημιουργήθηκαν ζητήματα ανάμεσά τους. Το 1323 επιτεύχθηκε συμφωνία και διακανονισμός[1]
Την περίοδο της Επανάστασης του 1821 καταστράφηκε και σφαγιάστηκαν οι καλόγριες. Μία από αυτές, η Παρθενία Νεονάκη, με καταγωγή από τη Μεσαρά , σώθηκε από θαύμα και ανοικοδόμησε την εκκλησία από το 1826 ως το 1860. Όταν ο Μιχαήλ Κόρακας φόνευσε τον Αλήκο και πήρε τα άρματά του, κατέφυγε στη Μονή Παλιανής. Το 1866 κάηκε ξανά από τους Τούρκους και καταστράφηκαν οι εικόνες της ή τις πούλησαν. Προφορικές παραδόσεις αναφέρουν ότι η εικόνα της Παναγίας Μυρτιδιώτισσας βρέθηκε σε ρίζα μιας μεγάλης μυρτιάς, η οποία υπάρχει και σήμερα στα νοτιοανατολικά του ναού. Εκεί καίει το «ακοίμητο καντήλι» και εορτάζει στις 24 Σεπτεμβρίου. Η «Αγία Μυρτιά» παρουσιάζει εκπληκτική επιβίωση λατρείας ιερού δένδρου της μινωικής θρησκείας. Η εικόνα της Παναγίας θεωρείται ότι περικλείεται στον κορμό της Μυρτιάς και μπορούν να τη δουν μόνο παιδιά. Στα φύλλα της μυρτιάς αποδίδονται θεραπευτικές ιδιότητες και χρησιμοποιούνται για θεραπευτικό κάπνισμα αφεψήματα και φυλακτά.[2]