Η Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Κουτλουμουσίου είναι μια εκ των είκοσι μονών του Αγίου Όρους.[α]
Ιδρύθηκε από τον Μοναχό Κάλλιστο Κουτλουμούς από το Ικόνιο της Μικράς Ασίας, τον 11ο αιώνα.
Είναι αφιερωμένη στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος και Καθηγούμενός της είναι ο Αρχιμανδρίτης Νικόλαος Κουτλουμουσιανός.
Ιστορία
Iδρυτής της μονής, τον 11ο αι., ήταν ο μοναχός Κάλλιστος, ο οποίος προερχόταν από την αυλή του Κουτλουμούς, γενάρχη της ομώνυμης Μικρασιατικής δυναστείας Σελτζουκιδών με έδρα το Ικόνιο της Μικράς Ασίας. Πρώτος ευεργέτης ήταν ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός, ο οποίος εκτίμησε την ευσέβεια του Κάλλιστου και ενίσχυσε τη Μονή.
Η μονή από την ίδρυσή της ήταν κοινοβιακή. Τον 14ο αιώνα κατέστη ιδιόρρυθμος μετά από πίεση του ηγεμόνα της Ουγγροβλαχίας. Το 1856 με ομόφωνη αίτηση των πατέρων προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη η μονή επανήλθε στην αρχαία κοινοβιακή τάξη.
Το 1287 παραχωρήθηκε στη μονή η ερειπωμένη μονή Σταυρονικήτα. Στις αρχές του 14ου αιώνα καταστράφηκε από τους Καταλανούς. Στη συνέχεια, επί ηγουμενίας Χαρίτωνος του Ιμβρίου και με την συμπαράσταση ηγεμόνων των Βαλκανίων γνωρίζει μεγάλη ακμή. Στο τέλος του ίδιου αιώνα με Πατριαρχικό σιγίλλιο η μονή ανακηρύσσεται σε Πατριαρχική και σταυροπηγιακή.
Στις αρχές του 15ου αιώνα γίνεται προσάρτηση της παρακείμενης ιστορικής μονής του Αλυπίου. Μεγάλες δοκιμασίες περνά η μονή όταν καταστρέφονται από πυρκαγιές τμήματά της στα τέλη του 18ου, 19ου αλλά και 20ού αιώνα. Με διάφορες όμως ενισχύσεις ανασυγκροτήθηκε.
Από το 1860 ξεκίνησαν συστηματικές προσπάθειες από τους Ρώσους να τεθεί η ελληνική Μονή υπό τον έλεγχό τους. Με παρέμβαση του Ρώσου στρατηγού Σεβαστιάνωφ και του Ρώσου πρέσβη Ιγνάτιεφ πραγματοποίηθηκε δύο φορές η έκπτωση του κανονικού ηγουμένου Ιωάσαφ με σκοπό τη μόνιμη εγκατάσταση ρωσόφιλου ιερομονάχου ως ηγουμένου και τον εκρωσισμό της ελληνικής Μονής. Η νόμιμη αδελφότητα με πολλές προσπάθειες χρόνων και παραστάσεις διαμαρτυρίας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και τις ευρωπαϊκές διπλωματικές αρχές, κατάφερε να διατηρήσει την κανονική τάξη.[1]
Τον 20ό αιώνα, με τη Μονή συνδεόταν πνευματικά ο Μητροπολίτης Δράμας Διονύσιος, καθώς σε αυτη είχε γίνει η μοναχική του κουρά το 1945, όπως και η χειροτονία του σε διάκονο το ίδιο έτος και σε ιερέα το 1950.[2]
Το 1980 αποτεφρώθηκε η ανατολική πτέρυγα. Ταυτόχρονα, την ίδια εποχή με την προσέλευση νέων μοναχών άρχισε νέα περίοδος ακμής. Σήμερα η βιβλιοθήκη της μονής έχει περίπου 756 χειρόγραφα και 4000 παλαίτυπα. Το κοινόβιο έχει 30 μοναχούς και τα εξαρτήματα του (σκήτη, 15 μοναχούς και τα λοιπά κελλιά και ησυχαστήρια 50 μοναχούς). Σύνολο, δηλαδή, 95 μοναχοί (Άνοιξη 2021).
Στη Μονή φυλάσσεται και η μικρασιατική εικόνα της Παναγίας της Στυλαρινής ή Γιάτρισσας. Είναι εικόνα του 14ου αιώνα, θαυματουργός, από το Στυλάρι του Μαρμαρά της Μικράς Ασίας, όπου βρισκόταν ένα μετόχι της Μονής.[3]
Καθολικό και Παρεκκλήσια
Το καθολικό της μονής κτίσθηκε 1370 και τοιχογραφήθηκε το 1540[4], πλην του νάρθηκα, ο οποίος τοιχογραφήθηκε το 1744[5][6]. Είναι θεμελιωμένο πάνω σε κορμούς δέντρων εξαιτίας της αστάθειας του εδάφους και είναι μολυβδοσκέπαστο.
Το Καμπαναριό είναι πολυώροφο κτίσμα του 1808, ανεξάρτητο του Καθολικού. Βρίσκεται στη νότια πλευρά του περιβόλου της Μονής, σε επαφή με τον αμυντικό της Πύργο.
Η μονή έχει δέκα παρεκκλήσια. Μέσα στη μονή βρίσκονται σε διάφορα σημεία της επτά από αυτά. Στο Καθολικό αριστερά της Λιτής είναι το παρεκκλήσι της «Φοβεράς Προστασίας» που κτίστηκε το 1733. Εκεί βρίσκεται η θαυματουργή εικόνα η Παναγία η Φοβερά Προστασία. Στο ηγουμενείο είναι το παρεκκλήσι της Αγίας Ναταλίας που είναι αγιογραφημένο. Κόσμημα είναι επίσης η ανακαινισμένη παλαιά τράπεζα της Μονής, που έχει εξαιρετικά αγιογραφηθεί από τους αδελφούς, με την τεχνική της Κρητικής Σχολής, αλλά με πρωτότυπες συνθέσεις και σύγχρονα θεματικά στοιχεία.
Έξω από την Μονή Κουτλουμουσίου υπάρχει το παλαιό κοιμητήριο με το ναό των Αρχαγγέλων του 17ου αιώνα και το νεότερο του Αγίου Νικολάου του 1711 μαζί με κτίσμα που αποτελεί και Κάθισμα της μονής.
Η μονή έχει μετόχια και εκτός Αγίου Όρους.
Εξαρτήματα
Η μονή Κουτλουμουσίου έχει δέκα οκτώ κελιά. Ορισμένα βρίσκονται νοτιότερα της μονής. Ιστορικότερα είναι το κελί του Αλυπίου, το οποίο ήταν μονή μέχρι τις αρχές του 15ου αιώνα, και το κελί Αγίου Νικολάου που μνημονεύεται και στο πρώτο τυπικό του Αγίου Όρους σαν μονή της Γαλαιάγρας. Τα υπόλοιπα βρίσκονται στις Καρυές. Μεταξύ τους το κελί Τιμίου Προδρόμου που μόνασε ο περίφημος αγιογράφος του 18ου αιώνα Διονύσιος ο εκ Φουρνά. Εκεί έγραψε το βιβλίο "Ερμηνεία της Ζωγραφικής Τέχνης"[7] και ανακαίνισε και αγιογράφησε το 1711 τον ναό του κελιού[8].
Πέντε Καθίσματα βρίσκονται στην ευρύτερη περιοχή της μονής Κουτλουμουσίου.
Η Μονή Κουτλουμουσίου έχει τέσσερα Ησυχαστήρια που βρίσκονται στην περιοχή της Καψάλας.
Οι μοναχοί ασχολούνται με την αγιογραφία, την γεωργία και το εργόχειρο.
Στη Μονή αυτή υπάγεται και η «Σκήτη του Κουτλουμουσίου» που φέρει το όνομα Σκήτη Αγίου Παντελεήμονος, μισή ώρα απόσταση πεζή από την κυρίαρχη μονή, ακολουθώντας ένα εξαιρετικού κάλλους μονοπάτι. Το Κυριακό της σκήτης είναι αφιερωμένο στον Άγιο Παντελεήμονα. Στην περιοχή της Μονής βρίσκεται και το κελί της Παναγούδας, όπου ασκήτεψε επί μακρόν έως το θάνατο του ο Άγιος Παΐσιος.
Σημειώσεις
↑Κατατάσσεται έκτη στην ιεραρχική τάξη των Αγιορείτικων μονών.