Μεγάλο σκούα

Μεγάλο σκούα

Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Υποσυνομοταξία: Σπονδυλωτά (Vertebrata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Χαραδριόμορφα (Charadriiformes)
Οικογένεια: Στερκοραριίδες (Stercorariidae)
Γένος: Στερκοράριος (Stercorarius)
Είδος: Στερκοράριος το σκούα
Stercorarius skua


Η γεωγραφική κατανομή του μεγάλου σκούα
Συνώνυμα
  • Catharacta skua

Το μεγάλο σκούα (επιστημονική-λατινική ονομασία Stercorarius skua) είναι είδος μεγάλου θαλασσοπουλιού, που ανήκει στο γένος στερκοράριος ή «ληστόγλαρος». Στο μέγεθος συναγωνίζεται τον ασημόγλαρο. Τρέφεται κυρίως με ψάρια που τα συλλαμβάνει στην επιφάνεια της θάλασσας ή τα κλέβει από άλλα θαλασσοπούλια, από όπου και η κοινή ονομασία «ληστόγλαρος».

Ταξινομική και ονομασίες

Το είδος περιγράφηκε επιστημονικά από τον Δανό ζωολόγο Μόρτεν Τράνε Μπρύνιχ το 1764 από δείγματα στις Φερόες και την Ισλανδία, υπό τη διωνυμική ονομασία Catharacta skua.[1][2] Σήμερα ταξινομείται στο γένος Stercorarius, το οποίο εισάχθηκε το 1760 από τον Γάλλο ζωολόγο Ματυρέν Ζακ Μπρισόν.[3][4] Η ονομασία skua πιστεύεται ότι προήλθε από τη λέξη skú(g)vur της φεροϊκής γλώσσας (το μοναδικό γνωστό επιστημονικό όνομα πτηνού που προήλθε από τις Νήσους Φερόες).[5] Στη Βρετανία είναι γνωστό και με την ονομασία «μπόνξι» (bonxie), μια ονομασία από τις Νήσους Σέτλαντ με αρχαία σκανδιναβική προέλευση.[6][7] Η ονομασία του γένους Stercorarius είναι λατινική και σχετίζεται με την κοπριά, επειδή η τροφή που απορρίπτουν άλλα πουλιά όταν τα καταδιώκει ο ληστόγλαρος νόμιζαν κάποτε ότι ήταν κουτσουλιές.[8] Το είδος είναι μονοτυπικό, δηλαδή δεν αναγνωρίζονται υποείδη του.[4]

Περιγραφή

Αντίδραση ενός μεγάλου σκούα όταν ένα άλλο ζεύγος σκούα πέταξε υπερβολικά κοντά στη φωλιά του, στα Σέτλαντ.

Το μεγάλο σκούα έχει μήκος 50 έως 58 εκατοστά και άνοιγμα πτερύγων 125 έως 140 εκατοστά. Σύμφωνα με μία μελέτη, ένα δείγμα 112 αρσενικών βρέθηκε να έχει μέσο βάρος 1,27 κιλό, ενώ ένα δείγμα 125 θηλυκών βρέθηκε να έχει μέσο βάρος 1,41 κιλό.[9] Τα ενήλικα άτομα έχουν ριγωτό φαιόγκριζο χρώμα με μαύρο στην κορυφή της κεφαλής, ενώ τα νεαρά άτομα έχουν ένα πιο «θερμό» καφετί χρώμα. Η ουρά είναι κοντή με ευρύ άκρο και η πτήση τους είναι πολύ καλή. Ξεχωρίζει σχετικώς εύκολα από τα άλλα βορειοατλαντικά είδη του ίδιου γένους (τον γερακοληστόγλαρο, τον Stercorarius pomarinus και τον Stercorarius longicaudus): το μεγάλο μέγεθος, το ογκώδες στήθος και τα λευκά μέρη στις πτέρυγες είναι διάκριτα χαρακτηριστικά, ακόμα και από κάποια απόσταση. Αναφέρεται κάποτε ότι δίνει την εντύπωση γερακίνας. Δύσκολος είναι ο διαχωρισμός του μόνο από τους (μεγαλύτερους) ληστόγλαρους του Νότιου Ημισφαιρίου.[9] Μερικοί ταξινομιστές θεωρούν ότι το μεγάλο σκούα ανήκει στο ίδιο είδος με κάποια από τα τρία είδη αυτών των νότιων σκούα.

Προέλευση

Γενετικές μελέτες έχουν αποκαλύψει εκπληκτικές ομοιότητες ανάμεσα στο μεγάλο σκούα και στον Stercorarius pomarinus παρά τις διαφορές στην εμφάνιση. Πολλοί ορνιθολόγοι σήμερα πιστεύουν ότι το μεγάλο σκούα προήλθε είτε από υβριδισμό ανάμεσα στον Stercorarius pomarinus και ένα από τα είδη του Ν. Ημισφαιρίου[10] (προφανώς ως αποτέλεσμα μεταναστεύσεως του νότιου είδους στο Β. Ημισφαίριο), είτε ότι ο S. pomarinus εξελίχθηκε από έναν υβριδισμό του μεγάλου σκούα και ενός εκ των μικρών ειδών ληστόγλαρου της Αρκτικής.

Αναπαραγωγή

Αβγό μεγάλου σκούα από τη συλλογή του Μουσείου του Βίζμπαντεν

Το μεγάλο σκούα αναπαράγεται στην Ισλανδία, τη Νορβηγία, τις Φερόες και σε νησιά της Σκωτίας, με λίγα πουλιά να φωλιάζουν και στην κυρίως Σκωτία ή στη βορειοδυτική Ιρλανδία. Οι τοποθεσίες αναπαραγωγής είναι παραθαλάσσιοι υγρότοποι ή βραχώδεις νησίδες. Γεννούν συνήθως από δύο κηλιδωτά αβγά με χρώμα λαδί-καφετί, σε φωλιές στρωμένες με χόρτο. Θα πετάξουν στο κεφάλι ενός ανθρώπου ή άλλου πλάσματος που θα πλησιάσει τη φωλιά τους και, παρότι δεν μπορούν να τραυματίσουν σοβαρά, μια τέτοια εμπειρία από ένα πτηνό του μεγέθους του είναι αρκετά εκφοβιστική.

Το μεγάλο σκούα είναι αποδημητικό πτηνό, που ξεχειμωνιάζει στη θάλασσα στον Ατλαντικό Ωκεανό και κάποτε περιπλανώμενα άτομα παρατηρούνται σε μεσογειακές χώρες, ακόμα και στην ανατολική Μεσόγειο (Τουρκία, Ελλάδα).

Τροφή

Τρέφεται κυρίως με ψάρια, αβγά, μικρά πουλιά, ψοφίμια, τρωκτικά, αγριοκούνελα και σπανιότερα με καρπούς του τύπου του βατόμουρου. Υπάρχουν αναφορές επιθέσεών τους ακόμα και σε αρνάκια. Η αφθονότερη πηγή τροφής τους πάντως είναι τα ψάρια που απορρίπτουν αλιευτικά σκάφη.[11]

Μεγάλο σκούα επιτίθεται σε θαλασσοπούλι του είδους Morus bassanus κοντά στο Στακ αν Άρμιν του Σεντ Κίλντα.

Συχνά αποκτούν ψάρια κλέβοντάς τα από γλάρους ή και από σουλόμορφα πουλιά. Επιτίθενται επίσης κατά καιρούς απευθείας και σκοτώνουν άλλα θαλασσοπούλια, που έχουν μέγεθος σχεδόν μέχρι το δικό τους. Όπως και τα άλλα είδη ληστόγλαρου, συνεχίζει την πειρατική αποκόμιση τροφής καθ' όλο το έτος, δέιχοντας μικρότερη ευελιξία και περισσότερη εφαρμογή καθαρής δύναμης από όσο τα μικρότερα είδη ληστόγλαρου όταν επιτίθεται στα θύματά του. Μια συνηθισμένη μέθοδός του είναι να πετά προς ένα θαλασσοπούλι και να το αρπάζει από τη φτερούγα, έτσι ώστε να χάσει την αεροστήριξή του και να πέσει στη θάλασσα, όπου το σκούα τού επιτίθεται μέχρι που να αφήσει την ψαριά του. Αν και είναι ημερόβιο πουλί, το μεγάλο σκούα παρατηρήθηκε σε μία περίπτωση το 2007 να κυνηγά τη νύχτα: Στο Σεντ Κίλντα, κατά τη διάρκεια έρευνας σχετικώς με τον μειούμενο πληθυσμό του πετρίλου του Λητς (το μικρότερο θαλασσοπούλι), με χρήση εξοπλισμού νυχτερινής οράσεως, επιστήμονες παρατήρησαν μεγάλα σκούα να κυνηγούν και να τρώνε πετρίλους τη νύχτα, μια ασυνήθιστη στρατηγική για θαλασσοπούλι.[12]

Εξαιτίας του μεγάλου μεγέθους του, της επιθετικής του φύσεως και της θηριώδους υπερασπίσεως της φωλιάς του, το μεγάλο σκούα δεν έχει να φοβάται ιδιαιτέρως άλλους θηρευτές. Παρότι οι νεοσσοί του μπορεί να φαγωθούν από αρουραίους, αγριόγατες ή από την αρκτική αλεπού, τα υγιή ενήλικα σκούα απειλούνται μόνο από τους μεγαλύτερους «ανώτερους θηρευτές», όπως είναι ο χρυσαετός, ο θαλασσαετός και σπανιότερα η όρκα.

Τα μεγάλα σκούα δείχνουν λίγο έως καθόλου φόβο για τον άνθρωπο: οποιοσδήποτε πλησιάσει μια φωλιά τους θα δεχθεί επανειλημμένες επιθέσεις από τους θυμωμένους γονείς.

Εικόνες


Παραπομπές

  1. Brünnich, Morten Thrane (1764). M. Th. Brünnichii Ornithologia borealis, sistens collectionem avium : ex omnibus, Imperio danico subjectis, provinciis insulisqve borealibus Hafniæ factam, cum descriptionibus novarum, nominibus incolarum, locis natalium et icone (στα Λατινικά). Κοπεγχάγη: Typis Andreæ Hartvigii Godiche. σελίδες 33–36. 
  2. Peters, James Lee, επιμ. (1934). Check-List of Birds of the World. 2. Cambridge, Massachusetts: Harvard University Press. σελίδες 309–310. 
  3. Brisson, Mathurin Jacques (1760). Ornithologie, ou, Méthode Contenant la Division des Oiseaux en Ordres, Sections, Genres, Especes & leurs Variétés. Παρίσι: Jean-Baptiste Bauche. Τόμ. 1, σελ. 56, Τόμ. 6, σελ. 149. 
  4. 4,0 4,1 Gill, Frank· Donsker, David· Rasmussen, Pamela, επιμ. (2020). «Noddies, gulls, terns, auks». IOC World Bird List Version 10.1. International Ornithologists' Union. Ανακτήθηκε στις 4 Ιουνίου 2020. 
  5. Salomonsen, F. (1935). «Den færøiske ornithologis historie indtil aar 1800 supplement». Dansk Ornithologisk Forenings Tidsskrift: 67-100. 
  6. English Review Magazine, 2-3, Eyre and Spottiswoode limited, 1949, σελ. 369, https://books.google.com/books?id=GeUvAAAAMAAJ 
  7. «Dictionary of the Scots Language». 
  8. Jobling, James A. (2010). The Helm Dictionary of Scientific Bird Names. Λονδίνο: Christopher Helm. σελ. 365. ISBN 978-1-4081-2501-4. 
  9. 9,0 9,1 Dunning, John B. Jr., επιμ. (2008). CRC Handbook of Avian Body Masses. CRC Press. ISBN 978-1-4200-6444-5. 
  10. Furness, Robert W.· Hamer, Keith (2003). «Skuas and Jaegers»Απαιτείται δωρεάν εγγραφή. Στο: Perrins, Christopher, επιμ. Firefly Encyclopedia of Birds. Firefly Books. σελίδες 270-273. ISBN 1-55297-777-3. 
  11. «Foula: Britain's most remote inhabited island». 
  12. McKenzie, Steven (5 Νοεμβρίου 2007). «Bird night attacks may be unique». BBC News. Ανακτήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 2007. 

Πηγές

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Strategi Solo vs Squad di Free Fire: Cara Menang Mudah!