Η αρχή «μία χώρα, δύο συστήματα» είναι μία συνταγματική αρχή της Κίνας, που περιγράφει τον τρόπο διακυβέρνησης των Ειδικών Διοικητικών Περιοχών του Χονγκ Κονγκ και του Μακάου. Το μοντέλο αυτό το εμπνεύστηκε ο Τενγκ Σιαοπίνγκ τη δεκαετία του 1980 ώστε να επιτύχει την επανένωση του Χονγκ Κονγκ και του Μακάο στον εθνικό κορμό της Κίνας, που αποτελούσαν έως τότε αποικίες της Βρετανίας και της Πορτογαλίας αντίστοιχα.
Σύμφωνα με την αρχή αυτή, οι προαναφερθείσες περιοχές θα γινόντουσαν μέρος της Κίνας, διατηρώντας ωστόσο το δικό τους καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα και έναν «υψηλό βαθμό αυτονομίας» στα εσωτερικά ζητήματα. Συνεπώς, η Κίνα δεν θα επέβαλλε το δικό της σοσιαλιστικό σύστημα στις νέες περιοχές. Ταυτόχρονα οι αυτόνομες περιοχές θα διαθέτουν δικιά τους τοπική κυβέρνηση, αστυνομία και ανεξάρτητη δικαιοσύνη. Μπορούν ακόμα να συμμετέχουν σε διεθνείς αθλητικές διοργανώσεις με ξεχωριστή ομάδα, όπως κάνει το Χονγκ Κονγκ στους Ολυμπιακούς Αγώνες.[1][2][3][4]
Η Κίνα στοχεύει επίσης στην επανένωση της Ταϊβάν με βάση το μοντέλο «μία χώρα, δύο συστήματα».[5]
Εφαρμογή στο Χονγκ Κονγκ και στο Μακάο
Το Χονγκ Κονγκ και το Μακάο είναι δύο μικρές περιοχές της Κίνας που καταλήφθηκαν από ευρωπαϊκές χώρες και έγιναν αποικίες τους για πολλά χρόνια. Συγκεκριμένα, το Μακάο έγινε αποικία των Πορτογάλων το 1557[6] ενώ το Χονγκ Κονγκ έγινε αποικία των Βρετανών το 1842.[7] Η Βρετανία αρχικά κατέλαβε μόνο το Νησί του Χονγκ Κονγκ. Η επέκταση της αποικίας έγινε σταδιακά με νέες συνθήκες: μία το 1860 που της παραχωρήθηκε η χερσόνησος της Καουλούν, και μία σύμβαση το 1898 που της παραχωρήθηκαν τα Νέα Εδάφη. Η σύμβαση αυτή θα έληγε έπειτα από 99 χρόνια.[7]
Έπειτα από το τέλος του Κινεζικού Εμφυλίου Πολέμου, το 1949, το Κομμουνιστικό Κόμμα κυβέρνησε την Κίνα εφαρμόζοντας τον «Σοσιαλισμό με Κινεζικά χαρακτηριστικά». Όταν ανέλαβε εξουσία ο Τενγκ Σιαοπίνγκ, το 1976, ξεκίνησε ένα ευρύτατο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων για να αντιμετωπίσει το «χάος» που άφησε πίσω της η Πολιτιστική Επανάσταση του Μάο Τσετούνγκ. Έκανε άνοιγμα προς τον υπόλοιπο κόσμο, φιλελευθεροποίησε την οικονομία και προσέγγισε πιο ειρηνικά την Ταϊβάν. Στο σύνταγμα του 1982 συμπεριλήφθηκε η δυνατότητα δημιουργίας των Ειδικών Διοικητικών Περιοχών. Την ίδια περίοδο η κυβέρνηση της Βρετανίας προσέγγισε την Κίνα για το θέμα του Χονγκ Κονγκ, επιδιώκοντας ανανέωση της σύμβασης για τις Νέες Περιοχές, που έληγε το 1997. Ξεκίνησαν μάλιστα και επίσημες διαπραγματεύσεις για το μέλλον του Χονγκ Κονγκ, το 1982. Ο Τενγκ Σιαοπίνγκ, ωστόσο, αρνήθηκε οποιαδήποτε παράταση του αποικιακού καθεστώτος του Χονγκ Κονγκ, και αντιπρότεινε την επανένωση της αποικίας με βάση την αρχή «μία χώρα, δύο συστήματα». Καθώς οι Βρετανοί βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση, αποδέχτηκαν την αρχή αυτή. Η Σινοβρετανική Κοινή Διακήρυξη υπογράφτηκε το 1984 και προέβλεπε τη μεταβίβαση της κυριαρχίας του Χονγκ Κονγκ από τη Βρετανία στην Κίνα, το 1997. Η αρχή «μία χώρα, δύο συστήματα» υιοθετήθηκε ως η επίσημη πολιτική διακυβέρνησης του Χονγκ Κονγκ, όπως αποτυπώθηκε στον Βασικό Νόμο, το άτυπο σύνταγμα του Χονγκ Κονγκ: το άρθρο 2 προβλέπει έναν «υψηλό βαθμό αυτονομίας» για την περιοχή, τονίζοντας ωστόσο παράλληλα ότι το Χονγκ Κονγκ είναι ένα «αναπόσπαστο κομμάτι της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας», στο άρθρο 1. Ακόμα σημειώνεται ότι το σοσιαλιστικό σύστημα δεν θα εφαρμοστεί στο Χονγκ Κονγκ για τουλάχιστον 50 χρόνια.[8]
Λόγω της υπογραφής της Κοινής Σινοβρετανικής Διακήρυξης, η Κίνα πίεσε την Πορτογαλία σε αντίστοιχες διαπραγματεύσεις, παρόλο που η τελευταία δεν είχε τέτοια πρόθεση αφού θεωρούσε ότι το Μακάο της είχε παραχωρηθεί μονίμως. Τελικά το 1986, υπογράφτηκε η Κοινή Διακήρυξη στο Ζήτημα του Μακάο. Ο Βασικός Νόμος του Μακάου είναι σχεδόν όμοιος με τον Βασικό Νόμο του Χονγκ Κονγκ. Τελικά το Μακάο παραδόθηκε στην Κίνα το 1999. Το Μακάο έγινε και αυτό Ειδική Διοικητική Περιοχή, με βάση την αρχή διακυβέρνησης «μία χώρα, δύο συστήματα».[6]
Προτεινόμενη εφαρμογή στην Ταϊβάν
Μετά το τέλος του Κινεζικού Εμφύλιου Πολέμου, η Εθνικιστική κυβέρνηση του Κουομιτάνγκ ηττήθηκε και κατέφυγε στην Ταϊβάν. Αν και αρχικά αναγνωριζόταν ως η νόμιμη κυβέρνηση της Κίνας, σταδιακά έχασε την υποστήριξη της διεθνούς κοινότητας, και το 1972, έχασε τη θέση που είχε, ως Δημοκρατία της Κίνας, στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και αντικαταστάθηκε από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Το Κουομιτάνγκ κυβέρνησε αυταρχικά τη νήσο για αρκετές δεκαετίες, προτού υπάρξει εκδημοκρατισμός τη δεκαετία του 90'. Η Κίνα θεωρεί την Ταϊβάν ως μία επαρχία της και θέλει να την επανενώσει στον εθνικό κορμό.
Ανέκαθεν από τη σύλληψη της αρχής αυτής, η Κυβέρνηση του Πεκίνου στοχεύει στην επανένωση της Ταϊβάν με αυτό το μοντέλο. Με την αρχή «μία χώρα, δύο συστήματα», η Κινεζική Κυβέρνηση εγγυάται, θεωρητικά, στην Ταϊβάν τη διατήρηση του καπιταλιστικού της συστήματος, των ελευθεριών που απολαμβάνει, καθώς και του δημοκρατικού πολιτικού της συστήματος. Η Ταϊβάν όμως έχει απορρίψει το μοντέλο αυτό, καθώς φοβάται μία πιθανή καταστολή των δημοκρατικών ελευθεριών από το Πεκίνο, όπως έγινε με το Χονγκ Κονγκ.[9][10]
Προτεινόμενη εφαρμογή σε άλλα μέρη του κόσμου
Το 2017, ο Muhammad Cohen, γράφοντας για τους Asia Times, υποστήριξε ότι το μοντέλο «μία χώρα, δύο συστήματα» θα μπορούσε να αποτελεί μία πιθανή λύση για το Παλεστινιακό.[11]
Επίσης, η Βόρεια Κορέα έχει προτείνει η Κορεατική Επανένωση να γίνει με βάση το μοντέλο «μία χώρα, δύο συστήματα». Έτσι, η Βόρεια και η Νότια Κορέα θα γίνουν ένα ενιαίο κράτος, ενώ ταυτόχρονα θα μπορούν να διατηρήσουν τα ξεχωριστά οικονομικά και πολιτικά συστήματα που έχουν (Σοσιαλιστική οικονομία, μονοκομματικό καθεστώς στη Βόρεια Κορέα - καπιταλιστική οικονομία και πολυκομματικό σύστημα στη Νότια).[12]
Τέλος, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων του Brexit, ο Ιρλανδός υπουργός εξωτερικών είχε προτείνει η Βρετανία να εφαρμόσει για τη Βόρεια Ιρλανδία ένα ανάλογο μοντέλο με το «μία χώρα, δύο συστήματα». Να υιοθετήσει δηλαδή τελωνειακούς ελέγχους μεταξύ της Βόρειας Ιρλανδίας και του υπόλοιπου Ηνωμένου Βασιλείου, όπως κάνει η Κίνα με το Χονγκ Κονγκ. Αυτό δεν θα δημιουργούσε κανένα σύνορο στη νήσο της Ιρλανδίας κάτι που μπορεί να έθετε σε κίνδυνο τη Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής.[13]