Ο Κωνσταντίνος Σμολένσκη ή Σμολένσκυ (1843 - 27 Σεπτεμβρίου1915) ήταν ανώτατος αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, αντιστράτηγος πυροβολικού, ήρωας του Ελληνοτουρκικού πόλεμου του 1897 και δυο φορές υπουργός στρατιωτικών.
Βιογραφικά στοιχεία
Ο Κωνσταντίνος Σμολένσκη ήταν μέλος της ιστορικής οικογένειας των Σμολένσκη ή Σμόλενιτς οι οποίοι κατάγονταν από τη Μοσχόπολη. Σύμφωνα με μια εκδοχή, το επώνυμο της οικογένειας ήταν Δήμου, το οποίο και άλλαξαν σε Σμολένσκη, όταν έλαβαν τίτλο ευγενείας στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους. Το Σμολένσκη παραπέμπει στο όρος Σμόλικα της Πίνδου, μεγάλες εκτάσεις του οποίου οι Δήμου είχαν στην κατοχή τους από τη βυζαντινή ήδη περίοδο.[2]
Κατά μία άλλη εκδοχή, ο προπάππους του αντιστράτηγου - Σίμων Σμόλενιτς - εγκαταστάθηκε στην Ουγγαρία από τη Μοσχόπολη, μετά το 1770 και απέκτησε περιουσία. Από την έπαυλη της οικογένειας, στον βορρά της Ουγγαρίας, που ονομαζόταν Σμολκ προήρθε και το επώνυμο της οικογένειας.[3]
Πατέρας του Κωνσταντίνου Σμολένσκη ήταν ο επίσης στρατιωτικός Λεωνίδας Σμόλενιτς, και μητέρα του η Μαρία Αξιώτη από τη Νάξο, κόρη του οπλαρχηγού Κωνσταντίνου Αξιώτη. Είχε ακόμα έναν μεγαλύτερο αδερφό τον επίσης στρατιωτικό, Νικόλαο Σμόλεντς.
Ο Σμολένσκη παντρεύτηκε στις 22 Νοεμβρίου του 1875, τη Χαρίκλεια (ή Χαριτίνη[4]) Μελά, κόρη του γνωστού συγγραφέα, Λέοντος Μελά, και πρώτη ξαδέρφη του Παύλου Μελά, και μαζί απέκτησαν πέντε κόρες, από τις οποίες όμως επέζησαν μόνο οι τρεις: η Μαρία, η Ραλλού και η Σοφία.[5] Από αυτές, η Ραλλού Σμολένσκη, αυτοκτόνησε σε ηλικία 20 ετών, αφού σύμφωνα με τον τύπο της εποχής έπασχε από μελαγχολία μετά τον θάνατο της μητέρας της[6].
Ο Σμολένσκη κατοικούσε στο σημερινό Νέο Φάληρο, σε έπαυλη νεοκλασικού ρυθμού που χτίστηκε πιθανότατα τη δεκαετία 1875 - 1885, στην οδό που έφερε το όνομά του, και συγκεκριμένα στο σημερινό διατηρητέο και ανακαινισμένο κτίριο επί των οδών Ελευθερίου Βενιζέλου 17 και Κωνσταντίνου Σμολένσκη 25 - αν και διατηρούσε ακίνητη περιουσία και στο κέντρο της Αθήνας.
Η κηδεία του έγινε στις 28 Σεπτεμβρίου του 1915, με πλήθος κόσμου να τον συνοδεύει στο Α΄ Νεκροταφείο όπου ετάφη, ενώ του αποδόθηκαν όλες οι στρατιωτικές τιμές.[7]
Στρατιωτική καριέρα
Μετά το τέλος των εγκύκλιων σπουδών, το 1857, ο Σμολένσκη αποφάσισε να ακολουθήσει και αυτός τον στρατιωτικό κλάδο, και εισήλθε στη Σχολή Ευελπίδων. Όμως, δύο χρόνια αργότερα, το 1859, αποβλήθηκε οριστικά από τη Σχολή, λόγω του ατίθασου και ζωηρού χαρακτήρα του, που τον ενέπλεκε σε καβγάδες με τους συμμαθητές του.[8] Έτσι, αποφασίστηκε να συνεχίσει τις στρατιωτικές του σπουδές στο Βέλγιο, όπου φοίτησε στη «Στρατιωτική Σχολή των Βρυξελλών». Με το πέρας των σπουδών του, το 1863, και συγκεκριμένα στις 5 Δεκεμβρίου αυτού του έτους, κατατάχτηκε στο Πυροβολικό του Ελληνικού στρατού, με τον βαθμό του Ανθυπασπιστή. Τον Μάιο του 1864 προβιβάστηκε σε Ανθυπολοχαγό, [9]και τον Σεπτέμβριο του 1868 σε λοχαγό.
Μετείχε στην Κρητική Επανάσταση (1866-1867) ως εθελοντής, όπου και διακρίθηκε στις συγκρούσεις στο Μυλοπόταμο και στο Αμπελάκι του Ρεθύμνου.
Τα προσόντα που έδειξε ο Σμολένσκη κατά τις μάχες στην Κρήτη, έκαναν το επιτελείο του Στρατού να τον ξεχωρίσει και να τον στείλει για μετεκπαίδευση στη Γερμανία και στη Γαλλία. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1871. Τον Ιούλιο του 1881 προβιβάστηκε σε Ταγματάρχη. Το 1882 έλαβε μέρος στην «Επιτροπή Καθορισμού ελληνοτουρκικών συνόρων» μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας και τμήματος της Ηπείρου ενώ το 1885 - 1886 ανέλαβε την οχύρωση της συνοριακής γραμμής, εργασία για την οποία βραβεύτηκε από την κυβέρνηση με το παράσημο του Χρυσού Σταυρού, του τάγματος του Σωτήρος. Μετά το πέρας αυτής της εργασίας διορίστηκε καθηγητής οχυρωτικής στη Σχολή Ευελπίδων.
Τον Σεπτέμβριο του 1888 προβιβάστηκε σε Αντισυνταγματάρχη. Με τον βαθμό αυτό, υπήρξε πρόεδρος του Α΄ διαρκούς Στρατοδικείου (1888 - 1895). Τον Μάιο του 1895 προβιβάστηκε σε Συνταγματάρχη, παραιτήθηκε από το Στρατοδικείο και ανέλαβε τη διοίκηση του Γ' Συντάγματος του Πυροβολικού. Με το τέλος του Ελληνοτουρκικού πολέμου, και συγκεκριμένα στις 7 Μαΐου1897) ο Βασιλιάς προβιβάζει κατ' εκλογήν τον Σμολένσκη σε υποστράτηγο και τον διορίζει Μέραρχο της 1ης Μεραρχίας.
Ο Σμολένσκι έγινε ήρωας και λαϊκό ίνδαλμα. Πολλές πόλεις όπως η Πάτρα, το Αργοστόλι, τα Καλάβρυτα και άλλες, τον τίμησαν κάνοντάς τον επίτιμο δημότη, ενώ ο Δήμος Αθηναίων του πρόσφερε την τιμητική σπάθη, χειροτέχνημα που κατασκευάστηκε ύστερα από έρανο.[10]
Τέλος, μετά το Κίνημα στο Γουδί, το 1909, δια νόμου της Βουλής προήχθη σε αντιστράτηγο.[11]
Με την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων, ο Σμολένσκη ανέλαβε τη διοίκηση της 3ης Ταξιαρχίας[12] με σκοπό την οχύρωση και προστασία των συνόρων στην περιοχή νότια του Τύρναβου, καθώς σύμφωνα με τις πληροφορίες του Γενικού Επιτελείου, οι Τούρκοι ετοιμάζονταν να εισβάλουν στην Ελλάδα από τα στενά του Ρεβενίου. Ο Σμολένσκη έχοντας ο ίδιος οχυρώσει τα σύνορα σε αυτό το σημείο κατά τη διάρκεια του 1885-1886, δεν προσέθεσε παρά μερικά χαρακώματα μόνο, και ετοιμάστηκε δίνοντας τις κατάλληλες θέσεις στο στράτευμα να εμποδίσει την εισβολή. Πράγματι, στις 6 Απριλίου του 1897, τα στρατεύματα του Εντέμ Πασά, προσπάθησαν να περάσουν τα στενά. Οι μάχες κράτησαν μέχρι και τις 10 Απριλίου, και τελικά οπισθοχώρησαν άπρακτοι αφού δεν κατάφεραν να νικήσουν τον στρατό του Σμολένσκη.
Την 10η Απριλίου, το Γενικό Επιτελείο, διατάζει τον Συνταγματάρχη να αφήσει το πεδίο της μάχης,και να ανασυνταχτεί μαζί με τον υπόλοιπο στρατό στη νέα αμυντική γραμμή Φαρσάλων- Βελεστίνου- Βόλου, κάτι που ο Σμολένσκη κατάφερε να κάνει κρατώντας την ταξιαρχία του συντεταγμένη και μην επιτρέποντας να εμφιλοχωρήσει ο πανικός και η ηττοπάθεια στις γραμμές της.[13]
Ο ίδιος ο Σμολένσκη σε συνέντευξη που έδωσε αργότερα στον πολεμικό ανταποκριτή των Times του Λονδίνου είπε:
...Η διαταγή, κύριε, προήλθε από τον Διάδοχο. Στην αρχή δεν ήθελα να το πιστέψω και περίμενα, όταν ήρθε και δεύτερη διαταγή περισσότερο επείγουσα της πρώτης. Αμέσως κατάλαβα το μεγάλο σφάλμα που είχε διαπραχτεί αλλά όμως κατάλαβα και τις συνέπειες (που θα είχε ο στρατός) αν αρνιόμουν να υπακούσω. Οπότε, έφτασε και τρίτη διαταγή, ακόμα περισσότερο επείγουσα από τη δεύτερη που με διέταζε να υποχωρήσω αμέσως ενώ ταυτόχρονα με πληροφορούσε ότι ελληνικός στρατός βόρεια της Λάρισας, δεν υπήρχε πλέον. Κατάλαβα τότε ότι είχαν χαθεί τα πάντα, και ότι καθήκον μου πλέον, ήταν να σώσω αυτό το γενναίο στράτευμα που με ακολούθησε στην εισβολή στο τουρκικό έδαφος.[14]
Στο πολεμικό συμβούλιο που έγινε στα Φάρσαλα -παρόντος και του Αρχιστρατήγου, του διαδόχου Κωνσταντίνου- αποφασίστηκε ύστερα από εισήγηση και προτροπή του Σμολένσκη να καταληφθεί το χωριό Βελεστίνο, προκειμένου να προστατευτεί ο Βόλος. Στόχος της ταξιαρχίας ήταν να καταλάβει και να προστατέψει όλη την αμυντική γραμμή του Βόλου, από την οποία διερχόταν η σιδηροδρομική γραμμή που συνέδεε τη Λάρισα με το Βόλο. Πραγματικά, η ταξιαρχία ξεκίνησε το πρωί της 15ης Απριλίου 1897 σιδηροδρομικώς για το Βελεστίνο, ενώ επειδή δεν επαρκούσαν τα τραίνα, ένα τμήμα αυτής - το οποίο θα συνόδευε ο ίδιος ο Σμολένσκη, θα πήγαινε στο Βελεστίνο πεζή. Η αναπάντεχη επίθεση των Τούρκων στην ευρύτερη περιοχή του Βελεστίνου, πανικόβαλε τα τμήματα της ταξιαρχίας που μόλις είχαν φτάσει με το τραίνο στο χωριό, και υποχώρησαν σχεδόν αμέσως, τρεπόμενα σε άτακτη φυγή. Ομάδες στρατιωτών έφτασαν μέχρι και τον Βόλο, πανικοβάλοντας και τους συγκεντρωμένους εκεί, πρόσφυγες από τα γύρω χωριά. Όταν λίγες ώρες αργότερα, έφτασε και ο συνταγματάρχης, και έμαθε τι είχε γίνει, έδωσε διαταγές να συγκεντρωθεί ξανά το στράτευμα, στέλνοντας αγγελιοφόρους στο Βόλο. Ενδεικτικό, της ψυχικής του κατάστασης είναι το τηλεγράφημα που έστειλε στον Μοίραρχο του Πυροβολικού, Ιωάννη Ιωάννου:
«Επανέλθετε ενταύθα μετά ίλης ιππικού τάχιστα. Εντρέπομαι δια λογαριασμόν σας»[15]
Από τις 17 έως τις 23 Απριλίου θα διεξαχθεί η περίφημη μάχη στο Βελεστίνο, κατά την οποία και πάλι ο Σμολένσκη θα καταφέρει όχι μόνο να αποκρούσει τους Τούρκους αλλά να τους επιφέρει και βαριές απώλειες σε στρατιώτες και άλογα.
Την ίδια μέρα, 23 Απριλίου και ταυτόγχρονα με τη μάχη στο Βελεστίνο, διεξάγεται και η άλλη μεγάλη μάχη στα Φάρσαλα. Τα χαράματα της 24ης Απριλίου, ο Σμολένσκη εμβρόντητος παραλαμβάνει το τηλεγράφημα του διαδόχου, που τον καλούσε να υποχωρήσει (ακόμα μια φορά), προς τον Δομοκό, γιατί και εκείνος εγκατέλειπε τα Φάρσαλα. Αυτή η πράξη, σήμαινε την απόλυτη εγκατάλειψη της Θεσσαλίας στους Τούρκους, ενώ το μέτωπο του Σμολένσκη κρατούσε ακόμα. Ο συνταγματάρχης, θυμωμένος με αυτή την απόφαση είπε: «Οι στρατιώτες του Διαδόχου είναι ίδιοι με τους δικούς μου. Μπορούν να κερδίσουν μάχες κατά των Τούρκων, αν τους οδηγεί κάποιος ικανός».[16] Ο Σμολένσκη ξεκίνησε να υποχωρεί και πάλι, πολεμώντας συγχρόνως με τους Τούρκους, αλλά παρόλα αυτά κατάφερε να φτάσει στον Αλμυρό, χωρίς απώλειες.
Στις 5 Μαΐου -και μετά την ήττα των ελληνικών στρατευμάτων στη μάχη του Δομοκού, ο Σμολένσκη λαμβάνει ακόμα ένα τηλεγράφημα, από την κυβέρνηση αυτήν τη φορά, που τον καλεί, να υποχωρήσει προς τη Λαμία. Όταν η ταξιαρχία φτάνει στη Λαμία, υπογράφεται (στις 7 Μαΐου1897) και η συνθήκη ανακωχής, και ο πόλεμος τελειώνει.