Κλασική κινεζική γλώσσα (κινεζικά: 文言, πινγίν: wényán, "λογοτεχνική γλώσσα")[1][2] είναι η κλασική λογοτεχνική γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε από το τέλος της περιόδου της άνοιξης και του φθινοπώρου έως το τέλος της δυναστείας Χαν.[3] Ήταν σε χρήση ως ζωντανή γλώσσα για περίπου 400 χρόνια (περίπου 4ος αι. π.Χ.-1ος αι. μ.Χ.), και στην πορεία υιοθετήθηκε ως λογοτεχνική γλώσσα σε σχεδόν όλα τα επίσημα γραπτά στην Κίνα μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα (μέχρι την 4η Μαϊου 1919), καθώς και, κατά τη διάρκεια διαφόρων περιόδων, στην Ιαπωνία, στην Κορέα και στο Βιετνάμ. Είναι μια από τις πιο σημαντικές γλώσσες στον κόσμο, συγκρίσιμη με τα λατινικά και τα αγγλικά. Παρόλο που χρησιμοποίηθηκε ως ζωντανή γλώσσα για σχετικά μικρό χρονικό διάστημα, ήταν η βάση της λογοτεχνικής παράδοσης για σχεδόν 2000 χρόνια, ξεπερνώντας κάθε άλλο πολιτισμό.[4][5]
Η κλασική περίοδος περιλαμβάνει τις εκατό σχολές σκέψης της κινέζικης φιλοσοφίας, την αρχή της κινέζικης ιστοριογραφίας, και τις αρχικές προσπάθειες σύνθεσης όλης της συσσωρευμένης κινέζικης γνώσης.[4] Αργότερα, ήταν το μέσο στο οποίο οι ποιητές Λι Πο (701–762) και Του Φου (712–770), και ο πεζογράφος Χαν Γιου (768–824) δημιούργησαν μερικά από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα όλων των εποχών. Ήταν επίσης η γλώσσα της νεο-κομφουκιανιστικής φιλοσοφίας (ειδικά του Τσου Σι [1130–1200]), η οποία επρόκειτο να επηρεάσει βαθιά τη Δύση. Η κλασική κινεζική γλώσσα ήταν η γλώσσα στην οποία έγραψε ο Ιταλός ιησουίτηςιεραπόστολοςΜατέο Ρίτσι (1552–1610) στην προσπάθειά του να προσηλυτίσει την κινεζική αυτοκρατορία στον χριστιανισμό.[5]
Σήμερα, η λογοτεχνική κινεζική γλώσσα έχει αντικατασταθεί σε μεγάλο βαθμό από τη γραπτή δημοτική κινεζική γλώσσα, ένα στυλ γραφής που μοιάζει με τη σύγχρονη προφορική κινεζική γλώσσα (中文, zhōngwén), ενώ οι ομιλητές μη κινεζικών γλωσσών έχουν εγκαταλείψει σε μεγάλο βαθμό τη λογοτεχνική κινεζική υπέρ των αντίστοιχων τοπικών γλωσσών τους.[4] Η σύγχρονη κινέζικη γλώσσα (πρότυπη κινεζική) έχει μια τριπλή προέλευση: τη γραπτή μετα-κλασική γλώσσα, την προφορική γλώσσα των αυτοκρατορικών χρόνων (μανδαρινικά κινέζικα) και τη δημοτική γλώσσα του Πεκίνου. Αυτά τα ιδιώματα ήταν ξεκάθαρα σχετιζόμενα αρχικά, τα οποία έπρεπε να συνδυαστούν με σκοπό τη δημιουργία μιας εθνικής γλώσσας. Ο όρος "εθνική γλώσσα" (γκουογιού) ήταν ένα δάνειο από την ιαπωνική γλώσσα στις αρχές του 20ου αιώνα και, από το 1915, διάφορες επιτροπές εξέτασαν τις πρακτικές συνέπειες της προώθησής της. Το αποφασιστικό γεγονός ήταν η δράση του Κινήματος της Τέταρτης Μαΐου του 1919.[5]
Μετά την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, ορισμένοι κυβερνητικοί κανονισμοί εφαρμόστηκαν με επιτυχία και το τεράστιο έργο της προώθησης της σύγχρονης κινεζικής γλώσσας σε όλη την Κίνα ολοκληρώθηκε με επιτυχία. Σε αυτό που πρέπει να ήταν το μεγαλύτερο γλωσσικό σχέδιο στην ιστορία, εκατομμύρια Κινέζοι, των οποίων οι μητρικές γλώσσες ήταν αποκλίνουσες μανδαρινικές, μη μανδαρινικές ή μη κινεζικές γλώσσες, έμαθαν να μιλούν και να κατανοούν την εθνική γλώσσα, γνωστή και ως κοινή γλώσσα ή πουτόνγκχουα (普通話, pǔtōnghuà), όπως αποκαλείται κοινώς. Με αυτή την προσπάθεια, ο αλφαβητισμός μεταδόθηκε σε μεγάλο αριθμό ατόμων σε όλες τις ηλικιακές ομάδες.[5]
Η λογοτεχνική κινέζικη γλώσσα είναι γνωστή ως κάνμπουν (漢文) στα ιαπωνικά, χάνμουν στα κορεατικά και βαν νγκον (văn ngôn) στα βιετναμέζικα.[3]