Καθένας ή Κάποιος (Everyman), με πλήρη τίτλο (The Summoning of Everyman -Το κάλεσμα του Καθένα), είναι ηθική αλληγορία του τέλους του 15ου αιώνα ανωνύμου Άγγλου συγγραφέα. Οι παλαιότερες γνωστές εκτυπώσεις είναι από τη δεκαετία του 1510. Είναι πιθανώς μια μετάφραση του ολλανδικού θεατρικού Έλκερλιτζ(Καθένας) η πρώτη γνωστή έκδοση του οποίου είναι η έκδοση του Ντελφτ του 1496.[1]
Το θέμα είναι ο θάνατος και η μοίρα που περιμένει την ψυχή του ανθρώπου. Ο Θεός καλεί τον Καθένα, που αντιπροσωπεύει όλη την ανθρωπότητα, για να λογοδοτήσει για τις αμαρτίες του κάνοντας έναν απολογισμό των καλών και των κακών πράξεών του πριν την τελική Κρίση. Το άκρως αλληγορικό κείμενο χρησιμοποιεί χαρακτήρες με προσωποποιημένες αρετές και κακίες για να εξετάσει το ζήτημα της χριστιανικής σωτηρίας και τι πρέπει να κάνει ο άνθρωπος για να την επιτύχει.[2]
Είναι μια από τις ηθικές αλληγορίες που έχουν σωθεί και παίζεται έως την εποχή μας.[3]
Περιεχόμενο
Το έργο ξεκινά με έναν πρόλογο στον οποίο ο Αγγελιοφόρος ζητά από το κοινό την προσοχή του. Ο Αγγελιοφόρος εισάγει το θέμα, το οποίο αναφέρεται στην παροδική φύση της ανθρώπινης ζωής και των εγκόσμιων ανθρώπινων αναζητήσεων όπως η Συντροφιά, η Δύναμη, η Απόλαυση και η Ομορφιά.[4]
Στη συνέχεια, ο Θεός θρηνεί για την ανθρωπότητα που είναι εθισμένη στην αμαρτία και τον υλικό πλούτο και διατάζει τον Θάνατο να πάει στον Καθένα - ένα συγκεκριμένο άτομο αλλά αντιπροσωπευτικό του κοινού ανθρώπου - και να τον καλέσει στον ουρανό για να κάνει τον απολογισμό του για την Ημέρα της κρίσης.
Σε ένα από τα πολλά κωμικά σημεία του έργου, ο Καθένας προσφέρει στον Θάνατο χρήματα για να αναβάλει το θέμα, αλλά ο Θάνατος αρνείται περιφρονητικά και του λέει ότι το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να του επιτρέψει να επιλέξει κάποιους συντρόφους για να τον συνοδεύσουν στο ταξίδι του με τον Θάνατο και θα τον βοηθήσουν τη στιγμή της Κρίσης. Ο Καθένας αρχικά ζητά βοήθεια από λιγότερο ενάρετους χαρακτήρες που συναναστράφηκε στο παρελθόν, όπως η Φιλία και ο Πλούτος, και προσπαθεί να τους πείσει να τον συνοδεύσουν αλλά αρνούνται. Ο Πλούτος τον κοροϊδεύει ιδιαίτερα και του εξηγεί ότι στόχος του ήταν ακριβώς να τον οδηγήσει στην απώλεια, λειτουργώντας έτσι ως ισοδύναμο του διαβόλου. Στην πορεία, τον εγκαταλείπουν πολλοί φίλοι και μέλη της οικογένειάς του, κανείς δεν είναι πρόθυμος να τον συνοδεύσει στο ταξίδι του στη μετά θάνατον ζωή.[5]
Στο αποκορύφωμα της απόγνωσης, ο Καθένας μετανοεί για το αμαρτωλό παρελθόν του και απευθύνεται στην προσωποποίηση «Καλές πράξεις», που δεν μπορεί για να τον συνοδεύσει γιατί ο Καθένας δεν την έχει αγαπήσει στη ζωή του αλλά τον συστήνει στην αδερφή της, τη Γνώση. Λαμβάνει επίσης τη συμπαράσταση τεσσάρων χαρακτήρων που αντιπροσωπεύουν τις ιδιότητες του σώματος και του πνεύματος: Ομορφιά, Δύναμη, Διάκριση και τις Πέντε Αισθήσεις που δέχονται να τον βοηθήσουν.
Στη συνέχεια, ο Καθένας αναλαμβάνει τον παραδοσιακό δρόμο της προετοιμασίας για τον θάνατο: εξομολόγηση, μετάνοια, άφεση και εξιλέωση, αυτομαστίγωση και δωρεά της μισής περιουσίας του στους φτωχούς. Έχοντας φτάσει στο τέλος, η Ομορφιά, η Δύναμη, η Διάκριση και οι Πέντε Αισθήσεις, που συμβολίζουν το μονοπάτι της σωματικής και ψυχολογικής φθοράς των γηρατειών, τον εγκαταλείπουν διαδοχικά. Ωστόσο, η Γνώση παραμένει μαζί του μέχρι το θάνατό του και οι Καλές Πράξεις τον συνοδεύουν στη μετά θάνατον ζωή για να τον βοηθήσουν να ξεπεράσει την κρίση του Θεού. Το άσμα των αγγέλων καθησυχάζει το κοινό για τη σωτηρία του Καθένα. Το έργο κλείνει καθώς μπαίνει ο Γιατρός και εξηγεί ότι στο τέλος, ο κάθε άνθρωπος θα έχει μόνο τις Καλές πράξεις του να τον συνοδεύουν πέρα από τον τάφο.[6]
Αλληγορία
Το έργο είναι μια ισχυρή αλληγορία για τη χριστιανική πίστη, τη σημασία της ενάρετης ζωής και της προετοιμασίας για τη μετά θάνατον ζωή. Είναι επίσης μια οδυνηρή υπενθύμιση του αναπόφευκτου του θανάτου και της ανάγκης ο άνθρωπος να ζει κάθε μέρα με σκοπό και νόημα.[7]
Σύγχρονες παραστάσεις
Σύγχρονες σκηνικές παραγωγές του έργου παρουσιάζονται από τις αρχές του 20ού αιώνα στην Αγγλία, σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και στις ΗΠΑ.[3] Μια πολύ γνωστή εκδοχή είναι το Jedermann του Αυστριακού θεατρικού συγγραφέα Ούγκο φον Χόφμανσταλ, το οποίο παίζεται ετησίως στο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ από το 1920 και έχει διασκευαστεί για τον κινηματογράφο αρκετές φορές, το 1956 παρουσιάσθηκε από τον Ίνγκμαρ Μπέργκμαν ως ραδιοφωνικό έργο. Μια διασκευή γυρίστηκε για την αυστραλιανή τηλεόραση το 1964.[8]