Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές.Βοηθήστε συνδέοντας το κείμενο με τις πηγές χρησιμοποιώντας παραπομπές, ώστε να είναι επαληθεύσιμο.
Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 31/07/2014.
Η Ιερά Σταυροπηγιακή Μονή των Κανάλων ή του Γενεθλίου της Θεοτόκου βρίσκεται ανατολικά της ΚαρυάςΟλύμπου και σε απόσταση 8 χιλιoμέτρων από τον οικισμό,[1] παραπλεύρως του οδικού άξονα Καρυάς – Λεπτοκαρυάς και σε ύψος 820 μέτρων.
Ίδρυση και ιστορία
Η Μονή των Κανάλων ή του Γενεθλίου της Θεοτόκου βρίσκεται στην είσοδο του στενού μέσω του οποίου κατέρχεται από την πεδιάδα της Καρυάς στην Πιερία ο μικρός ποταμός Σύς ή Ζηλιάνα. Η ονομασία της μονής ως «Κανάλων» οφείλεται στο φυσικό περιββάλον. Κοντά στη Μονή πήγαζαν 4 χείμαρροι (κανάλια) οι οποίοι σχημάτιζαν το μικρό ποταμό
Σύμφωνα με την παράδοση η Μονή ιδρύθηκε από τους μοναχούς Δαμιανό και Ιωακείμ. Το έτος ιδρύσεως της Μονής είναι άγνωστο. Άλλοι υποστηρίζουν ότι ιδρύθηκε τον 9ο αιώνα και άλλοι τον 11ο. Η παλαιότερη επιγραφή της Μονής είναι του έτους 1638, όπου με έξοδα ηγουμένου Καλλινίκου ανακαινίσθηκε ο νάρθηκας του Καθολικού και έγινε η αγιογράφησή του. Κατά το έτος 1668 έγινε και η αγιογράφηση του Κοιμητηριακού Ναού της Μονής των Αγίων Πάντων κατά τον ίδιο ηγούμενο. Το έτος 1684, επί ηγουμένου Συμεών, κτίστηκε το παρεκκλήσι του Αγίου Δημητρίου. Η αγιογράφησή του ξεκίνησε το 1689 και τελείωσε το 1696. Οι πολλές μαρτυρίες των επιγραφών της Μονής του 17ου αιώνα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η Μονή ήκμασε τον 17ο αιώνα επί ηγουμένων Καλλινίκου και Συμεών. Η πρώτη αναφορά του ονόματος της μονής γίνεται σε μονόγραμμα του Σουλτάνου (πιθανότατα του Μουσταφά Β΄) του έτους εγίρας/// 1077 (1699), σύμφωνα με το οποίο οι μοναχοί ζητούν από την υψηλή πύλη έκδοση φιρμανιού που θα τους προστάτευε. Η μονή είχε μικρό αριθμό μοναχών. Στις αρχές του 20ου αιώνα ο αριθμός ανήλθε περί τους είκοσι, ενώ αργότερα περιορίσθηκε στους πέντε μοναχούς.
Σε πατριαρχικό έγγραφο του 1861, η Μονή Κανάλων απαριθμείται στις Μονές του επισκόπου Πλαταμώνος. Μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας και την κατάργηση της Επισκοπής Πλαταμώνος, η Μονή προσαρτήθηκε στην επισκοπή Ελασσώνος και στη συνέχεια στην επισκοπή Κίτρους. Τον Αύγουστο του 1903, εκδίδεται Πατριαρχικό Σιγίλλιο, με το οποίο η Μονή ονομάζεται Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή. Σταδιακά επήλθε παρακμή και το 1930 εγκαταλείφθηκε εντελώς.
Το 1987 σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες και τους νόμους, η Ιερά Σταυροπηγιακή και Πατριαρχική Μονή ανήκει και πάλι στην ιερά Μητρόπολη Ελασσώνος.
Τα κτίσματα της Μονής
Η κύρια είσοδος βρίσκεται στη βορειοανατολική πλευρά του συγκροτήματος. Πάνω από την είσοδο της Μονής σχηματίζεται υπέρθυρος αβαθής κόγχη όπου εικονίζονται σε δύο ζώνες η Ζωοδόχος πηγή και το Γενέσιο της Θεοτόκου. Πιο κάτω από τις παραστάσεις εικονίζονται δεκαέξι προφήτες. Δίπλα από την κόγχη και δεξιά από την είσοδο υπάρχει η καταχύστρα. Η Μονή είχε εξωτερική ξύλινη θύρα που σώζεται σήμερα και έχει μεταφερθεί εσωτερικά. Στο μέσο της Μονής βρίσκεται το καθολικό που είναι αφιερωμένο στο Γενέσιο της Θεοτόκου. Το κτίσμα αυτό χρονολογείται το 1883 και κτίστηκε πάνω στον παλαιό Ναό, ο οποίος καταστράφηκε το 1881. Ο ναός χτίστηκε εκ θεμελίων από τον έμπειρο αρχιτέκτονα Ευθύμιο Μήλιο από το Ζιουπάνι Κοζάνης, επί ηγουμενίας Καλλινίκου. Για την κατασκευή του ναού χρησιμοποιήθηκε τοπική πέτρα και μάρμαρο για τα αγκωνάρια τα οποία φέρουν εγχάρακτες παραστάσεις, με θέματα από το φυτικό και ζωικό κόσμο. Ο σημερινός ναός είναι τετραγωκιόνιος με υπερυψωμένο γυναικωνίτη. Ανάμεσα στην τραπεζαρία και στο καθολικό βρίσκεται το παρεκκλήσι του Αγίου Δημητρίου, και πρόκειται για ένα μονόχωρο ναΰδριο, αγιογραφημένο με ωραίες παραστάσεις. Η κατασκευή του είναι από αργολιθοδομή και φέρει σχιστολιθικές πλάκες στη σκεπή του.
Βόρεια του καθολικού και ανάμεσα στο παρεκκλήσι του Αγίου Δημητρίου και τον βόρειο περίβολο, βρίσκεται η τραπεζαρία της Μονής. Πρόκειται για ένα επίμηκες κτίσμα όπου στην ανατολική του πλευρά διαγράφονται τρεις κόγχες αγιογραφημένες. Οι τοιχογραφίες όμως λόγω των καιρικών συνθηκών αλλοιώθηκαν. Υπάρχουν ακόμα δυο αξιόλογες και όμοιες φιάλες (κρήνες), που βρίσκονται στη βόρεια πλευρά της Μονής, εξωτερικά και εσωτερικά αντίστοιχα. Στηρίζονται σε τέσσερις κολώνες και στην κορυφή σχηματίζουν θόλο. Για την κατασκευή των φιαλών χρησιμοποιήθηκε τοπική πέτρα και η οροφή φέρει σχιστολιθικές πλάκες. Η κρήνη που βρίσκεται έξω από τη Μονή φέρει χαραγμένη την επιγραφή <1847, Μαΐου 2>. Από το μοναστηριακό συγκρότημα σώζονται ο οχυρωματικός περίβολος σε αρκετό ύψος (περίπου 3,5 μέτρα) και πάχος 1 μέτρο, με την τραπεζαρία στο βόρειο τμήμα του, και δυο-τρία κελιά στη βορειοανατολική πλευρά του.
Πολλές πηγές αναφέρουν ότι το μοναστήρι δέχτηκε λεηλασίες σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Η Μονή από την ίδρυσή της μέχρι και το 1930 ήταν ανδρική. Την ίδια χρονολογία εγκαταλείφθηκε και άρχισε να λειτουργεί ξανά από το 2001 ως γυναικεία μονή. Η Ιερά Μονή πανηγυρίζει στις 8 Σεπτεμβρίου, που είναι η Γέννηση της Θεοτόκου.