Η Ιερά Μονή Πεντέλης κτίστηκε το 1578[3] από τον Άγιο Τιμόθεο επίσκοπο Ευρίπου, ο οποίος καταγόταν από την Αττική και είχε φύγει από την έδρα του εξαιτίας διωγμού του από τους Τούρκους. Όταν ο Άγιος Τιμόθεος κατέφυγε στο Πεντελικό όρος το βρήκε να κατοικείται από καταδιωκόμενους εγγράμματους ασκητεύοντες κληρικούς σε σημεία όπου υπήρχε νερό (και υπήρχε σε πολλά μέρη), ώστε να μπορούν να καλλιεργούν μικρούς κήπους. Αφού τους έπεισε να κτίσουν μονή, άρχισαν να ψάχνουν την τοποθεσία στους πρόποδες του όρους. Κάπου λοιπόν παρατήρησαν τα οστά θανόντος ασκητού και μαζί με αυτά μικρή εικόνα της Παναγίας. Εκεί αποφάσισαν να κτίσουν την Μονή.[4] Σύμφωνα με άλλη παράδοση έχει κτιστεί πάνω στα ερείπια του αρχαίου δήμου Πεντέλης της Αντιοχίδος φυλής (μία από τις 10 φυλές της Αρχαίας Αθήνας) και σε ιερό της θεάς Αθηνάς.[5] Στο σχετικά σύντομη περίοδο που ήταν ηγούμενος ο Άγιος Τιμόθεος κτίστηκε μέρος του Καθολικού, η νότια πλευρά της μονής και ο οχυρός πύργος στην κύρια πύλη.[6]
Περίοδος Ηγουμενίας της οικογένειας Δέγλερη
Μετά το 1580 και την αποχώρηση από την Ηγουμενία του Αγίου Τιμόθεου, φέρεται να ξέσπασαν σκάνδαλα και διαμάχες μεταξύ των μοναχών, που προκάλεσαν την παρέμβαση του μητροπολίτη και της δημογεροντίας των Αθηνών. Μετά από αυτό σαν ηγούμενος στη Μονή επιβάλλεται ο ιεροδιάκονος Ιερόθεος Δέγλερης, ο οποίος αργότερα δώρισε την περιουσία του στη Μονή. Στην προσπάθειά του να βάλει τάξη στη μονή συνάντησε αντιδράσεις από την «Αδελφότητα των Πεντελιωτών» που τον θεωρούσαν ξένο. Κατά την Ηγουμενία του κατάφερε να εκδοθεί σιγίλλιο από τον οικουμενικό πατριάρχη Ιερεμία Β’ Τρανό και τη Σύνοδο, το οποίο κήρυττε τη μονή σταυροπηγιακή και ανεξάρτητη από τις παρεμβάσεις της τοπικής εκκλησιαστικής ηγεσίας. Έτσι παρέμεινε έως το τέλος της Τουρκοκρατίας το 1833, με εξαίρεση ένα μικρό διάστημα κάπου μεταξύ 1702 και 1713, που έχασε το σταυροπηγιακό προνόμιο.[6][3]
Στην προσπάθεια του, ο Ιερόθεος, να επιβληθεί στην μονή κατάφερε να κάνει την Ηγουμενία της κληρονομική, κάτι που ήταν αρκετά ξεχωριστό και έγινε αποδεκτό χωρίς ποτέ να θεωρηθεί η μονή ιδιοκτησία της οικογένειας Δέγλερη αν και αυτό το καθεστώς επικράτησε για περίπου 300 χρόνια, μέχρι το 1884.[7][3][8] Βέβαια ο διάδοχος που ήταν ανιψιός του ηγούμενου εισερχόταν και μαθήτευε στη μονή από την ηλικία των 10 με 12 ετών, ώστε να μην είναι άγνωστος και μη αποδεκτός από την κοινότητα των μοναχών.[6]
Ο Ιερόθεος αυξάνει την περιουσία της μονής αγοράζοντας το κτήμα Βουρβάς στο Μαραθώνα και ο επόμενος ηγούμενος Αρσένιος Α’ Δέγλερης φυτεύει εκατοντάδες ελαιόδενδρα στη περιοχή Ακαμάτικατου Γέρακα. Η δύναμη της μονής αυξάνεται και μαζί οι επεκτατικές της διαθέσεις, που αποτελούν απειλή καταπατήσεων για την γειτονική μικρότερη Μονή Αγίου Νικολάου Καλησίων (ή Καλλισίων), η οποία καταφέρνει με σιγίλλιο που εκδόθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο τον Φεβρουάριο του 1602, να συγχωνευθεί με την αρκετά ισχυρή τότε, Μονή Παντοκράτορος Ταώ, γνωστής ως Νταού Πεντέλης.[6]
Μέχρι το 1650 έχει ολοκληρωθεί το βασικό οικοδόμημα της μονής, το Καθολικό έχει αποκτήσει νάρθηκα και αγιογράφηση.[6]
Μετά το 1660, η ηγουμενία της Μονής κατάφερε να πάρει φορολογική απαλλαγή από την μητέρα του σουλτάνου, Τουρχάν Χατιτζέ Σουλτάνα, με αντάλλαγμα την αποστολή στο Γενί Τζαμί της Κωνσταντινούπολης 3.000 οκάδων μελιού ετησίως, που θα διατίθετο στους απόρους πιστούς την περίοδο του ραμαζανιού. Η αποστολή αυξήθηκε σε 4.000 οκάδες μέλι ετησίως, όταν αργότερα στην Μονή Πεντέλης προσαρτήθηκε η Μονή Παντοκράτορος Ταώ.[9] Στο Οικουμενικό Πατριαρχείο έστελνε ετησίως την συμβολική ποσότητα των 25 οκάδων μελιού.[6] Το 1678, επί πατριαρχίας Διονυσίου Δ΄ Μουσελίμη, επισημοποιείται και με πατριαρχικό σιγίλλιο το κληρονομικό δικαίωμα στην ηγουμενία της Μονής από την οικογένεια Δέγλερη και διατηρήθηκε μέχρι το 1884.[3] Τελευταίος ηγούμενος προερχόμενος από την οικογένεια ήταν ο Ιωσήφ Χούντας (1881-1884).[10]
Το 1680, ανήμερα του Πάσχα, η Μονή Παντοκράτορος Ταώ, δέχεται επιδρομή, πιθανώς από Αλγερινούς πειρατές, πού θανατώνουν σχεδόν το σύνολο των μοναχών της (χάθηκαν 179 μοναχοί).[11][12] Μετά από αυτή την καταστροφή οι ΜονέςΤαώ και Αγίου Νικολάου Καλησίων προσαρτώνται στην Μονή Πεντέλης όπως και όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία. Η Μονή στα τέλη του 17ου αιώνα βρίσκεται στην κορύφωση της ακμής της κατέχοντας το μεγαλύτερο μέρος του Πεντελικού, είναι ο μεγαλύτερος μη μουσουλμανικός γαιοκτήμονας της Αττικής, έχει εξασφαλίσει εκκλησιαστική ανεξαρτησία από το Πατριαρχείο και επιπλέον φορολογικές απαλλαγές από την Πύλη.[6]
Στις αρχές του 18ου αιώνα, επί οικουμενικού πατριάρχη Γαβριήλ Γ’ (1702 - 1707), καταργείται το σταυροπηγιακό προνόμιο και η μονή υπάγεται στην μητρόπολη Αθηνών. Είναι ένα μέτρο που ισχύει για όλες τις μονές της Αττικής και αποσκοπεί στην αύξηση των πόρων της μητρόπολης Αθηνών που είχε υποφέρει από την ενετική κατοχή. Λόγω όμως της ευρύτερης εύνοιας που τύχαινε η μονή στις σχέσεις της με την Κωνσταντινούπολη καταφέρνει να εξαιρεθεί από τις υπόλοιπες μονές της Αττικής και αποκτά πάλι το σταυροπηγιακό προνόμιο με σιγίλλιο του πατριάρχη Κύριλλου Δ’ (1711–1713). Αυτή την περίοδο η μονή αποκτά τον Ναό της Αγίας Ειρήνης στην Αθήνα, ο οποίος όμως από το 1716, με σιγίλλιο του οικουμενικού πατριάρχη Ιερεμία Γ’, δεν συμπεριλαμβανόταν στο σταυροπηγιακό προνόμιο της μονής.[6]
Το 1750, ο ηγούμενος Ιερόθεος Β΄ Δέγλερης ασκεί την επιρροή του στους οθωμανούς, ώστε να δοθεί άδεια στην σχολή που είχαν την πρωτοβουλία να ιδρύσουν και να υποστηρίξουν οικονομικά τα αδέλφια Μιχαήλ και Ιωάννης Ντέκας, μαζί με τον ιερομόναχο Βησσαρίωνα Ρούφο.[13][6]
Και κατά τον 18ο αιώνα η ακίνητη περιουσία της μονής συνεχίζει να αυξάνεται τόσο από νέες αγορές όσο και από δωρεές των πιστών της. Το 1768 ο ηγούμενος Νικηφόρος ανακαινίζει και επεκτείνει την μονή. Πιθανότατα αυτή την περίοδο προστίθεται ο εξωνάρθηκας στο Καθολικό. Επί ηγουμενίας Νικηφόρου αγοράζεται έκταση στο Μεγάλο Βραώνα και στο Χαλάνδρι καθώς και επεκτείνονται τα κτήματα της στο Γέρακα. Το Νοέμβριο του 1797 αποκτάται το κτήμα Αλεγρέζα και τον Απρίλιο του 1800 αγοράζει έκταση με ελαιόδενδρα στο Χαλάνδρι. Αργότερα με ηγούμενο τον Κύριλλο Α’ Δέγλερη (1807-1821) αγοράζεται η Πετρέζα, καθώς και το μεγάλο κτήμα Βελανιδέζα (στα Μεσόγεια), όπου αμέσως φυτεύεται μεγάλος αριθμός ελαιοδέντρων. Ένα από τα σημαντικότερα μετόχια της μονής ήταν αυτό της «Αγίας Δύναμης» στην Αθήνα που είχε υπόγεια κρύπτη η οποία χρησίμευε σε περιόδους ανασφάλειας. Εκείνη την εποχή λόγω της ευρύχωρίας του υπήρξε τόπος προσωρινής διαμονής των χωρικών και κληρικών της Αττικής που επισκέπτονταν την Αθήνα.[6] Στην έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 υπήρξε τόπος διακίνησης πυρομαχικών για τους πρώτους Έλληνες επαναστάτες στην τότε οθωμανική Αθήνα. Σήμερα από το μετόχι αυτό σώζεται το εκκλησάκι Γενέσιον Θεοτόκου (Αγία Δύναμις)[14] στην οδό Μητροπόλεως.[Φωτ 1][15]
Το μοναστήρι άκμασε τον 17ο αιώνα με περίπου 100 μοναχούς, οι οποίοι ζούσαν κοινοβιακώς και διατηρούσαν πλούσια βιβλιοθήκη. Την εποχή της Τουρκοκρατίας υπήρξε κέντρο παιδείας και υπάρχει επισκέψιμος εκθεσειακός χώρος που χαρακτηρίζεται ως "Κρυφό Σχολειό" που συνδέεται ίσως με την παράδοση λειτουργίας άτυπου σχολείου στοιχειώδους εκπαίδευσης εντός του μοναστηριού. Μαζί με τη Μονή Καισαριανής και τη Μονή Πετράκη συνέβαλε στην ίδρυση και συντήρηση της Σχολής Ντέκα το 1750 και της Σχολής Φιλοσοφίας το 1814 στην Αθήνα.[16]
Η μονή πρόσφερε υπηρεσίες στην επανάσταση του 1821 και μοναχοί της έπεσαν μαχόμενοι,[17] ενώ οι Τούρκοι προκάλεσαν βανδαλισμούς και κατέστρεψαν τη βιβλιοθήκη της.[8]
Η νεότερη ιστορία
Η μονή ανακαινίστηκε τα έτη 1768 και 1858.[3] Πάνω από την είσοδο του ξενώνα υπάρχει εντοιχισμένη επιγραφή, που αναφέρει ότι η μονή επισκευάστηκε και επεκτάθηκε επί Ηγουμενίας Ιερόθεο Δ’ Μητροφάνους (1885-1897 και 1900-1903[10]) το έτος 1885, όταν το υπουργείο των Εκκλησιαστικών και Δημ. Εκπαιδεύσεως είχε αναλάβει ως υπουργός ο Αντώνιος Ζυγομαλάς.[18]
Από τα τέλη του 18ου αιώνα άλλα κυρίως μετά το 1830 και τη δημιουργία του Νέου Ελληνικού Κράτους, οι Τούρκοι της περιοχής άρχισαν να πωλούν τις ιδιοκτησίες τους, μεγάλο μέρος των οποίων αγόρασε η Μονή Πεντέλης.[19] Οι εκτάσεις γης που κατείχε η μονή παραχωρούνταν σε καλλιεργητές με την υποχρέωση της καταβολής του 1/3 στην Μονή. Το 1923 το κράτος εξαγόρασε κτήματα από την Μονή για να τα διανείμει σε αγρότες οι οποίοι μπορούσαν να το εξοφλήσουν σε βάθος χρόνου. Το 1931 στη μονή ανήκαν πάνω από 210.000 στρέμματα στην Αττική. Μόνο στην περιοχή Βουρβά των Σπάτων είχε 35.000 στρέμματα.[20]
Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Πεντέλης κατά τα έτη 1945-1956 διετέλεσε ο Μικρασιάτης π. Ιάκωβος Μακρυγιάννης, μετέπειτα Μητροπολίτης Ελασσώνος.[10][21]
↑Μητροπολίτης Θερμοπυλών Ιωάννης Σακελλαρίου (2018). Η Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Πεντέλης - Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος 2018. Αθήνα: Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος. σελ. 12.
↑Δημητρακόπουλος, Σοφοκλής Γ. (2006). Εκκλησίες και Μοναστήρια των Αθηνών. Αθήνα: "ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ". σελ. 181.
↑«Στα Σπάτα Κάποτε ...». laografia-spata.gr. Πολιτιστικό Σύλλογο Σπάτων. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Ιουνίου 2018. Ανακτήθηκε στις 11 Ιουνίου 2018.
↑Μητροπολίτης Θερμοπυλών Ιωάννης Σακελλαρίου (2018). Η Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Πεντέλης - Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος 2018. Αθήνα: Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος. σελ. 11.
↑«Μονή Πεντέλης». gtp.gr. Οκτώβριος 2009. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Ιουνίου 2018. Ανακτήθηκε στις 10 Ιουνίου 2018.
↑Δημητρακόπουλος, Σοφοκλής Γ (2006). Εκκλησίες και Μοναστήρια των Αθηνών. σελ. 180.